Ο άγιος Σπυρίδωνας γεννήθηκε το 270 μ.Χ. και έζησε επί βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου (306 – 337) και του υιού του Κωνστάντιου (337 – 361) στην Τριμυθούντα της Κύπρου, κατ’ άλλους στη γειτονική κωμόπολη Άσσια, όπως αναφέρει ο Άγιος Τριφύλλιος, πρώτος Επίσκοπος της Λευκωσίας και μαθητής του Αγίου Σπυρίδωνος. Καταγόταν από πτωχή οικογένεια αγροτών και οι γονείς του διακρίνονταν για την ευσέβειά τους και τον ενάρετο και λιτό βίο τους. Η γιαγιά του Λωΐδα και η μητέρα του Ευνίκη ανέθρεψαν το τέκνο τους «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου».
Ο Άγιος δεν σπούδασε σε ανώτερες Σχολές, αλλά μελετούσε καθημερινά την Αγία Γραφή, αφού την έπαιρνε στο σακίδιο που έφεραν μαζί τους οι βοσκοί της περιοχής. Πολλές φορές καλούσε κοντά του και τους άλλους βοσκούς και τους δίδασκε τον νόμο του Θεού, διάγοντας λιτό και ενάρετο βίο. Είχε φτάσει σε τέτοιο βαθμό αρετής και ηθικής τελειώσεως, που κατά την εποχή των απηνών διωγμών που εξαπέλυσε κατά των χριστιανών ο Μαξιμίνος (308–313) ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό, διο και συνελήφθη και υπέστη σκληρά βασανιστήρια από τα οποία εξαρθρώθηκε το πόδι του και υπέστη σοβαρή βλάβη ο οφθαλμός του.
Μετά την απελευθέρωσή του, πιθανόν μετά την έκδοση του Διατάγματος των Μεδιολάνων, παρέμεινε η φλόγα της μαρτυρίας του Χριστού, ακόμη και όταν, κατόπιν προτροπής των γονέων του, δημιούργησε οικογένεια, έχασε όμως πολύ νωρίς τη σύζυγό του, μένοντας μόνος με την μικρή του κόρη Ειρήνη. Βρήκε παρηγοριά στους λόγους του Κυρίου και χάρις στην ευσέβεια και την αρετή του έγινε σεβαστός και αγαπητός σε όλη την περιοχή. Σ’ αυτόν έβρισκαν καταφυγή και παρηγοριά όλοι οι δυστυχισμένοι και τα ορφανά των γύρω χωριών.
Έτσι, όταν πέθανε ο ιερέας του χωριού, όλοι οι πιστοί τον έπεισαν να χειροτονηθεί ποιμένας τους. Ήταν δε τέτοιο τo έργο του που σύντομα κλήρος και λαός τον ανέδειξαν πρώτο Επίσκοπό της Τριμυθούντος. Ως Επίσκοπος πλέον ο απλοϊκός βοσκός κατέστη πρότυπο Ιεράρχη δια της πραότητας και της ταπεινότητας που τον διέκρινε.
Συνέχισε ακούραστα το φιλανθρωπικό του έργο και ο Θεός τον αξίωσε να τελεί πολλά θαύματα, γι’ αυτό και η Εκκλησία του απέδωσε το προσωνύμιο «Θαυματουργός».
Έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο που συνεκάλεσε ο Μ. Κωνσταντίνος το 325 μ.Χ., συμπαρατασσόμενος με την παράταξη των Ορθοδόξων, μαζί με τους Αγίους Νικόλαο και Αλέξανδρο, τον Αντιοχείας Ευστάθιο, τον Παφνούτιο από την Θηβαΐδα, τον Μ. Αθανάσιο και πολλούς άλλους. Όταν μάλιστα η αντίπαλη παράταξη των Αρειανών φάνηκε να κυριαρχεί, τότε πήρε τον λόγο ο Άγιος Σπυρίδων και αφού έκανε μία σύντομη ομολογία πίστεως, προκειμένου να δείξει με ποιόν τρόπο ο Θεός είναι ένας, αλλά συγχρόνως τρία Πρόσωπα, τρεις Υποστάσεις έβγαλε από τσέπη του ένα κεραμίδι και αφού έκανε τον σταυρό του αναφώνησε:
«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός». Και έσφιξε το κεραμίδι και αναπήδησε από αυτό η φλόγα στην οποία είχε ψηθεί. Συνέχισε λέγοντας «Καὶ τοῦ Υἱοῦ»,. Τότε έτρεξε από το κεραμίδι το νερό με το οποίο είχε πλασθεί. «Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», και τότε έμεινε στο χέρι του το χώμα από το οποίο είχε πλασθεί. Και συμπλήρωσε στους έκθαμβους Πατέρες της Συνόδου:
«Όπως το κεραμίδι είναι ένα πράγμα μιας ουσίας και μιας φύσεως, αλλά είναι τρισύνθετο, από φωτιά, νερό, χώμα, έτσι και ο Άγιος Θεός…είναι ένας κατά την ουσία και τη φύση του, αλλά Τριαδικός ως προς τα πρόσωπα: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα». Τα λόγια του Αγίου κατέπληξαν τους παριστάμενους και η αίθουσα αντήχησε από τις δοξολογίες προς τον Θεό και τις επευφημίες των Πατέρων, συντρίβοντας τους Αρειανόφρονες Επισκόπους.
Εκοιμήθη ειρηνικά το 348 μ. Χ. στην επισκοπή του στην Τριμιθούντα, οι δε πιστοί της πόλεως τοποθέτησαν τα λείψανα του Αγίου σε λάρνακα που έστησαν δίπλα από τον νάρθηκα του ναού. Κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών η λάρνακα μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανὸ Β’ στην Κωνσταντινούπολη.
Προ της αλώσεως της Πόλεως από τους Τούρκους, ένας ιερέας ονόματι Γρηγόριος Πολύευκτος μετέφερε τα λείψανα στην Παραμυθία της Ηπείρου και ακολούθως στην Κέρκυρα περί το 1460.
Από το ιερό λείψανο λείπει το δεξί χέρι, το οποίο βρισκόταν στη Ρώμη σε ναό του τάγματος των Ορατοριανών μέχρι τον Νοέμβριο του 1984, όταν παραμονές της εορτής του Αγίου, κατόπιν ενεργειών του τότε Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών Τιμοθέου, η Εκκλησία της Ρώμης επέστρεψε στην Εκκλησία της Κερκύρας το ιερό οστούν του δεξιού χεριού του Αγίου. Λιτανεύσεις του λειψάνου γίνονται το Μ. Σάββατο σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από τη σιτοδεία, την Κυριακή των Βαΐων σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από την πανώλη, την 11η Αυγούστου για τη σωτηρία της νήσου από την τουρκική εκστρατεία και την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου εις ανάμνηση της δεύτερης θαυμαστής απαλλαγής της νήσου από την πανώλη.
Αποστολική Διακονία