Το Ιερό Ευαγγέλιο για σήμερα Καθαρά Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024.
Ευαγγελικά αναγνώσματα 2022
Ευαγγέλιο σήμερα Καθαρά Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024
8 ὁ δὲ εἶπε· Βλέπετε μὴ πλανηθῆτε· πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες ὅτι ἐγώ εἰμι καί ὁ καιρὸς ἤγγικε. μὴ οὖν πορευθῆτε ὀπίσω αὐτῶν. 9 ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας, μὴ πτοηθῆτε· δεῖ γὰρ ταῦτα γενέσθαι πρῶτον, ἀλλ’ οὐκ εὐθέως τὸ τέλος. 10 τότε ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἐγερθήσεται ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, 11 σεισμοί τε μεγάλοι κατὰ τόπους καὶ λιμοὶ καὶ λοιμοὶ ἔσονται, φόβητρά τε καὶ σημεῖα ἀπ’ οὐρανοῦ μεγάλα ἔσται. 12 πρὸ δὲ τούτων πάντων ἐπιβαλοῦσιν ἐφ’ ὑμᾶς τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ διώξουσι, παραδιδόντες εἰς συναγωγὰς καὶ φυλακάς, ἀγομένους ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου· 13 ἀποβήσεται δὲ ὑμῖν εἰς μαρτύριον. 14 θέτε οὖν εἰς τὰς καρδίαις ὑμῶν μὴ προμελετᾶν ἀπολογηθῆναι· 15 ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν οὐδὲ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν. 16 παραδοθήσεσθε δὲ καὶ ὑπὸ γονέων καὶ συγγενῶν καὶ φίλων καὶ ἀδελφῶν, καὶ θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν, 17 καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· 18 καὶ θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μὴ ἀπόληται· 19 ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν. 2
0 ὅταν δὲ ἴδητε κυκλουμένην ὑπὸ στρατοπέδων τὴν Ἱερουσαλήμ, τότε γνῶτε ὅτι ἤγγικεν ἡ ἐρήμωσις αὐτῆς. 21 τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη, καὶ οἱ ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκχωρείτωσαν, καὶ οἱ ἐν ταῖς χώραις μὴ εἰσερχέσθωσαν εἰς αὐτήν, 22 ὅτι ἡμέραι ἐκδικήσεως αὗταί εἰσι τοῦ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα. 23 οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις· ἔσται γὰρ τότε ἀνάγκη μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὀργὴ τῷ λαῷ τούτῳ, 24 καὶ πεσοῦνται στόματι μαχαίρας, καὶ αἰχμαλωτισθήσονται εἰς πάντα τὰ ἔθνη, καὶ Ἱερουσαλὴμ ἔσται πατουμένη ὑπὸ ἐθνῶν ἄχρι οὗ πληρωθῶσι καιροὶ ἐθνῶν. 25 Καὶ ἔσται σημεῖα ἐν ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ ἄστροις, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς συνοχὴ ἐθνῶν ἐν ἀπορίᾳ ἠχούσης θαλάσσης καὶ σάλου, 26 ἀποψυχόντων ἀνθρώπων ἀπὸ φόβου καὶ προσδοκίας τῶν ἐπερχομένων τῇ οἰκουμένῃ· αἱ γὰρ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σαλευθήσονται. 27 καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλῃ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς.
28 ἀρχομένων δὲ τούτων γίνεσθαι ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλὰς ὑμῶν, διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν. 29 Καὶ εἶπε παραβολὴν αὐτοῖς· Ἴδετε τὴν συκῆν καὶ πάντα τὰ δένδρα. 30 ὅταν προβάλωσιν ἤδη, βλέποντες ἀφ’ ἑαυτῶν γινώσκετε ὅτι ἤδη ἐγγὺς τὸ θέρος ἐστίν· 31 οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 32 ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα γένηται. 33 ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι. 34 Προσέχετε δὲ ἑαυτοῖς μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιωτικαῖς, καὶ αἰφνίδιος ἐφ’ ὑμᾶς ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη· 35 ὡς παγὶς γὰρ ἐπελεύσεται ἐπὶ πάντας τοὺς καθημένους ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς. 36 ἀγρυπνεῖτε οὖν ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι ἵνα καταξιωθῆτε ἐκφυγεῖν πάντα τὰ μέλλοντα γίνεσθαι καὶ σταθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Ερμηνευτική μετάφραση – απόδοση – στα ελληνικά Παναγιώτη Τρεμπέλα
8 Αὐτὸς δὲ εἶπε· Προσέχετε νὰ μὴ παραπλανηθῆτε ἀπὸ κανένα. Καὶ σᾶς συνιστῶ νὰ προσέχετε, διότι πολλοὶ θὰ ἔλθουν, ποὺ θὰ διεκδικοῦν καὶ θὰ οἰκειοποιοῦνται τὸ ὄνομά μου καὶ θὰ λέγουν· ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας, καὶ ὁ καιρός, ποὺ θὰ γίνουν αὐτά, ἐπλησίασε. Προσέξατε λοιπὸν νὰ μὴ τοὺς ἀκολουθήσετε ὡς μαθηταὶ καὶ ὀπαδοί των. 9 Ὅταν δὲ ἀκούσετε, ὅτι γίνονται πόλεμοι καὶ ἐπαναστάσεις καὶ διασαλεύσεις τῆς τάξεως, μὴ ταραχθῆτε νομίζοντες, ὅτι αὐτὰ εἶναι σημάδια, ποὺ προαναγγέλλουν τὸ τέλος. Διότι σύμφωνα μὲ τὸ θεῖον σχέδιον πρέπει αὐτὰ νὰ γίνουν πρῶτον, ἀλλὰ δὲν θὰ ἔλθῃ ἀμέσως τὸ τέλος. 10 Καὶ μετὰ μικρὰν διακοπὴν τοὺς εἶπε τότε· Θὰ σηκωθῇ τὸ ἓν ἔθνος κατὰ τοῦ ἅλλου ἔθνους καὶ τὸ ἓν βασίλειον θὰ σηκωθῇ κατὰ τοῦ ἅλλου βασιλείου. 11 Καὶ θὰ γίνουν σεισμοὶ μεγάλοι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, καὶ πεῖνες καὶ ἐπιδημίαι μολυσματικοὶ καὶ φαινόμενα, ποὺ θὰ προκαλοῦν φόβον, καὶ σημεῖα ἀπὸ τὸν ἔναστρον οὐρανὸν μεγάλα. 12 Ἀλλὰ προτοῦ νὰ γίνουν ὅλα αὐτά, θὰ βάλουν τὰ χέρια τους ἐπάνω σας διὰ νὰ σᾶς συλλάβουν καὶ θὰ σᾶς καταδιώξουν, καὶ θὰ σᾶς παραδίδουν εἰς συναγωγὰς διὰ νὰ σᾶς δικάσουν, καὶ εἰς φυλακάς, καὶ θὰ ὁδηγῆσθε ἐνώπιον βασιλέων καὶ ἡγεμόνων, ἐπειδὴ θὰ πιστεύετε εἰς τὸ ὄνομά μου καὶ θὰ μὲ ὁμολογῆτε Κύριόν σας καὶ Σωτῆρα σας. 13 Ὅλαι δὲ αἱ καταδιώξεις καὶ περιπέτειαι αὐταὶ θὰ ἔχουν ὡς τελικὴν ἔκβασιν καὶ ἀποτέλεσμα τὴν μαρτυρίαν, τὴν ὁποίαν θὰ δώσετε διὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου, διὰ νὰ εἶναι ἡ μαρτυρία αὐτὴ ἔλεγχος κατὰ τῶν ἀπίστων, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ δύνανται νὰ δικαιολογηθοῦν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, ὅτι δὲν ἤκουσαν κήρυγμα εὐαγγελίου.
14 Βάλετε λοιπὸν βαθειὰ εἰς τὰς καρδίας σας, ὥστε νὰ ἐνθυμῆσθε πάντοτε τὴν σύστασιν αὐτὴν καὶ παραγγελίαν, ποὺ σᾶς κάνω τὴν στιγμὴν αὐτήν, νὰ μὴ προμελετᾶτε καὶ νὰ μὴ σκέπτεσθε ἐκ προτέρου, τί θὰ ἀπολογηθῆτε. 15 Διότι ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω εὐκολίαν καὶ ἱκανότητα νὰ ἐκφράζεσθε, ἀλλὰ καὶ σοφίαν νοημάτων καὶ ἐπιχειρημάτων, εἰς τὴν ὁποίαν κατ’ οὐδένα λόγον θὰ ἠμπορέσουν νὰ ἀντείπουν ἢ νὰ ἀντισταθοῦν ὅλοι οἱ ἀντίθετοί σας. 16 Θὰ παραδοθῆτε δὲ εἰς τοὺς διώκτας σας ὄχι μόνον ἀπὸ ξένους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ γονεῖς καὶ ἀδελφοὺς καὶ συγγενεῖς καὶ φίλους καὶ θὰ θανατώσουν μερικοὺς ἀπὸ σᾶς. 17 Καὶ θὰ σᾶς μισοῦν ὅλοι, ἐπειδὴ θὰ πιστεύετε εἰς τὸ ὄνομά μου. 18 Καὶ παρ’ ὅλους τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ μίση αὐτά, οὔτε τρίχα ἀπὸ τὴν κεφαλήν σας δὲν θὰ χαθῇ, καὶ συνεπῶς οὔτε ἡ ψυχή σας, ἥτις εἶναι ἡ καθ’ αὑτὸ προσωπικότης σας, θὰ βλαβῇ εἰς τὸ παραμικρόν, ἀλλ’ οὔτε καὶ εἰς τὸ σῶμα σας θὰ συμβῇ ἡ παραμικρὰ βλάβη, χωρὶς ὁ Θεὸς ἀποβλέπων εἰς τὴν πραγματικὴν ὠφέλειάν σας νὰ ἐπιτρέψῃ τοῦτο. 19 Μὲ τὴν ὑπομονήν σας κερδήσατε καὶ σώσατε τὰς ψυχάς σας ἀπὸ τὸν κίνδυνον τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς αἰωνίας ἀπωλείας. 20 Σχετικῶς δὲ μὲ τὴν καταστροφὴν τῶν κτιρίων αὐτῶν, ποὺ σᾶς εἶπα εἰς τὴν ἀρχήν, μάθετε, ὅτι ὅταν ἴδετε νὰ περικυκλώνεται ἡ Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ στρατεύματα, τότε νὰ ξεύρετε, ὅτι ἐπλησίασεν ἡ ἐρήμωσίς της.
