Ευαγγέλιο και Απόστολος σήμερα Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025 όπως θα ακουστούν στην Εκκλησία και με απόδοση στα νέα Ελληνικά.
Ευαγγέλιο σήμερα Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 45 – 53
45 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως αὐτὸς ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον· 46 καὶ ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι. 47 καὶ ὀψίας γενομένης ἦν τὸ πλοῖον ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης, καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ τῆς γῆς. 48 καὶ ἰδὼν αὐτοὺς βασανιζομένους ἐν τῷ ἐλαύνειν· ἦν γὰρ ὁ ἄνεμος ἐναντίος αὐτοῖς· καὶ περὶ τετάρτην φυλακὴν τῆς νυκτὸς ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ ἤθελε παρελθεῖν αὐτούς.
49 οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὸν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἔδοξαν φάντασμα εἶναι, καὶ ἀνέκραξαν· 50 πάντες γὰρ αὐτὸν εἶδον καὶ ἐταράχθησαν· καὶ εὐθέως ἐλάλησε μετ’ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι, μὴ φοβεῖσθε. 51 καὶ ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον πρὸς αὐτοὺς, καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον. 52 οὐ γὰρ συνῆκαν ἐπὶ τοῖς ἄρτοις, ἀλλ’ ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη. 53 Καὶ διαπεράσαντες ἀπῆλθον ἐπὶ τὴν γῆν Γεννησαρὲτ καὶ προσωρμίσθησαν.
Απόδοση στα νέα Ελληνικά
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 45 – 53
45 Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς διὰ νὰ μὴ παρασυρθοῦν οἱ μαθηταὶ ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ λαοῦ, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν ἀνακηρύξῃ βασιλέα, τοὺς ἠνάγκασε νὰ ἔμβουν εἰς τὸ πλοῖον κα περάσουν προτήτερα ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, εἰς τὴν Βηθσαϊδάν, ἕως ὅτου αὐτὸς διαλύσῃ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. 46 Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἀπεχαιρέτισεν, ἀνεχώρησεν εἰς τὸ ὅρος να προσευχηθῇ. 47 Καὶ ὅταν ἐβράδυασε καλά, τὸ πλοῖον ἦτο εἰς τὸ μέσον τῆς λίμνης, καὶ αὐτὸς ἦτο μοναχὸς ἐπὶ τῆς ξηράς. 48 Καὶ τοὺς εἶδε νὰ βασανίζωνται μὲ τὰ κύματα καθὼς ἐπροχώρουν. Ἐβασανίζοντο δέ, διότι ὁ ἄνεμος ἦτο ἐναντίος. Κατὰ δὲ τὸ τελευταῖον τρίωρον τῆς νυκτός, ὅτε παρελάμβανε στρατιωτικὴν φρουρὰν τὸ τέταρτον τμῆμα τῶν σκοπῶν, ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, σὰν νὰ ἦτο αὐτὴ ξηρά. Καὶ ἤθελε νὰ τοὺς προσπεράσῃ
49 Αὐτοὶ δέ, ὅταν τὸν εἶδαν νὰ περιπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐνόμισαν ὅτι αὐτὸ τὸ πρωτοφανές, ποὺ ἔβλεπαν, εἶναι φάντασμα. Καὶ ἔβγαλαν κραυγὴν τρόμου. 50 Ἔβγαλαν δὲ ὅλοι τὴν κραυγὴν αὐτήν, διότι ὅλοι τὸν εἶδαν καὶ ἐταράχθησαν. Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὡμίλησε τοὺς εἶπε· Ἔχετε θάρρος· ἐγὼ εἶμαι· μὴ φοβεῖσθε. 51 Καὶ ἀνέβη πλησίον τους εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἡσύχασεν ὁ ἄνεμος. Καὶ ἐκυριεύθη τὸ ἐσωτερικόν τους ἀπὸ ὑπερβολικήν ἔκστασιν, ὥστε δὲν ἠδύναντο νὰ ἐκφράσουν ὅ,τι ᾐσθάνοντο. ἐθαύμαζον, μολονότι πρὸ ὀλίγου εἶχε κάμει ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸ ἄλλο καταπληκτικὸν θαῦμα. 52 Θαυμάζουν ὅμως τώρα πάρα πολύ, διότι δὲν ἐκατάλαβαν, τί εἶχε γίνει μὲ τὰ ψωμιὰ καὶ δὲν εἶχαν ἐκτιμήσει κατὰ βάθος τὸ θαῦμα ἐκεῖνο. Ἔπρεπε βέβαια νὰ τὸ εἶχαν καταλάβει. Ἀλλ’ ἡ διάνοιά των ἦταν παχυλὴ καὶ βραδυκίνητος, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν λάβει ἀκόμη τὸν φωτισμὸν τοῦ Πνεύματος. 53 Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασαν διὰ μέσου τῆς λίμνης, ἦλθον εἰς τὴν χώραν Γεννησαρὲτ καὶ ἀγκυροβόλησαν ἐκεῖ.