21 Τότε αὐτοί, ποὺ θὰ εὑρίσκωνται εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἂς φεύγουν εἰς τὰ ὅρη, καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ θὰ εὑρίσκωνται ἐν μέσῳ τῆς πόλεως Ἱερουσαλήμ, ἂς φεύγουν ἔξω εἰς τὴν ὕπαιθρον χώραν, καὶ ὅσοι θὰ εἶναι εἰς τὰ χωράφια, ἂς μὴ ἐμβαίνουν εἰς τὴν πόλιν. 22 Διότι αἱ ἡμέραι αὐταὶ εἶναι ἡμέραι θείας ἐκδικήσεως καὶ τιμωρίας, διὰ νὰ ἐπαληθεύσουν καὶ πραγματοποιηθοῦν ὅλα ὄσα ἔχουν γραφῆ ἀπὸ τοὺς προφήτας περὶ καταστροφῆς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τῆς πρωτευούσης αὐτοῦ. 23 Ἀλλοίμονον δὲ εἰς τὰς ἐγκύους καὶ εἰς ἐκείνας, ποὺ θὰ θηλάζουν μικρὰ παιδιὰ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας. Διότι θὰ εἶναι δυστυχία καὶ στέρησις μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θὰ εἶναι ὀργὴ κατὰ τοῦ λαοῦ τούτου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ. Αἱ ἔγκυοι λοιπὸν καὶ αἱ θηλάζουσαι, ἐνῷ θὰ δυσκολεύωνται νὰ τρέξουν καὶ νὰ σωθοῦν, δὲν θὰ εὑρίσκουν εὔκολα καὶ τὰ μέσα πρὸς στηριγμὸν καὶ ἐνδυνάμωσιν τοῦ ὀργανισμοῦ των. 24 Καὶ θὰ πέσουν σφαζόμενοι μὲ τὴν κόψιν τῆς μαχαίρας καὶ θὰ μεταφερθοῦν αἰχμάλωτοι πρὸς πώλησιν εἰς ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ ἡ Ἱερουσαλὴμ θὰ ἑξακολουθῇ νὰ καταπατῆται ἀπὸ ἐθνικούς, μέχρις ὅτου συμπληρωθοῦν οἱ χρόνοι τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τοῦ Ἰσραήλ, κατὰ τοὺς ὁποίους τὰ ἔθνη θὰ κατέχουν ἀποκλειστικῶς τὰ προνόμιά του, ὁπότε μετὰ τὴν ἐπιστροφὴν εἰς Χριστὸν ὅλων τῶν ἐθνῶν καὶ ὁ Ἰσραὴλ θὰ ἐπιστροφῇ καὶ θὰ σωθῇ.
25 Ἀκούσατε τώρα καὶ τὰ σημεῖα τῆς δευτέρας παρουσίας καὶ τῆς συντελείας τοῦ παρόντος κόσμου. Θὰ γίνουν ἔκτακτα καὶ πρωτοφανῆ φαινόμενα εἰς τὸν ἥλιον καὶ εἰς τὴν σελήνην καὶ εἰς τὰ ἄστρα λόγῳ τῶν βιαίων καὶ ριζικῶν μεταβολῶν, αἱ ὁποῖαι θὰ γίνουν εἰς τὸ ὑλικὸν σύμπαν. Καὶ ἐπὶ τῆς γῆς μεγάλη στενοχώρια καὶ ἀδημονία θὰ καταλάβῃ τὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα λόγῳ τοῦ ἤχου καὶ τοῦ θορύβου τῶν βιαίων κυμάτων τῆς θαλάσσης, τὰ ὁποῖα θὰ ὁρμοῦν διὰ νὰ καταπλημμυρίσουν τὴν γῆν, θὰ κυριευθοῦν ἀπὸ μεγάλην ἀπορίαν καὶ ἀμηχανίαν, ἐπειδὴ δὲν θὰ ξεύρουν, πῶς νὰ προφυλαχθοῦν. 26 Καὶ θὰ λιποθυμοῦν καὶ θὰ χάνουν τὰς αἰσθήσεις των καὶ θὰ γίνωνται σὰν νεκροὶ πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν φόβον των καὶ ἀπὸ τὰ κακά, ποὺ θὰ περιμένουν νὰ καταπλακώσουν τὴν Οἰκουμένην. Πράγματι δὲ τὰ κακὰ αὐτὰ θὰ εἶναι μεγάλα, διότι αἱ οὐράνιαι καὶ ἀγγελικαὶ δυνάμεις, αἱ συγκρατοῦσαι ἤδη τὴν τάξιν τοῦ σύμπαντος, θὰ σαλευθοῦν καὶ θὰ μετακινηθοῦν, ἐπειδὴ ἡ παροῦσα μορφὴ τοῦ κόσμου θὰ παρέλθῃ, ἵνα τὸ σύμπαν ἀνακαινισθῇ. 27 Καὶ τότε οἱ κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ζῶντες θὰ ἴδουν τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται καθισμένος θεοπρεπῶς εἰς σύννεφον καὶ μὲ δύναμιν καὶ συνοδείαν ἀγγέλων καὶ μὲ δόξαν πολλήν. 28 Ὅταν δὲ θὰ ἀρχίσουν νὰ γίνωνται αὐτά, σεῖς, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μου, δὲν πρέπει νὰ φοβηθῆτε, ἀλλὰ πεταχθῆτε ἐπάνω γεμᾶτοι ἐλπίδα καὶ σηκώσατε τὰς κεφαλάς σας, ποὺ ἕως τότε θὰ εἶναι σκυμμένοι λόγῳ τῶν θλίψεων, ποὺ θὰ σᾶς εὕρουν. Ἀναθαρρήσατε, διότι πλησιάζει ἡ ἀπολύτρωσις καὶ τελεία ἀπαλλαγή σας ἀπὸ τὰ δεινὰ τοῦ παρόντος βίου.
29 Καὶ μετὰ μικρὰν διακοπὴν εἶπεν εἰς αὐτοὺς καποίαν παραβολὴν καὶ παρομοίωσιν· Ἴδετε τὴν συκῆν καὶ ὅλα τὰ δένδρα. 30 Ὅταν βγάζουν φύλλα καὶ ἄνθη, τότε βλέποντες σεῖς αὐτὰ γνωρίζετε μόνοι σας, ὅτι πλησιάζει πλέον τὸ θέρος. 31 Ἔτσι καὶ σεῖς, ὅταν ἴδετε νὰ γίνωνται αὐτὰ ποὺ σᾶς ἀνέφερα, νὰ ξεύρετε, ὅτι πλησιάζει νὰ ἔλθῃ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν οἱ δίκαιοι θὰ ἀπολαύουν ἀτελευτήτως τὴν αἰωνίαν μακαριότητα. 32 Ὅσον δὲ ἀφορᾷ εἰς τὴν καταστροφὴν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία εἶναι τύπος καὶ εἰκὼν τῆς μελλούσης καταστροφῆς, ποὺ θὰ γίνῃ κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν, σᾶς βεβαιῶ, ὅτι δὲν θὰ περάσῃ ἡ γενεὰ αὐτὴ προτοῦ νὰ γίνουν ὅλα αὐτά, ποὺ σᾶς προεΐπον. Συντόμως λοιπὸν θὰ συντελεσθῇ καὶ ἡ καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ. 33 Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ποὺ σᾶς φαίνονται τόσον μόνιμα καὶ στερεά, θὰ περάσουν καὶ θὰ ἐκλείψουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δεν θὰ περάσουν, ἀλλὰ θὰ ἐπαληθεύσουν καὶ θὰ παραμείνῃ ἀσάλευτος ἡ ἰσχύς των καὶ τὸ κῦρος των.
34 Προσέχετε δὲ εἰς τοὺς ἑαυτούς σας, μήπως αἱ ψυχαί σας γίνουν βαρεῖαι καὶ ἀνίκανοι νὰ προσέχουν καὶ νὰ ἀγρυπνοῦν. Γίνονται δὲ αἱ ψυχαὶ βαρεῖαι καὶ δυσκίνητοι εἰς τὸ πνευματικὸν ἔργον ἀπὸ τὸ ἄσωτον φαγοπότι καὶ ἀπὸ τὴν μέθην καὶ ἀπὸ τὰς ἀγωνιώδεις καὶ βασανιστικὰς φροντίδας τῆς παρούσης ζωῆς. Προσέχετε λοιπὸν νὰ μὴ γίνουν δυσκίνητοι καὶ ἀποκοιμισμέναι αἱ ψυχαί σας καὶ ἔξαφνα, χωρὶς νὰ τὴν περιμένετε, ἔλθῃ ἐπάνω σας σὰν κάποιος, ποὺ σᾶς ἔστησεν ἐνέδραν, ἡ ἡμέρα ἐκείνη τῆς δευτέρας παρουσίας, ἢ δὲ ὅσους δὲν θὰ προφθάσουν νὰ ἴδουν ζωντανοὶ τὴν ἔνδοξον ἐκείνην τοῦ Κυρίου ἔλευσιν, ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου. 35 Λέγω ἔξαφνα καὶ χωρὶς νὰ τὴν περιμένετε, διότι σὰν παγίς, ποὺ θὰ συλλάβῃ ἀμερίμνους ἐπάνω εἰς τὰ πονηρὰ ἔργα των τοὺς κακοὺς καὶ ἀπίστους, θὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα ἐκείνη εἰς ὅλους, ὅσοι κάθηνται ξένοιαστοι καὶ ἀσυλλόγιστοι ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς. 36 Νὰ εἶσθε λοιπὸν ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοὶ προσευχόμενοι καὶ παρακαλοῦντες κάθε ὥραν καὶ στιγμὴν τὸν Θεόν, διὰ νὰ σᾶς δώσῃ χάριν καὶ δύναμιν, μὲ τὴν ὁποίαν θὰ γίνετε ἄξιοι καὶ δυνατοὶ νὰ ξεφύγετε, χωρὶς νὰ βλαβῆτε ψυχικῶς, ὅλα αὐτὰ ποὺ μέλλουν νὰ γίνουν καὶ νὰ σταθῆτε ἄφοβοι καὶ μὲ θάρρος ἐμπρὸς εἰς τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.
Αγιογραφικό ανάγνωσμα Καθαρά Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024
1 ΟΡΑΣΙΣ, ἣν εἶδεν ῾Ησαΐας υἱὸς ᾿Αμώς, ἣν εἶδε κατὰ τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ κατὰ ῾Ιερουσαλὴμ ἐν βασιλεία ᾿Οζίου καὶ ᾿Ιωάθαμ καὶ ῎Αχαζ καὶ ᾿Εζεκίου, οἵ ἐβασίλευσαν τῆς ᾿Ιουδαίας. 2 ῎Ακουε οὐρανὲ καὶ ἐνωτίζου γῆ, ὅτι Κύριος ἐλάλησεν· υἱοὺς ἐγέννησα καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δέ με ἠθέτησαν. 3 ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· ᾿Ισραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν. 4 οὐαὶ ἔθνος ἁμαρτωλόν, λαὸς πλήρης ἁμαρτιῶν, σπέρμα πονηρόν, υἱοὶ ἄνομοι· ἐγκατελίπατε τὸν Κύριον καὶ παρωργίσατε τὸν ἅγιον τοῦ ᾿Ισραήλ. 5 τί ἔτι πληγῆτε προστιθέντες ἀνομίαν; πᾶσα κεφαλὴ εἰς πόνον καὶ πᾶσα καρδία εἰς λύπην. 6 ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ ὁλοκληρία, οὔτε τραῦμα οὔτε μώλωψ οὔτε πληγὴ φλεγμαίνουσα· οὐκ ἔστιν μάλαγμα ἐπιθῆναι οὔτε ἔλαιον οὔτε καταδέσμους. 7 ἡ γῆ ὑμῶν ἔρημος, αἱ πόλεις ὑμῶν πυρίκαυστοι· τὴν χώραν ὑμῶν ἐνώπιον ὑμῶν ἀλλότριοι κατεσθίουσι αὐτήν, καὶ ἠρήμωται κατεστραμμένη ὑπὸ λαῶν ἀλλοτρίων. 8 ἐγκαταλειφθήσεται ἡ θυγάτηρ Σιὼν ὡς σκηνὴ ἐν ἀμπελῶνι καὶ ὡς ὀπωροφυλάκιον ἐν σικυηράτῳ, ὡς πόλις πολιορκουμένη· 9 καὶ εἰ μὴ Κύριος σαβαὼθ ἐγκατέλιπεν ἡμῖν σπέρμα, ὡς Σόδομα ἂν ἐγενήθημεν καὶ ὡς Γόμορρα ἂν ὡμοιώθημεν. – 10 ᾿Ακούσατε λόγον Κυρίου, ἄρχοντες Σοδόμων· προσέχετε νόμον Θεοῦ λαὸς Γομόρρας. 11 τί μοι πλῆθος τῶν θυσιῶν ὑμῶν; λέγει Κύριος· πλήρης εἰμὶ ὁλοκαυτωμάτων κριῶν, καὶ στέαρ ἀρνῶν καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων οὐ βούλομαι, 12 οὐδὲ ἂν ἔρχησθε ὀφθῆναι μοι. τίς γὰρ ἐξεζήτησε ταῦτα ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν; πατεῖν τὴν αὐλήν μου 13 οὐ προσθήσεσθαι· ἐὰν φέρητε σεμίδαλιν, μάταιον· θυμίαμα, βδέλυγμά μοί ἐστι· τὰς νουμηνίας ὑμῶν καὶ τὰ σάββατα καὶ ἡμέραν μεγάλην οὐκ ἀνέχομαι· νηστείαν καὶ ἀργίαν 14 καὶ τὰς νουμηνίας ὑμῶν καὶ τὰς ἑορτὰς ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου· ἐγενήθητέ μοι εἰς πλησμονήν, οὐκέτι ἀνήσω τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν. 15 ὅταν ἐκτείνητε τὰς χεῖρας ὑμῶν πρός με, ἀποστρέψω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀφ᾿ ὑμῶν, καὶ ἐὰν πληθύνητε τὴν δέησιν, οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν· αἱ γὰρ χεῖρες ὑμῶν αἵματος πλήρεις. 16 λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν, 17 μάθετε καλὸν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ρύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καὶ δικαιώσατε χήραν· 18 καὶ δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος· καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ, ἐὰν δὲ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ. 19 καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε· 20 ἐὰν δὲ μὴ θέλητε, μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται· τὸ γὰρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα.
1 ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ Σολομῶντος υἱοῦ Δαυίδ, ὃς ἐβασίλευσεν ἐν ᾿Ισραήλ, 2 γνῶναι σοφίαν καὶ παιδείαν νοῆσαί τε λόγους φρονήσεως 3 δέξασθαί τε στροφὰς λόγων νοῆσαί τε δικαιοσύνην ἀληθῆ καὶ κρίμα κατευθύνειν, 4 ἵνα δῷ ἀκάκοις πανουργίαν, παιδὶ δὲ νέῳ αἴσθησίν τε καὶ ἔννοιαν· 5 τῶνδε γὰρ ἀκούσας σοφὸς σοφώτερος ἔσται, ὁ δὲ νοήμων κυβέρνησιν κτήσεται. 6 νοήσει τε παραβολὴν καὶ σκοτεινὸν λόγον ρήσεις τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα. 7 ᾿Αρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δὲ ἀγαθὴ πᾶσι τοῖς ποιοῦσι αὐτήν· εὐσέβεια δὲ εἰς Θεὸν ἀρχὴ αἰσθήσεως, σοφίαν δὲ καὶ παιδείαν ἀσεβεῖς ἐξουθενήσουσιν. 8 ἄκουε, υἱέ, παιδείαν πατρός σου καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός σου· 9 στέφανον γὰρ χαρίτων δέξῃ σῇ κορυφῇ καὶ κλοιὸν χρύσεον περὶ σῷ τραχήλῳ. 10 υἱέ, μή σε πλανήσωσιν ἄνδρες ἀσεβεῖς, μηδὲ βουληθῇς, 11 ἐὰν παρακαλέσωσί σε λέγοντες· ἐλθὲ μεθ᾿ ἡμῶν, κοινώνησον αἵματος, κρύψωμεν δὲ εἰς γῆν ἄνδρα δίκαιον ἀδίκως, 12 καταπίωμεν δὲ αὐτὸν ὥσπερ ᾅδης ζῶντα καὶ ἄρωμεν αὐτοῦ τὴν μνήμην ἐκ γῆς· 13 τὴν κτῆσιν αὐτοῦ τὴν πολυτελῆ καταλαβώμεθα, πλήσωμεν δὲ οἴκους ἡμετέρους σκύλων· 14 τὸν δὲ σὸν κλῆρον βάλε ἐν ἡμῖν, κοινὸν δὲ βαλάντιον κτησώμεθα πάντες, καὶ μαρσίππιον ἓν γενηθήτω ἡμῖν. 15 μὴ πορευθῆς ἐν ὁδῷ μετ᾿ αὐτῶν, ἔκλινον δὲ τὸν πόδα σου ἐκ τῶν τρίβων αὐτῶν· 16 οἱ γὰρ πόδες αὐτῶν εἰς κακίαν τρέχουσι καὶ ταχινοὶ τοῦ ἐκχέαι αἷμα· 17 οὐ γὰρ ἀδίκως ἐκτείνεται δίκτυα πτερωτοῖς. 18 αὐτοὶ γὰρ οἱ φόνου μετέχοντες θησαυρίζουσιν ἑαυτοῖς κακά, ἡ δὲ καταστροφὴ ἀνδρῶν παρανόμων κακή. 19 αὗται αἱ ὁδοί εἰσι πάντων τῶν συντελούντων τὰ ἄνομα· τῇ γὰρ ἀσεβείᾳ τὴν ἑαυτῶν ψυχὴν ἀφαιροῦνται. 20 Σοφία ἐν ἐξόδοις ὑμνεῖται, ἐν δὲ πλατείαις παρρησίαν ἄγει·
1 ΕΝ ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. 2 ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. 3 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς. 4 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους. 5 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία. 6 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος. καὶ ἐγένετο οὕτως. 7 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα, καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ ὕδατος, ὃ ἦν ὑποκάτω τοῦ στερεώματος, καὶ ἀναμέσον τοῦ ὕδατος τοῦ ἐπάνω τοῦ στερεώματος. 8 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα οὐρανόν. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν, καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα δευτέρα. 9 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς συναγωγὴν μίαν, καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά. καὶ ἐγένετο οὕτως. καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν, καὶ ὤφθη ἡ ξηρά. 10 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν καὶ τὰ συστήματα τῶν ὑδάτων ἐκάλεσε θαλάσσας. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν. 11 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως. 12 καὶ ἐξήνεγκεν ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. 13 καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα τρίτη.