Απόστολος σήμερα Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Β´ 1 – 13
1 Ἀδελφοί μου, μὴ ἐν προσωποληψίαις ἔχετε τὴν πίστιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς δόξης. 2 ἐὰν γὰρ εἰσέλθῃ εἰς τὴν συναγωγὴν ὑμῶν ἀνὴρ χρυσοδακτύλιος ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ, εἰσέλθῃ δὲ καὶ πτωχὸς ἐν ῥυπαρᾷ ἐσθῆτι, 3 καὶ ἐπιβλέψητε ἐπὶ τὸν φοροῦντα τὴν ἐσθῆτα τὴν λαμπρὰν καὶ εἴπητε αὐτῷ, σὺ κάθου ὧδε καλῶς, καὶ τῷ πτωχῷ εἴπητε, σὺ στῆθι ἐκεῖ ἢ κάθου ὧδε ὑπὸ τὸ ὑποπόδιόν μου, 4 καὶ οὐ διεκρίθητε ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐγένεσθε κριταὶ διαλογισμῶν πονηρῶν; 5 Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. οὐχ ὁ Θεὸς ἐξελέξατο τοὺς πτωχοὺς τοῦ κόσμου πλουσίους ἐν πίστει καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας ἧς ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν;
6 ὑμεῖς δὲ ἠτιμάσατε τὸν πτωχόν. οὐχ οἱ πλούσιοι καταδυναστεύουσιν ὑμῶν, καὶ αὐτοὶ ἕλκουσιν ὑμᾶς εἰς κριτήρια; 7 οὐκ αὐτοὶ βλασφημοῦσι τὸ καλὸν ὄνομα τὸ ἐπικληθὲν ἐφ’ ὑμᾶς; 8 εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε· 9 εἰ δὲ προσωποληπτεῖτε, ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε, ἐλεγχόμενοι ὑπὸ τοῦ νόμου ὡς παραβάται. 10 ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος. 11 ὁ γὰρ εἰπών μὴ μοιχεύσῃς, εἶπε καί μὴ φονεύσῃς· εἰ δὲ οὐ μοιχεύσεις, φονεύσεις δέ, γέγονας παραβάτης νόμου. 12 οὕτω λαλεῖτε καὶ οὕτω ποιεῖτε, ὡς διὰ νόμου ἐλευθερίας μέλλοντες κρίνεσθαι· 13 ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος· κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως.
Απόδοση στα νέα Ελληνικά
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Β´ 1 – 13
1 Αδελφοί μου, ἔχετε πάντοτε εἰλικρινῆ καὶ θεάρεστα ἐλατήρια εἰς τὰς ἐκδηλωσεις τῆς θρησκείας σας καὶ μὴ συντροφεύετε μὲ πράξεις μεροληψίας καὶ προτιμήσεως προσώπων τὴν πίστιν πρὸς τὸν ἔνδοξον Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς οὐδεμίαν περίστασιν, ἰδιαιτέρως δὲ εἰς τοὺς τόπους καὶ εἰς τὴν ὥραν τῆς λατρείας σας. 2 Διότι, ἐὰν ἐπὶ παραδείγματι εἰσέλθῃ εἰς τὴν σύναξιν, ποὺ κάνετε πρὸς λατρείαν τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωπος μὲ χρυσὰ δακτυλίδια, μὲ ροῦχα πολυτελῆ καὶ λαμπρά, εἰσέλθῃ δὲ καὶ κάποιος πτωχὸς μὲ παληὰ καὶ λερωμένα ρούχα, 3 καὶ στρέψετε ξιππασμένοι τὰ βλέμματά σας πρὸς ἐκεῖνον, ποὺ φορεῖ τὰ λαμπρὰ ροῦχα, καὶ τοῦ εἴπετε· Σὺ κάθησε ἐδ·ῶ, εἰς τιμητικὸν καὶ ἀναπαυτικὸν κάθισμα· καὶ εἰς τὸν πτωχὸν εἴπετε· Σὺ στάσου ἐκεῖ ὄρθιος ἢ κάθησε ἐδῶ παρακάτω ἀπὸ τὸ σκαλοπάτι ποὺ πατοῦν τὰ πόδια μου,