1 ΟΡΑΣΙΣ, ἣν εἶδεν ῾Ησαΐας υἱὸς ᾿Αμώς, ἣν εἶδε κατὰ τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ κατὰ ῾Ιερουσαλὴμ ἐν βασιλεία ᾿Οζίου καὶ ᾿Ιωάθαμ καὶ ῎Αχαζ καὶ ᾿Εζεκίου, οἵ ἐβασίλευσαν τῆς ᾿Ιουδαίας. 2 ῎Ακουε οὐρανὲ καὶ ἐνωτίζου γῆ, ὅτι Κύριος ἐλάλησεν· υἱοὺς ἐγέννησα καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δέ με ἠθέτησαν. 3 ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· ᾿Ισραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν. 4 οὐαὶ ἔθνος ἁμαρτωλόν, λαὸς πλήρης ἁμαρτιῶν, σπέρμα πονηρόν, υἱοὶ ἄνομοι· ἐγκατελίπατε τὸν Κύριον καὶ παρωργίσατε τὸν ἅγιον τοῦ ᾿Ισραήλ. 5 τί ἔτι πληγῆτε προστιθέντες ἀνομίαν; πᾶσα κεφαλὴ εἰς πόνον καὶ πᾶσα καρδία εἰς λύπην. 6 ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ ὁλοκληρία, οὔτε τραῦμα οὔτε μώλωψ οὔτε πληγὴ φλεγμαίνουσα· οὐκ ἔστιν μάλαγμα ἐπιθῆναι οὔτε ἔλαιον οὔτε καταδέσμους. 7 ἡ γῆ ὑμῶν ἔρημος, αἱ πόλεις ὑμῶν πυρίκαυστοι· τὴν χώραν ὑμῶν ἐνώπιον ὑμῶν ἀλλότριοι κατεσθίουσι αὐτήν, καὶ ἠρήμωται κατεστραμμένη ὑπὸ λαῶν ἀλλοτρίων. 8 ἐγκαταλειφθήσεται ἡ θυγάτηρ Σιὼν ὡς σκηνὴ ἐν ἀμπελῶνι καὶ ὡς ὀπωροφυλάκιον ἐν σικυηράτῳ, ὡς πόλις πολιορκουμένη· 9 καὶ εἰ μὴ Κύριος σαβαὼθ ἐγκατέλιπεν ἡμῖν σπέρμα, ὡς Σόδομα ἂν ἐγενήθημεν καὶ ὡς Γόμορρα ἂν ὡμοιώθημεν. – 10 ᾿Ακούσατε λόγον Κυρίου, ἄρχοντες Σοδόμων· προσέχετε νόμον Θεοῦ λαὸς Γομόρρας. 11 τί μοι πλῆθος τῶν θυσιῶν ὑμῶν; λέγει Κύριος· πλήρης εἰμὶ ὁλοκαυτωμάτων κριῶν, καὶ στέαρ ἀρνῶν καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων οὐ βούλομαι, 12 οὐδὲ ἂν ἔρχησθε ὀφθῆναι μοι. τίς γὰρ ἐξεζήτησε ταῦτα ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν; πατεῖν τὴν αὐλήν μου 13 οὐ προσθήσεσθαι· ἐὰν φέρητε σεμίδαλιν, μάταιον· θυμίαμα, βδέλυγμά μοί ἐστι· τὰς νουμηνίας ὑμῶν καὶ τὰ σάββατα καὶ ἡμέραν μεγάλην οὐκ ἀνέχομαι· νηστείαν καὶ ἀργίαν 14 καὶ τὰς νουμηνίας ὑμῶν καὶ τὰς ἑορτὰς ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου· ἐγενήθητέ μοι εἰς πλησμονήν, οὐκέτι ἀνήσω τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν. 15 ὅταν ἐκτείνητε τὰς χεῖρας ὑμῶν πρός με, ἀποστρέψω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀφ᾿ ὑμῶν, καὶ ἐὰν πληθύνητε τὴν δέησιν, οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν· αἱ γὰρ χεῖρες ὑμῶν αἵματος πλήρεις. 16 λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν, 17 μάθετε καλὸν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ρύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καὶ δικαιώσατε χήραν· 1
8 καὶ δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος· καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ, ἐὰν δὲ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ. 19 καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε· 20 ἐὰν δὲ μὴ θέλητε, μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται· τὸ γὰρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα. 1 ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ Σολομῶντος υἱοῦ Δαυίδ, ὃς ἐβασίλευσεν ἐν ᾿Ισραήλ, 2 γνῶναι σοφίαν καὶ παιδείαν νοῆσαί τε λόγους φρονήσεως 3 δέξασθαί τε στροφὰς λόγων νοῆσαί τε δικαιοσύνην ἀληθῆ καὶ κρίμα κατευθύνειν, 4 ἵνα δῷ ἀκάκοις πανουργίαν, παιδὶ δὲ νέῳ αἴσθησίν τε καὶ ἔννοιαν· 5 τῶνδε γὰρ ἀκούσας σοφὸς σοφώτερος ἔσται, ὁ δὲ νοήμων κυβέρνησιν κτήσεται. 6 νοήσει τε παραβολὴν καὶ σκοτεινὸν λόγον ρήσεις τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα. 7 ᾿Αρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δὲ ἀγαθὴ πᾶσι τοῖς ποιοῦσι αὐτήν· εὐσέβεια δὲ εἰς Θεὸν ἀρχὴ αἰσθήσεως, σοφίαν δὲ καὶ παιδείαν ἀσεβεῖς ἐξουθενήσουσιν. 8 ἄκουε, υἱέ, παιδείαν πατρός σου καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός σου· 9 στέφανον γὰρ χαρίτων δέξῃ σῇ κορυφῇ καὶ κλοιὸν χρύσεον περὶ σῷ τραχήλῳ. 10 υἱέ, μή σε πλανήσωσιν ἄνδρες ἀσεβεῖς, μηδὲ βουληθῇς, 11 ἐὰν παρακαλέσωσί σε λέγοντες· ἐλθὲ μεθ᾿ ἡμῶν, κοινώνησον αἵματος, κρύψωμεν δὲ εἰς γῆν ἄνδρα δίκαιον ἀδίκως, 12 καταπίωμεν δὲ αὐτὸν ὥσπερ ᾅδης ζῶντα καὶ ἄρωμεν αὐτοῦ τὴν μνήμην ἐκ γῆς· 13 τὴν κτῆσιν αὐτοῦ τὴν πολυτελῆ καταλαβώμεθα, πλήσωμεν δὲ οἴκους ἡμετέρους σκύλων· 14 τὸν δὲ σὸν κλῆρον βάλε ἐν ἡμῖν, κοινὸν δὲ βαλάντιον κτησώμεθα πάντες, καὶ μαρσίππιον ἓν γενηθήτω ἡμῖν. 15 μὴ πορευθῆς ἐν ὁδῷ μετ᾿ αὐτῶν, ἔκλινον δὲ τὸν πόδα σου ἐκ τῶν τρίβων αὐτῶν· 16 οἱ γὰρ πόδες αὐτῶν εἰς κακίαν τρέχουσι καὶ ταχινοὶ τοῦ ἐκχέαι αἷμα· 17 οὐ γὰρ ἀδίκως ἐκτείνεται δίκτυα πτερωτοῖς. 18 αὐτοὶ γὰρ οἱ φόνου μετέχοντες θησαυρίζουσιν ἑαυτοῖς κακά, ἡ δὲ καταστροφὴ ἀνδρῶν παρανόμων κακή. 19 αὗται αἱ ὁδοί εἰσι πάντων τῶν συντελούντων τὰ ἄνομα· τῇ γὰρ ἀσεβείᾳ τὴν ἑαυτῶν ψυχὴν ἀφαιροῦνται. 20 Σοφία ἐν ἐξόδοις ὑμνεῖται, ἐν δὲ πλατείαις παρρησίαν ἄγει·
Ερμηνευτική μετάφραση – απόδοση – στα ελληνικά Παναγιώτη Τρεμπέλα
1 Οράσεις καὶ ἀποκαλύψεις, τὰς ὁποίας εἶδε καὶ αἱ ὁποῖαι ἐγένοντο εἰς τὸν Ἡσαΐαν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀμώς.Εἶδε καὶ ἔλαβεν αὐτὰς διὰ τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν πρωτεύουσαν τῆς Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς βασιλείας τοῦ Ὀζίου καὶ τοῦ Ἰωάθαμ καὶ τοῦ Ἀχὰζ καὶ τοῦ Ἐζεκίου, οἱ ὁποῖοι ἐβασίλευσαν ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας. 2 Ἄκουε σύ, ὦ οὐρανέ, καὶ δέχου εἰς τὰ αὐτιά σου σύ, ὦ γῆ, διότι ὁ Κύριος καὶ ὄχι ἄνθρωπός τις πρόκειται νὰ λαλήσῃ· λέγει λοιπὸν ὁ Κύριος: Υἱοὺς ἐγέννησα καὶ τοὺς ἀνέδειξα ἀνυψώσας τούτους· αὐτοὶ ὅμως μὲ ἠρνήθησαν. 3 Τὸ βόδι γνωρίζει τὸν ἰδιοκτήτην, ποὺ τὸ ὁρίζει, καὶ ὁ ὄνος ξεύρει τὴν φάτνην τοῦ κυρίου του, εἰς τὴν ὁποίαν τρώγει καὶ ἔχει τὴν κατοικίαν του.Ὁ Ἰσραὴλ ὅμως δὲν μὲ ἀναγνωρίζει καὶ ὁ λαός μου δὲν μὲ νοιώθει. 4 Ἀλλοίμονον εἰς σέ, ὦ ἔθνος ἁμαρτωλόν, λαὲ γεμᾶτε ἁμαρτίας, ἀπ’ αὐτῶν τῶν πρώτων στιγμῶν τῆς ζωῆς σας πονηροί, παιδιὰ διεφθαρμένα καὶ ξένα ἐντελῶς πρὸς τὸν Νόμον.Ἐγκατελείψατε τὸν Κύριον καὶ ἐξωργίσατε τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ τὸν ἅγιον. 5 Πρὸς τί νὰ κτυπηθῆτε καὶ νὰ πληγωθῆτε ἀκόμη, ἐφ’ ὅσον ἑξακολουθεῖτε νὰ προσθέτετε περιφρόνησιν παντελῆ τοῦ Νόμου καὶ ἀποστασίαν; Ὁλόκληρος ἡ κεφαλὴ ἐκ τῶν τιμωριῶν μου διατελεῖ ἐν πόνοι καὶ πᾶσα ἡ καρδία εὑρίσκεται ἐν λύπῃ. 6 Ἀπὸ τὰ πόδια μέχρι τῆς κεφαλῆς δὲν ὑπάρχει ἐν τῷ σώματι ἀκεραιότης καὶ ὑγεία, οὔτε ὑπάρχει ἐδῶ μόνον τραῦμα ἀνοικτόν, οὔτε ἐκεῖ μόνον κτύπημα πρησμένον, οὔτε εἰς ἄλλο τι μόνον σημεῖον πληγὴ γεμάτη πύον καὶ αἷμα ἀποσυντεθειμένον ἀλλ’ ὅλον τὸ σῶμα εἶναι μία ὁλόκληρος πληγή· καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τεθῇ ἐπ’ αὐτοῦ κατάπλασμα, οὔτε ἔλαιον, οὔτε ἐπίδεσμοι.
7 Ἡ γῆ σας ἔγινεν ἔρημος, αἱ πόλεις σας ἔχουν κατακαῇ ἀπὸ πυρκαϊές· τὴν καλλιεργημένην χώραν σας καὶ τοὺς καρποὺς μπροστὰ στὰ μάτια σας τὰ κατατρώγουν ξένοι καὶ ἔχει ἐρημωθῇ κατεστραμμένη ἀπὸ ξένους λαούς. 8 Θὰ ἐγκαταλειφθῇ ἡ προσφιλὴς ὡς θυγάτηρ Σιών, ἢ πόλις Ἱερουσαλήμ, ὡσὰν σκηνὴ εἰς ἄμπελον ποὺ δὲν ἔχει καρπούς, καὶ ὡσὰν πρόχειρος ἀποθήκη, διὰ νὰ φυλάττωνται τὰ φρούτα εἰς μποστάνι ξυλαγγουριῶν, ὡσὰν πόλις ποὺ πολιορκεῖται ἀπὸ ἐχθρούς. 9 Καὶ ἐὰν ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων, ὁ Παντοκράτωρ, δὲν μᾶς ἄφηνε μικράν, ἀλλ’ ἐκλεκτὴν μερίδα ἰδικῶν του ἀνθρώπων, θὰ ἐγινόμεθα σὰν τὰ Σόδομα καὶ θὰ ἐξωμοιούμεθα πρὸς τὰ Γόμορρα, ἐξαφανιζόμενοι ὡς ἐκεῖνα ὁλοτελῶς. 10 Ἀκούσατε τὸν λόγον, ὅστις δὲν εἶναι ἰδικός μου, ἀλλ’ εἶναι λόγος τοῦ Κυρίου, σεῖς, ποὺ διὰ τὴν κακίαν σας ἀξίζει νὰ λέγεσθε ἄρχοντες τῶν Σοδόμων προσέχετε εἰς αὐτό, ποὺ θὰ σᾶς εἴπω καὶ τὸ ὁποῖον εἶναι Νόμος Θεοῦ, σεῖς, ποὺ εἶσθε λόγῳ τῆς πονηρίας σας μᾶλλον λαὸς τῆς Γομόρρας.
11 Τί μὲ ἐνδιαφέρει καὶ κατά τι μὲ εὐχαριστεῖ τὸ πλῆθος τῶν θυσιῶν σας; Λέγει ὁ Κύριος.Εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ θυσίας κριαριῶν, ποὺ κατακαίονται ὁλόκληρα, καὶ δὲν θέλω νὰ καίεται ἐπὶ τοῦ Θυσιαστηρίου μου πάχος ἀρνίων καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων. 12 Οὔτε ἂν ἔρχεσθε κατὰ τὰς τρεῖς μεγάλας ἑορτὰς εἰς τὸν Ναόν μου, διὰ νὰ παρουσιασθῆτε εἰς ἐμέ, τὸ θέλω· διότι ποῖος σᾶς ἐζήτησε νὰ ἔρχεσθε μὲ τὰς δεκάτας καὶ τὰς ἄλλας προσφοράς σας; Ποῖος ἐζήτησεν αὐτὰ ἀπὸ τὰ γεμᾶτα αἵματα χέρια σας; Δὲν θὰ ἐξακολουθήσετε νὰ πατάτε εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ναοῦ μου. 13 Ἐὰν φέρετε σιμιγδάλι ὡς θυσίαν, εἶναι τοῦτο μάταιον καὶ ἀνωφελές.Τὸ θυμίαμά σας μου εἶναι ἀηδὲς καὶ σιχαμένον· δὲν ἀνέχομαι τὶς ἐορτὲς τῶν πρωτομηνιῶν σας καὶ τὰ Σάββατα καὶ τὴν μεγάλην ἡμέραν τοῦ Ἐξιλασμοῦ, τὴν ἱερωτάτην αὐτὴν ἑορτήν· τὴν νηστείαν καὶ τὴν ἀργίαν 14 καὶ τὶς πρωτομηνιές σας καὶ τὶς ἐορτές σας μισεῖ ἡ ψυχή μου.Μοῦ ἐγίνατε πρόξενοι ἀηδίας.Δὲν θὰ συγχωρήσω πλέον τὶς ἁμαρτίες σας. 15 Ὅταν ὑψώνετε τὰ χέρια εἰς προσευχήν, θὰ ἀπομακρύνω μὲ ἀποστροφὴν τὰ μάτια μου ἀπὸ σᾶς.Καὶ ἐὰν παρατείνετε τὴν παράκλησίν σας καὶ πληθύνετε αὐτήν, δὲν θὰ σᾶς εἰσακούσω, διότι τὰ χέρια σας εἶναι γεμᾶτα αἷμα ἀδελφικόν. 16 Λουσθῆτε διὰ τοῦ πνευματικοῦ λουτροῦ τῆς μετανοίας, γίνατε καθαροί, ἀφαιρέσατε τὰς πονηρίας ἀπὸ τὰς ψυχάς σας, ὥστε νὰ μὴ φαίνωνται ἀκάθαρτοι αὗται μπροστὰ εἰς τὰ μάτια μου, παύσατε ἀπὸ τὰς πονηρίας σας. 17 Μάθετε καὶ ἀποκτήσατε τὴν ἕξιν νὰ πράττετε τὸ καλὸν καὶ τὴν ἀρετήν, ζητήσατε μὲ ὅλην σας τὴν καρδίαν τὸ δίκαιον, γλυτώσατε αὐτὸν ποὺ ἀδικεῖται ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἀδικοῦντος αὐτόν, ἀποδώσατε τὸ δίκαιον εἰς τὸν ὀρφανὸν καὶ δικαιώσατε τὴν ἀδικουμένην χήραν. 18 Καὶ ἀφοῦ μετανοήσετε, ἐλᾶτε νὰ δικασθῶμεν «νὰ συζητήσωμεν» καὶ νὰ λογαριασθῶμεν, λέγει ὁ Κύριος.Καὶ εἰς περίπτωσιν ἀκόμη, ποὺ αἱ ἁμαρτίαι σας θὰ εἶναι ὡσὰν τὸ ἐλαφρῶς κόκκινον χρῶμα, θὰ τὰς λευκάνω ὡσὰν τὸ χιόνι· καὶ ἐὰν δὲ ἀκόμη εἶναι ὡσὰν τὸ βαθὺ κόκκινον χρῶμα, θὰ τὰς λευκάνω ὡσὰν τὸ ἄσπρο τῶν προβάτων μαλλί.
19 Καὶ ἐὰν θέλετε ἀποφασιστικῶς καὶ μὲ ἀκούσετε μὲ τὴν καρδία σας, θὰ φάγετε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. 20 Ἐὰν ὅμως δὲν θέλετε, οὔτε μὲ εἰσακούσετε, μάχαιρα θὰ σᾶς καταφάγῃ.Θὰ συμβοῦν δὲ ταῦτα ἀσφαλῶς.Διότι τὸ στόμα τοῦ Κυρίου ἐλάλησεν αὐτά. 1 Εἰς τὸ βιβλίον τοῦτο περιέχονται αἱ παροιμίαι καὶ τὰ σοφὰ ἀποφθέγματα τοῦ Σολομῶντος, τοῦ υἱοῦ τὸν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσεν εἰς τὸ Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος. 2 Ἐγράφησαν δὲ αἱ παροιμίαι αὐταί, ὥστε ἐκεῖνος ποὺ τὰς μελετᾷ ἢ τὰς ἀκούει, νὰ ἀποκτήσῃ τὴν πραγματικὴν ἐπιστήμην, δηλαδὴ τὴν ἀληθῆ γνῶσιν, ποὺ ἐμπνέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Σκοπὸς ἑπομένως τῶν παροιμιῶν αὐτῶν εἶναι νὰ γνωρίσῃ καλῶς ὁ ἄνθρωπος τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, τὴν ὠφέλιμον διδασκαλίαν καὶ παιδαγωγίαν διὰ τὴν ψυχήν του καὶ ἔτσι νὰ ἀποκτήσῃ τὴν σύνεσιν καὶ τὴν ἱκανότητα, διὰ νὰ διακρίνῃ τί πρέπει νὰ ἀποφεύγῃ καὶ τί νὰ πράττῃ, ὥστε ἡ ὅλη του συμπεριφορὰ νὰ εἶναι θεάρεστος. 3 Νὰ εἶναι ἀκόμη εἰς θέσιν νὰ δεχθῇ καὶ νὰ ἀποκρούσῃ τὰς προσβολὰς ἀντιθέτων λόγων, ποὺ λέγονται ἢ γράφονται μὲ ρητορικὴν τέχνην καὶ σοφιστείαν, νὰ ἐννοήσῃ δὲ ποία εἶναι ἡ ἀληθὴς δικαιοσύνη, ὥστε νὰ ἐκφέρῃ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις δικαίας καὶ εὐθείας ἐπὶ τῶν ἑκάστοτε παρουσιαζομένων περιστάσεων. 4 Ἐπὶ πλέον τὸ βιβλίον τῶν Παροιμιῶν ἐγράφη διὰ νὰ δώσῃ εἰς τοὺς ἁπλοῦς καὶ ἀπονηρεύτους ἀνθρώπους σύνεσιν καὶ ἐξυπνάδα πρὸς ὠφέλειαν ἑαυτῶν καὶ τοῦ πλησίον, εἰς δὲ τὸν νεαρὸν κατὰ τὴν ἡλικίαν καὶ στερούμενον πείρας συνείδησιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ καὶ ὡριμότητα σκέψεως πρὸς ὀρθὴν τῶν πραγμάτων ἀντίληψιν. 5 Καίτοι δὲ τὸ βιβλίον αὐτὸ ἀπευθύνεται κυρίως πρὸς τὴν ἀνώριμον καὶ ἄπειρον νεότητα, ἐν τούτοις ἔχει νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ τὴν μελέτην του καὶ αὐτὸς ὁ σοφός· πράγματι, ὅταν ὁ σοφὸς ἀκούσῃ τὰ ὅσα γράφονται εἰς αὐτό, θὰ γίνῃ περισσότερον σοφὸς καὶ γνωστικός, ὁ δὲ συνετὸς καὶ φρόνιμος θὰ ἀποκτήσῃ τὴν ἱκανότητα νὰ κυβερνᾷ καὶ νὰ κατευθύνῃ θεαρέστως τὴν ζωήν του
6 Τόσον πολὺ δὲ θὰ ἐξασκηθῇ καὶ θὰ ἀναπτυχθῇ ἡ διάνοιά του, ὥστε θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐννοῇ κάθε παραβολήν, δυσνόητον καὶ ἀλληγορικὸν λόγον, καθὼς ἐπίσης τὰ ἀποφθέγματα καὶ τὰ γνωμικὰ τῶν σοφῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τὰ αἰνίγματα, εἰς τὰ ὁποῖα κρύπτεται κάποια βαθύτερη ἀλήθεια. 7 Ἀρχή, ρίζα καὶ θεμέλιον τῆς ἀληθινῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ· ἡ σύνεσις δὲ τότε εἶναι ἀγαθὴ καὶ ἀποδίδει τοὺς καρπούς της, ὅταν ἐφαρμόζεται καὶ ἐπιτελῆται δι’ ἔργων. Ἡ εὐσέβεια δέ, δηλαδὴ ὁ πρὸς τὸν Θεὸν σεβασμὸς καὶ ἡ πρὸς αὐτὸν εὐλάβεια, εἶναι ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς γνώσεως· οἱ ἀσεβεῖς ὅμως θὰ περιφρονήσουν τὴν θείαν παιδαγωγίαν. 8 Ἄκουε πάντοτε, παιδί μου, προσεκτικὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ πατέρα σου καὶ νὰ εἶσαι ὑπάκουος εἰς τὴν παιδαγωγίαν του, καὶ νὰ μὴ διώχνῃς μακριὰ ἀπὸ σένα τὰς συμβουλὰς καὶ ὁδηγίας τῆς μητέρας σου, τὰς ὁποίας ὡς θεσμοὺς καὶ νόμους ἱεροὺς νὰ μνημονεύῃς καθ’ ὅλην τὴν ζωήν σου· 9 διότι ἔτσι θὰ τιμηθῇς καὶ θὰ δεχθῇς εἰς τὴν κεφαλήν σου στέφανον ἀπὸ χάριτας ἀρετῶν καὶ γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν σου θὰ στολισθῇς μὲ χρυσοῦν περιδέραιον, ἀσυγκρίτως πολυτιμότερον ἀπὸ κάθε ἄλλο μέταλλον. 10 Παιδί μου, πρόσεχε μὴ σὲ ἀποπλανήσουν ἄνθρωποι ἀσεβεῖς, οὔτε να συγκατατεθῇς θεληματικῶς εἰς ὅσα σοῦ προτείνουν. 11 Ἐὰν σὲ προσκαλέσουν μὲ τρόπον φιλικὸν καὶ σοῦ εἴπουν· ἔλα μαζί μας, λάβε μέρος εἰς τὰ αἵματα, ποὺ θὰ χύσωμεν, ἂς κρύψωμεν δὲ καὶ ἂς θάψωμεν εἰς τὴν γῆν ὅλως ἀδίκως τὸν δίκαιον ἄνθρωπον, ἔστω καὶ ἂν δὲν μᾶς ἔκαμε ποτὲ κακὸν ἢ ἀδικίαν,
12 ἂς τὸν καταπίωμεν δὲ ζωντανόν, ὅπως ὁ ἀχόρταστος Ἅδης, καὶ ἂς ἐξαλείψωμεν τὴν μνήμην του ἀπὸ τὴν γῆν, ὥστε νὰ μὴ τὸν ἐνθυμῆται πλέον κανείς· 13 ἂς καταλάβωμεν καὶ ἂς κάμωμεν ἰδιοκτησίαν μας τὴν μεγάλην καὶ πολύτιμον περιουσίαν του, ἂς γεμίσωμεν δὲ τὰ σπίτια μας ἀπὸ λάφυρα, τὰ ὁποῖα θὰ ἀρπάσωμεν χύνοντες αἵματα ἀθώων καὶ πατοῦντες ἐπὶ πτωμάτων· 14 βάλε καὶ σὺ τὸ μερίδιον τῆς πατρικῆς σου κληρονομίας μὲ τὰ ἰδικά μας, καὶ ταύτισε τὴν τύχην σου μὲ τὴν ἰδικήν μας τύχην καὶ ἂς ἔχωμεν ὅλοι κοινὸν βαλάντιον καὶ ὅλοι μας κοινὸν ταμεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον ἂς μαζεύσωμεν ὅσα λάφυρα καὶ χρήματα θὰ συνάξωμεν οὕτω πῶς. 15 Παιδί μου, μὴ ὑπάγῃς μαζί των εἰς τὸν δρόμον ποὺ βαδίζουν, ἀπομάκρυνε δὲ τὰ βήματά σου ἀπὸ τοὺς δρόμους των 16 διότι τὰ πόδια των τρέχουν γρήγορα εἰς τὸ κακὸν καὶ εἰς τὸ ἔγκλημα καὶ εἶναι ἕτοιμα εἰς τὸ νὰ σπεύσουν καὶ νὰ χύσουν ἀμέσως αἷμα. 17 Ἀλλ’ ὅπως δὲν στήνονται ἀσκόπως καὶ χωρὶς ἀποτέλεσμα παγίδες καὶ δίκτυα διὰ τὰ πουλιά, ἔτσι καὶ αὐτοὶ δὲν θὰ μείνουν ἀτιμώρητοι· θὰ τιμωρηθοῦν εἴτε ἀπὸ ἀνθρώπους εἴτε ἀπὸ τὸν Θεόν. 18 Διότι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν εἰς φόνον, θησαυρίζουν εἰς τοὺς ἑαυτούς των κακὰ πολλά, ἡ δὲ καταστροφὴ τῶν παρανόμων ἀνθρώπων θὰ εἶναι κακή. 19 Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ζοῦν καὶ τέτοιο θὰ εἶναι τὸ κατάντημα ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι πράττουν ἔργα παράνομα· διότι ἐξ αἰτίας τῆς κακίας καὶ ἀσεβείας των καταστρέφουν καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὴν ψυχήν των. 20 Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὅσους μὲ τὴν πεῖραν των τὴν ἐγνώρισαν, ἐξυμνεῖται δημοσίᾳ εἰς τοὺς δρόμους, ἡ δὲ θεία διδασκαλία της διακηρύττεται μὲ παρρησίαν εἰς τὰς πλατείας.