4 σᾶς ἐρωτῶ, τί ἐκάματε, ἀδελφοί μου; Μὲ τὴν μεροληπτικὴν αὐτὴν συμπεριφοράν σας δὲν ἐδοκιμάσατε μέσα σας ἀμφιβολίαν καὶ δισταγμοὺς καὶ τύψιν συνειδήσεως καὶ δὲν καταλήξατε σὰν ἄδικοι κριταὶ εἰς ἀπόφασιν ἐμπνεομένην ἀπὸ σκέψεις πονηράς, ἀντιθέτους πρὸς τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν χριστιανικὴν ἀγάπην, ἡ ὁποία μᾶς ἐπιβάλλει νὰ θεωρῶμεν ὅλους ἴσους καὶ ἀδελφούς μας; 5 Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. Δὲν ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς τοὺς πτωχοὺς κατὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά του κόσμου διὰ νὰ γίνουν πλούσιοι εἰς τὸν πνευματικὸν κόσμον, ποὺ μᾶς διανοίγει ἡ πίστις, καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας, ποὺ ὑπεσχεθη ὁ Θεὸς εἰς ἐκείνους, ποὺ τὸν ἀγαποῦν; 6 Ἐν λοιπὸν Ὁ Θεὸς ἐτίμησε τὸν πτωχόν, σεῖς τουναντΊον κατεξευτελίσατε αὐτόν. Καὶ ἐτιμήσατε τὸν πλούσιον. Ἀλλὰ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πλουσίους δὲν σᾶς καταπιέζουν, καὶ δὲν σᾶς τραβοῦν αὐτοὶ μὲ τὴν βίαν εἰς τὰ δικαστήρια; 7 Δὲν βλασφημοῦν αὐτοὶ τὸ καλὸν ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον σᾶς ἐδόθη καὶ μὲ τὸ ὁποῖον ὀνομάζεσθε λαὸς Χριστοῦ;
8 Θὰ μοῦ προβάλλετε ἴσως τὴν ἔνστασιν: Δὲν εἴμεθα λοιπὸν ὑποχρεωμένοι νὰ ἀγαπῶμεν καὶ τοὺς πλουσίους ὡς πλησίον μας; Ἐὰν δὲν προσωποληπτῆτε, ἀλλὰ ἐκτελῆτε καὶ ἐφαρμόζετε τὸν νόμον, ποὺ πράγματι ἁρμόζει εἰς βασιλεῖς, καὶ ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὴν Γραφὴν ὁρίζει· Θὰ ἀγαπήσῃς τὸν πλησίον σου, ὅπως ἀγαπᾷς τὸν ἑαυτόν σου, καλῶς πράττετε ἀγαπῶντες καὶ τιμῶντες τοὺς πλουσίους. 9 Ἐὰν ὅμως κάνετε μεροληπτικὰς διακρίσεις ἀναλόγως τῶν προσώπων, τότε διαπράττετε ἁμαρτίαν καὶ ἀποδεικνύεσθε ἀπὸ τὸν νόμον παραβάται αὐτοῦ. 10 Μὴ νομίζετε δέ, ὅτι ἡ μεροληπτικὴ αὐτὴ διάκρισις δὲν εἶναι σοβαρὰ ἁμαρτία. Εἶναι παράβασις ὅλου τοῦ νόμου. Διότι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τηρήσῃ ὅλον τὸν νόμον, θὰ πταίσῃ δὲ εἰς ἕνα παράγγελμα τοῦ νόμου, ἔγινεν ἔνοχος παραβάσεως ὁλοκλήρου τοῦ νόμου.
Ὅλα τὰ θεῖα παραγγέλματα ἀποτελοῦν ἑνιαῖον σύνολον, εἰς τὸ ὁποῖον τὸ ἓν παράγγελμα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἄλλο. 11 Διότι ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς Θεὸς ἐνομοθέτησε τὸν ὅλον νόμον καὶ ἐξέφρασε δι’ αὐτοῦ τὸ θέλημά του. Ὁ Θεός, ποὺ εἶπε μὴ μοιχεύσης, εἶπε καὶ μὴ φονεύσῃς. Ἐὰν δὲ δὲν μοιχεύσῃς, φονεύσῃς ὅμως, ἔγινες παραβάτης τοῦ νόμου. 12 Νὰ ὁμιλῆτε ἔτσι καὶ νὰ πράττετε ἔτσι, ὅπως ἁρμόζει εἰς ἀνθρώπους, ποὺ μέλλουν νὰ κριθοῦν ἐπὶ τῇ βάσει νόμου, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπον ἐλεύθερον καὶ ὄχι δοῦλον τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τὸν κάνει ἡ προσωποληψία. 13 Πρέπει δὲ νὰ προσέχετε, ὥστε νὰ μὴ γίνεσθε σκληροὶ καὶ ἀσυμπαθεῖς διὰ τῶν προσωποληψιῶν σας, διότι ἡ κρίσις τότε τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι χωρὶς ἔλεος καὶ ἐπιείκειαν δι’ ἐκεῖνον, ποὺ ὑπῆρξεν ἄσπλαγχνος εἰς τοὺς ἀδελφούς του ἡ εὐσπλαγχνία δὲ καὶ τὸ ἔλεος δὲν φοβεῖται τὴν κρίσιν, ἀλλὰ καυχᾶται κατ’ αὐτῆς διότι τὴν κατανικᾷ καὶ ἀποδεικνύεται τὸ ἔλεος ἰσχυρότερον ἀπὸ τὴν κρίσιν.