1 Όταν ἦλθεν ἡ κατάλληλος ὥρα νὰ δημιουργηθῇ ἀπὸ τὸ μηδὲν ὁ ὑλικὸς κόσμος· εἰς τὴν ἀρχὴν ἐκείνην τοῦ χρόνου, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν ἰδίαν ἀρχὴν μὲ τὴν ὑλικὴν δημιουργίαν, ὁ ἄναρχος καὶ παντοδύναμος Τριαδικὸς Θεός, ἡ μακαρία φύσις καὶ ἀνεξάντλητος ἀγαθότης, ἡ ἀρχὴ ὅλων τῶν ὄντων καὶ ἡ ἄφθαστος σοφία ἐδημιούργησεν ἀπὸ τὸ μηδέν, «ἐξ οὐκ ὄντων», ἀπὸ ὕλην, ἡ ὁποία δὲν προϋπῆρχε, τὸ ὑλικὸν σύμπαν. Ἐδημιούργησε τὸν ἀπέραντον οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Ἐδημιούργησε τὸν ὁρατὸν τοῦτον κόσμον, τὸν ἔθεσεν εἰς κίνησιν καὶ καθώρισε νόμους διὰ τὴν ἐξέλιξίν του, ἀκαριαίως· δηλαδὴ εὐθὺς μόλις ἐξεφράσθη τὸ παντοδύναμον καὶ πάνσοφον θέλημά του. 2 Ἡ δὲ γῆ, ὄχι ὅπως τὴν βλέπομεν σήμερον, ἀλλ’ ἐκεῖνο τὸ πρωτόγονον χάος, ἦταν ἀθέατος, ἀδιαμόρφωτος καὶ ἀσχημάτιστος μᾶζα, χωρὶς τάξιν ἦταν χωρὶς κανένα στολισμόν. Ἦταν ἀθέατος, διότι σκοτάδι πηκτὸν ἐκάλυπτε τὸ πρόσωπόν της ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως φωτὸς καὶ διότι τὴν ἐσκέπαζαν πολλὰ καὶ βαθειὰ νερά, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχαν ἀκόμη συγκεντρωθῆ καὶ περιορισθῆ εἰς τὴν θέσιν, ποὺ θὰ τοὺς καθώριζεν ἀργότερα ὁ Θεός. Καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκινεῖτο ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσον τῶν νερῶν καὶ μὲ τὴν ζωτικὴν ἐνέργειάν του συνέθαλπε καὶ ἐζωογονοῦσε τὴν φύσιν τῶν νερῶν, ὅπως τὸ πτηνόν, τὸ ὁποῖον κλωσσᾷ τὰ αὐγά του. Τοιουτοτρόπως τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον συμμετεῖχε εἰς τὴν δημιουργικὴν ἐνέργειαν, προετοίμαζε καὶ διέπλασσε τὴν φύσιν τῶν νερῶν, ὥστε νὰ ἀναπηδήσῃ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς ὕλης, ποὺ ἦσαν νεκρὰ καὶ ἄμορφα μεταξύ των, ἡ νέα δημιουργία μὲ τὴν ποικιλίαν τῆς ζωῆς.
3 Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «νὰ γίνῃ φῶς»· καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον καὶ ἐδημιουργήθη τὸ ἀνέκφραστον κάλλος τοῦ φωτός. 4 Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι εἶναι ὡραῖον ὅπως τὸ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του, διότι αὐτὸ θὰ ἀνταπεκρίνετο εἰς τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον τὸ ἔπλασεν καὶ ὁ Θεὸς ἐχώρισε καὶ ἀπεμάκρυνε τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι καὶ ἀφώρισε διὰ τὸ καθένα ὡρισμένον καιρόν, ὥστε τὸ σκοτάδι νὰ διαδέχεται τὸ φῶς με τὴν καθημερινὴν ἐναλλαγήν. 5 Καὶ ὁ Θεός, ὡς κύριος τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν ὠνόμασε τὸ φῶς «ἡμέραν» καὶ τὸ σκοτάδι ὠνόμασε «νύκτα». Καὶ μὲ τὴν ἀρίστην αὐτὴν διαίρεσιν καὶ θαυμαστὴν δημιουργίαν ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισε ἡ μία ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ πρώτη φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ ὁλοκληρωθῇ εἰς ἕξι φάσεις). 6 Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «νὰ γίνῃ στερέωμα, δηλαδὴ νὰ ξετυλιχθῇ ἡ ἀτμόσφαιρα ὡς παραπέτασμα καὶ διάφραγμα, τὸ ὁποῖον νὰ διαιρῇ καὶ νὰ χωρίζῃ τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον, ὥστε ἄλλα μὲν ὕδατα ὡς λεπτὰ καὶ ὡς εὑρισκόμενα εἰς κατάστασιν ὑδρατμῶν νὰ τὰ σπρώχνῃ πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ νὰ τὰ ἀποθηκεύῃ εἰς τὰ νέφη· ἄλλα δέ, ὡς εὑρισκόμενα εἰς κατάστασιν ὑγράν, νὰ τὰ ἀφήνῃ κάτω εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς»· καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργoν.
7 Καὶ ὁ Θεὸς διέπλασε καὶ ἐμορφοποίησε τὸ στερέωμα, τὸ ὁποῖον διήρεσε τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον· καὶ ἐχώρισεν ὁ Θεὸς εἰς δύο μέρη τὰ ὕδατα εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ἦσαν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, κάτω ἀπὸ τὸ στερέωμα· καὶ εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ἦσαν μετέωροι ὑδρατμοὶ ὑπὸ μορφὴν νεφῶν, ἐπάνω ἀπὸ τὸ στερέωμα. 8 Καὶ ὠνόμασεν ὁ Θεὸς αὐτό, τὸ ὁποῖον ἐχώρισε τὰ ὕδατα εἰς ἄνω καὶ κάτω, «οὐρανόν»· αὐτός (δὲν εἶναι ὁ οὐρανὸς ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὸν πρῶτον στίχον, ἀλλά) εἶναι ἡ ἀχανὴς ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία ὡς λαμπρὸς καὶ πάγκαλος μανδύας περιβάλλει προστατευτικῶς τὴν γῆν καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι ὁ οὐρανὸς μὲ τὸ ἀπερίγραπτον κάλλος του εἶναι ἔτσι ὅπως τὸν εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του καὶ ὅπως τὸν εἶχε προορίσει. Καὶ ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισε ἡ δευτέρα ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ δευτέρα φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας). 9 Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «να συναχθοῦν τὰ νερά, ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ στερέωμα καὶ καλύπτουν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, εἰς μεγάλην καὶ τελειοτάτην συνάθροισιν καὶ να φανῇ ἡ ξηρά»· καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον. Καὶ ἐσυνάχθησαν τὰ νερά, ποὺ ἐκάλυπταν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, εἰς τὶς συναθροίσεις των, τὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς, καὶ ἐφάνη ἡ ξηρά. 10 Καὶ ὠνόμασεν ὁ Θεὸς τὴν ἐπιφάνειαν, ποὺ δὲν ἐκάλυπταν πλέον τὰ νερά, «γῆν»· καὶ τὰ νερά, ποὺ εἶχαν συναχθῇ καὶ ἐσχημάτισαν τοὺς μεγάλους ὠκεανοὺς καὶ τὶς θάλασσες μὲ τὰ ἰδιαίτερά των σχήματα, ὠνόμασε «θάλασσας. Καὶ ὁ Θεός, ἀτενίζων τὸ ἔργον του μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του, εἶδεν ὅτι εἶναι ὡραῖον, ὅπως τὸ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του, καὶ ὅτι θὰ ἀνταπεκρίνετο εἰς τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον τὸ ἔπλασε· διότι ἡ ὑγρασία τῆς θαλάσσης ἐπιστρέφει εἰς τὸ βάθος τῆς γῆς· διότι ἡ θάλασσα εἶναι δοχεῖον ὅλων τῶν ποταμῶν τῆς γῆς καὶ ὅμως μένει περιωρισμένη εἰς τὰ ὅριά της· διότι αὐτὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῶν ὑδρατμῶν, ποὺ ἀνεβαίνουν ὑψηλὰ διὰ νὰ πέσουν ὡς βροχή, ἡ ὁποία ποτίζει καὶ λιπαίνει τὴν γῆν καὶ διότι ἡ θάλασσα περιβάλλει τὶς νήσους, τὶς στολίζει καὶ τὶς ἀσφαλίζει καὶ ταυτοχρόνως ἑνώνει μεταξύ των τὶς ἠπείρους.
11 Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «να βλαστήσῃ ἡ γῆ χλόην, χορτάρι νὰ φυτρώσουν ποώδεις θάμνοι, καθένας τῶν ὁποίων νὰ παράγῃ σπόρον ἀναλόγως τοῦ εἴδους καὶ τῆς ποικιλίας του, ὥστε νὰ διαιωνίζωνται νὰ φυτρώσουν δένδρα δασικά (ποὺ παράγουν ξυλείαν) καὶ ὀπωροφόρα, οἱ καρποὶ τῶν ὁποίων να περιέχουν τὰ σπέρματά των, τὸ καθένα ἀναλόγως τοῦ ἰδιαιτέρου εἴδους του· ἡ χλόη, οἱ θάμνοι, τὰ δένδρα νὰ καλύψουν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς». Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον. 12 Καὶ ἡ γῆ, ἡ ὁποία μέχρι τότε ἦταν χωρὶς καλλιέργειαν ἢ ἄλλην βοήθειαν, ἀκολουθοῦσα τὸ πρόσταγμα καὶ τοὺς νόμους τοῦ Δημιουργοῦ, ἐβλάστησε χορτάρι, ποώδεις θάμνους, καθένας τῶν ὁποίων παράγει σπόρον ἀναλόγως τοῦ εἴδους καὶ τῆς ποικιλίας του, καὶ δένδρα δασικά (ποὺ παράγουν ξυλείαν) καὶ ὀπωροφόρα, οἱ καρποὶ τῶν ὁποίων περιέχουν τὰ σπέρματά των, τὸ καθένα ἀναλόγως τοῦ ἰδιαιτέρου εἴδους του, ὥστε νὰ συνεχίζουν τὴν ὕπαρξίν των ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς. 13 Καὶ ὁ Θεός, ἀτενίζων τὸ ἔργον του μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του, εἶδεν ὅτι εἶναι καλόν, ἔτσι ὅπως τὸ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του καὶ ὅπως τὸ εἶχε προορίσει· διότι τὸ ἴδιον δημιουργικὸν πρόσταγμα συνεχίζει νὰ παραμένῃ εἰς τὴν γῆν, ὥστε νὰ βλαστάνῃ τὸ χορτάρι, τοὺς θάμνους καὶ τὰ δένδρα τὸ καθένα κατὰ τὸ εἶδος του. Καὶ ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισε ἡ τρίτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ τρίτη φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας).
1 Οράσεις καὶ ἀποκαλύψεις, τὰς ὁποίας εἶδε καὶ αἱ ὁποῖαι ἐγένοντο εἰς τὸν Ἡσαΐαν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀμώς.Εἶδε καὶ ἔλαβεν αὐτὰς διὰ τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν πρωτεύουσαν τῆς Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς βασιλείας τοῦ Ὀζίου καὶ τοῦ Ἰωάθαμ καὶ τοῦ Ἀχὰζ καὶ τοῦ Ἐζεκίου, οἱ ὁποῖοι ἐβασίλευσαν ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας. 2 Ἄκουε σύ, ὦ οὐρανέ, καὶ δέχου εἰς τὰ αὐτιά σου σύ, ὦ γῆ, διότι ὁ Κύριος καὶ ὄχι ἄνθρωπός τις πρόκειται νὰ λαλήσῃ· λέγει λοιπὸν ὁ Κύριος: Υἱοὺς ἐγέννησα καὶ τοὺς ἀνέδειξα ἀνυψώσας τούτους· αὐτοὶ ὅμως μὲ ἠρνήθησαν. 3 Τὸ βόδι γνωρίζει τὸν ἰδιοκτήτην, ποὺ τὸ ὁρίζει, καὶ ὁ ὄνος ξεύρει τὴν φάτνην τοῦ κυρίου του, εἰς τὴν ὁποίαν τρώγει καὶ ἔχει τὴν κατοικίαν του.Ὁ Ἰσραὴλ ὅμως δὲν μὲ ἀναγνωρίζει καὶ ὁ λαός μου δὲν μὲ νοιώθει. 4 Ἀλλοίμονον εἰς σέ, ὦ ἔθνος ἁμαρτωλόν, λαὲ γεμᾶτε ἁμαρτίας, ἀπ’ αὐτῶν τῶν πρώτων στιγμῶν τῆς ζωῆς σας πονηροί, παιδιὰ διεφθαρμένα καὶ ξένα ἐντελῶς πρὸς τὸν Νόμον.Ἐγκατελείψατε τὸν Κύριον καὶ ἐξωργίσατε τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ τὸν ἅγιον. 5 Πρὸς τί νὰ κτυπηθῆτε καὶ νὰ πληγωθῆτε ἀκόμη, ἐφ’ ὅσον ἑξακολουθεῖτε νὰ προσθέτετε περιφρόνησιν παντελῆ τοῦ Νόμου καὶ ἀποστασίαν; Ὁλόκληρος ἡ κεφαλὴ ἐκ τῶν τιμωριῶν μου διατελεῖ ἐν πόνοι καὶ πᾶσα ἡ καρδία εὑρίσκεται ἐν λύπῃ. 6 Ἀπὸ τὰ πόδια μέχρι τῆς κεφαλῆς δὲν ὑπάρχει ἐν τῷ σώματι ἀκεραιότης καὶ ὑγεία, οὔτε ὑπάρχει ἐδῶ μόνον τραῦμα ἀνοικτόν, οὔτε ἐκεῖ μόνον κτύπημα πρησμένον, οὔτε εἰς ἄλλο τι μόνον σημεῖον πληγὴ γεμάτη πύον καὶ αἷμα ἀποσυντεθειμένον ἀλλ’ ὅλον τὸ σῶμα εἶναι μία ὁλόκληρος πληγή· καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τεθῇ ἐπ’ αὐτοῦ κατάπλασμα, οὔτε ἔλαιον, οὔτε ἐπίδεσμοι. 7 Ἡ γῆ σας ἔγινεν ἔρημος, αἱ πόλεις σας ἔχουν κατακαῇ ἀπὸ πυρκαϊές· τὴν καλλιεργημένην χώραν σας καὶ τοὺς καρποὺς μπροστὰ στὰ μάτια σας τὰ κατατρώγουν ξένοι καὶ ἔχει ἐρημωθῇ κατεστραμμένη ἀπὸ ξένους λαούς. 8 Θὰ ἐγκαταλειφθῇ ἡ προσφιλὴς ὡς θυγάτηρ Σιών, ἢ πόλις Ἱερουσαλήμ, ὡσὰν σκηνὴ εἰς ἄμπελον ποὺ δὲν ἔχει καρπούς, καὶ ὡσὰν πρόχειρος ἀποθήκη, διὰ νὰ φυλάττωνται τὰ φρούτα εἰς μποστάνι ξυλαγγουριῶν, ὡσὰν πόλις ποὺ πολιορκεῖται ἀπὸ ἐχθρούς. 9 Καὶ ἐὰν ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων, ὁ Παντοκράτωρ, δὲν μᾶς ἄφηνε μικράν, ἀλλ’ ἐκλεκτὴν μερίδα ἰδικῶν του ἀνθρώπων, θὰ ἐγινόμεθα σὰν τὰ Σόδομα καὶ θὰ ἐξωμοιούμεθα πρὸς τὰ Γόμορρα, ἐξαφανιζόμενοι ὡς ἐκεῖνα ὁλοτελῶς.
10 Ἀκούσατε τὸν λόγον, ὅστις δὲν εἶναι ἰδικός μου, ἀλλ’ εἶναι λόγος τοῦ Κυρίου, σεῖς, ποὺ διὰ τὴν κακίαν σας ἀξίζει νὰ λέγεσθε ἄρχοντες τῶν Σοδόμων προσέχετε εἰς αὐτό, ποὺ θὰ σᾶς εἴπω καὶ τὸ ὁποῖον εἶναι Νόμος Θεοῦ, σεῖς, ποὺ εἶσθε λόγῳ τῆς πονηρίας σας μᾶλλον λαὸς τῆς Γομόρρας. 11 Τί μὲ ἐνδιαφέρει καὶ κατά τι μὲ εὐχαριστεῖ τὸ πλῆθος τῶν θυσιῶν σας; Λέγει ὁ Κύριος.Εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ θυσίας κριαριῶν, ποὺ κατακαίονται ὁλόκληρα, καὶ δὲν θέλω νὰ καίεται ἐπὶ τοῦ Θυσιαστηρίου μου πάχος ἀρνίων καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων. 12 Οὔτε ἂν ἔρχεσθε κατὰ τὰς τρεῖς μεγάλας ἑορτὰς εἰς τὸν Ναόν μου, διὰ νὰ παρουσιασθῆτε εἰς ἐμέ, τὸ θέλω· διότι ποῖος σᾶς ἐζήτησε νὰ ἔρχεσθε μὲ τὰς δεκάτας καὶ τὰς ἄλλας προσφοράς σας; Ποῖος ἐζήτησεν αὐτὰ ἀπὸ τὰ γεμᾶτα αἵματα χέρια σας; Δὲν θὰ ἐξακολουθήσετε νὰ πατάτε εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ναοῦ μου. 13 Ἐὰν φέρετε σιμιγδάλι ὡς θυσίαν, εἶναι τοῦτο μάταιον καὶ ἀνωφελές.Τὸ θυμίαμά σας μου εἶναι ἀηδὲς καὶ σιχαμένον· δὲν ἀνέχομαι τὶς ἐορτὲς τῶν πρωτομηνιῶν σας καὶ τὰ Σάββατα καὶ τὴν μεγάλην ἡμέραν τοῦ Ἐξιλασμοῦ, τὴν ἱερωτάτην αὐτὴν ἑορτήν· τὴν νηστείαν καὶ τὴν ἀργίαν 14 καὶ τὶς πρωτομηνιές σας καὶ τὶς ἐορτές σας μισεῖ ἡ ψυχή μου.Μοῦ ἐγίνατε πρόξενοι ἀηδίας.Δὲν θὰ συγχωρήσω πλέον τὶς ἁμαρτίες σας. 15 Ὅταν ὑψώνετε τὰ χέρια εἰς προσευχήν, θὰ ἀπομακρύνω μὲ ἀποστροφὴν τὰ μάτια μου ἀπὸ σᾶς.Καὶ ἐὰν παρατείνετε τὴν παράκλησίν σας καὶ πληθύνετε αὐτήν, δὲν θὰ σᾶς εἰσακούσω, διότι τὰ χέρια σας εἶναι γεμᾶτα αἷμα ἀδελφικόν. 16 Λουσθῆτε διὰ τοῦ πνευματικοῦ λουτροῦ τῆς μετανοίας, γίνατε καθαροί, ἀφαιρέσατε τὰς πονηρίας ἀπὸ τὰς ψυχάς σας, ὥστε νὰ μὴ φαίνωνται ἀκάθαρτοι αὗται μπροστὰ εἰς τὰ μάτια μου, παύσατε ἀπὸ τὰς πονηρίας σας. 17 Μάθετε καὶ ἀποκτήσατε τὴν ἕξιν νὰ πράττετε τὸ καλὸν καὶ τὴν ἀρετήν, ζητήσατε μὲ ὅλην σας τὴν καρδίαν τὸ δίκαιον, γλυτώσατε αὐτὸν ποὺ ἀδικεῖται ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἀδικοῦντος αὐτόν, ἀποδώσατε τὸ δίκαιον εἰς τὸν ὀρφανὸν καὶ δικαιώσατε τὴν ἀδικουμένην χήραν. 18 Καὶ ἀφοῦ μετανοήσετε, ἐλᾶτε νὰ δικασθῶμεν «νὰ συζητήσωμεν» καὶ νὰ λογαριασθῶμεν, λέγει ὁ Κύριος.Καὶ εἰς περίπτωσιν ἀκόμη, ποὺ αἱ ἁμαρτίαι σας θὰ εἶναι ὡσὰν τὸ ἐλαφρῶς κόκκινον χρῶμα, θὰ τὰς λευκάνω ὡσὰν τὸ χιόνι· καὶ ἐὰν δὲ ἀκόμη εἶναι ὡσὰν τὸ βαθὺ κόκκινον χρῶμα, θὰ τὰς λευκάνω ὡσὰν τὸ ἄσπρο τῶν προβάτων μαλλί.
19 Καὶ ἐὰν θέλετε ἀποφασιστικῶς καὶ μὲ ἀκούσετε μὲ τὴν καρδία σας, θὰ φάγετε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. 20 Ἐὰν ὅμως δὲν θέλετε, οὔτε μὲ εἰσακούσετε, μάχαιρα θὰ σᾶς καταφάγῃ.Θὰ συμβοῦν δὲ ταῦτα ἀσφαλῶς.Διότι τὸ στόμα τοῦ Κυρίου ἐλάλησεν αὐτά. 1 Εἰς τὸ βιβλίον τοῦτο περιέχονται αἱ παροιμίαι καὶ τὰ σοφὰ ἀποφθέγματα τοῦ Σολομῶντος, τοῦ υἱοῦ τὸν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσεν εἰς τὸ Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος. 2 Ἐγράφησαν δὲ αἱ παροιμίαι αὐταί, ὥστε ἐκεῖνος ποὺ τὰς μελετᾷ ἢ τὰς ἀκούει, νὰ ἀποκτήσῃ τὴν πραγματικὴν ἐπιστήμην, δηλαδὴ τὴν ἀληθῆ γνῶσιν, ποὺ ἐμπνέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Σκοπὸς ἑπομένως τῶν παροιμιῶν αὐτῶν εἶναι νὰ γνωρίσῃ καλῶς ὁ ἄνθρωπος τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, τὴν ὠφέλιμον διδασκαλίαν καὶ παιδαγωγίαν διὰ τὴν ψυχήν του καὶ ἔτσι νὰ ἀποκτήσῃ τὴν σύνεσιν καὶ τὴν ἱκανότητα, διὰ νὰ διακρίνῃ τί πρέπει νὰ ἀποφεύγῃ καὶ τί νὰ πράττῃ, ὥστε ἡ ὅλη του συμπεριφορὰ νὰ εἶναι θεάρεστος. 3 Νὰ εἶναι ἀκόμη εἰς θέσιν νὰ δεχθῇ καὶ νὰ ἀποκρούσῃ τὰς προσβολὰς ἀντιθέτων λόγων, ποὺ λέγονται ἢ γράφονται μὲ ρητορικὴν τέχνην καὶ σοφιστείαν, νὰ ἐννοήσῃ δὲ ποία εἶναι ἡ ἀληθὴς δικαιοσύνη, ὥστε νὰ ἐκφέρῃ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις δικαίας καὶ εὐθείας ἐπὶ τῶν ἑκάστοτε παρουσιαζομένων περιστάσεων. 4 Ἐπὶ πλέον τὸ βιβλίον τῶν Παροιμιῶν ἐγράφη διὰ νὰ δώσῃ εἰς τοὺς ἁπλοῦς καὶ ἀπονηρεύτους ἀνθρώπους σύνεσιν καὶ ἐξυπνάδα πρὸς ὠφέλειαν ἑαυτῶν καὶ τοῦ πλησίον, εἰς δὲ τὸν νεαρὸν κατὰ τὴν ἡλικίαν καὶ στερούμενον πείρας συνείδησιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ καὶ ὡριμότητα σκέψεως πρὸς ὀρθὴν τῶν πραγμάτων ἀντίληψιν. 5 Καίτοι δὲ τὸ βιβλίον αὐτὸ ἀπευθύνεται κυρίως πρὸς τὴν ἀνώριμον καὶ ἄπειρον νεότητα, ἐν τούτοις ἔχει νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ τὴν μελέτην του καὶ αὐτὸς ὁ σοφός· πράγματι, ὅταν ὁ σοφὸς ἀκούσῃ τὰ ὅσα γράφονται εἰς αὐτό, θὰ γίνῃ περισσότερον σοφὸς καὶ γνωστικός, ὁ δὲ συνετὸς καὶ φρόνιμος θὰ ἀποκτήσῃ τὴν ἱκανότητα νὰ κυβερνᾷ καὶ νὰ κατευθύνῃ θεαρέστως τὴν ζωήν του 6 Τόσον πολὺ δὲ θὰ ἐξασκηθῇ καὶ θὰ ἀναπτυχθῇ ἡ διάνοιά του, ὥστε θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐννοῇ κάθε παραβολήν, δυσνόητον καὶ ἀλληγορικὸν λόγον, καθὼς ἐπίσης τὰ ἀποφθέγματα καὶ τὰ γνωμικὰ τῶν σοφῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τὰ αἰνίγματα, εἰς τὰ ὁποῖα κρύπτεται κάποια βαθύτερη ἀλήθεια.
7 Ἀρχή, ρίζα καὶ θεμέλιον τῆς ἀληθινῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ· ἡ σύνεσις δὲ τότε εἶναι ἀγαθὴ καὶ ἀποδίδει τοὺς καρπούς της, ὅταν ἐφαρμόζεται καὶ ἐπιτελῆται δι’ ἔργων. Ἡ εὐσέβεια δέ, δηλαδὴ ὁ πρὸς τὸν Θεὸν σεβασμὸς καὶ ἡ πρὸς αὐτὸν εὐλάβεια, εἶναι ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς γνώσεως· οἱ ἀσεβεῖς ὅμως θὰ περιφρονήσουν τὴν θείαν παιδαγωγίαν. 8 Ἄκουε πάντοτε, παιδί μου, προσεκτικὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ πατέρα σου καὶ νὰ εἶσαι ὑπάκουος εἰς τὴν παιδαγωγίαν του, καὶ νὰ μὴ διώχνῃς μακριὰ ἀπὸ σένα τὰς συμβουλὰς καὶ ὁδηγίας τῆς μητέρας σου, τὰς ὁποίας ὡς θεσμοὺς καὶ νόμους ἱεροὺς νὰ μνημονεύῃς καθ’ ὅλην τὴν ζωήν σου· 9 διότι ἔτσι θὰ τιμηθῇς καὶ θὰ δεχθῇς εἰς τὴν κεφαλήν σου στέφανον ἀπὸ χάριτας ἀρετῶν καὶ γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν σου θὰ στολισθῇς μὲ χρυσοῦν περιδέραιον, ἀσυγκρίτως πολυτιμότερον ἀπὸ κάθε ἄλλο μέταλλον. 10 Παιδί μου, πρόσεχε μὴ σὲ ἀποπλανήσουν ἄνθρωποι ἀσεβεῖς, οὔτε να συγκατατεθῇς θεληματικῶς εἰς ὅσα σοῦ προτείνουν. 11 Ἐὰν σὲ προσκαλέσουν μὲ τρόπον φιλικὸν καὶ σοῦ εἴπουν· ἔλα μαζί μας, λάβε μέρος εἰς τὰ αἵματα, ποὺ θὰ χύσωμεν, ἂς κρύψωμεν δὲ καὶ ἂς θάψωμεν εἰς τὴν γῆν ὅλως ἀδίκως τὸν δίκαιον ἄνθρωπον, ἔστω καὶ ἂν δὲν μᾶς ἔκαμε ποτὲ κακὸν ἢ ἀδικίαν, 12 ἂς τὸν καταπίωμεν δὲ ζωντανόν, ὅπως ὁ ἀχόρταστος Ἅδης, καὶ ἂς ἐξαλείψωμεν τὴν μνήμην του ἀπὸ τὴν γῆν, ὥστε νὰ μὴ τὸν ἐνθυμῆται πλέον κανείς· 13 ἂς καταλάβωμεν καὶ ἂς κάμωμεν ἰδιοκτησίαν μας τὴν μεγάλην καὶ πολύτιμον περιουσίαν του, ἂς γεμίσωμεν δὲ τὰ σπίτια μας ἀπὸ λάφυρα, τὰ ὁποῖα θὰ ἀρπάσωμεν χύνοντες αἵματα ἀθώων καὶ πατοῦντες ἐπὶ πτωμάτων·
14 βάλε καὶ σὺ τὸ μερίδιον τῆς πατρικῆς σου κληρονομίας μὲ τὰ ἰδικά μας, καὶ ταύτισε τὴν τύχην σου μὲ τὴν ἰδικήν μας τύχην καὶ ἂς ἔχωμεν ὅλοι κοινὸν βαλάντιον καὶ ὅλοι μας κοινὸν ταμεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον ἂς μαζεύσωμεν ὅσα λάφυρα καὶ χρήματα θὰ συνάξωμεν οὕτω πῶς. 15 Παιδί μου, μὴ ὑπάγῃς μαζί των εἰς τὸν δρόμον ποὺ βαδίζουν, ἀπομάκρυνε δὲ τὰ βήματά σου ἀπὸ τοὺς δρόμους των 16 διότι τὰ πόδια των τρέχουν γρήγορα εἰς τὸ κακὸν καὶ εἰς τὸ ἔγκλημα καὶ εἶναι ἕτοιμα εἰς τὸ νὰ σπεύσουν καὶ νὰ χύσουν ἀμέσως αἷμα. 17 Ἀλλ’ ὅπως δὲν στήνονται ἀσκόπως καὶ χωρὶς ἀποτέλεσμα παγίδες καὶ δίκτυα διὰ τὰ πουλιά, ἔτσι καὶ αὐτοὶ δὲν θὰ μείνουν ἀτιμώρητοι· θὰ τιμωρηθοῦν εἴτε ἀπὸ ἀνθρώπους εἴτε ἀπὸ τὸν Θεόν. 18 Διότι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν εἰς φόνον, θησαυρίζουν εἰς τοὺς ἑαυτούς των κακὰ πολλά, ἡ δὲ καταστροφὴ τῶν παρανόμων ἀνθρώπων θὰ εἶναι κακή. 19 Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ζοῦν καὶ τέτοιο θὰ εἶναι τὸ κατάντημα ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι πράττουν ἔργα παράνομα· διότι ἐξ αἰτίας τῆς κακίας καὶ ἀσεβείας των καταστρέφουν καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὴν ψυχήν των. 20 Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὅσους μὲ τὴν πεῖραν των τὴν ἐγνώρισαν, ἐξυμνεῖται δημοσίᾳ εἰς τοὺς δρόμους, ἡ δὲ θεία διδασκαλία της διακηρύττεται μὲ παρρησίαν εἰς τὰς πλατείας.