Δεκατρία χρόνια αργότερα ο Θεός παρουσιάστηκε πάλι στον Αβραάμ, κοντά στη Δρυ Μαμβρή, για να επαναλάβει την υπόσχεσή του ότι η Σάρρα θα γεννούσε γιο.
Αργότερα ο Κύριος παρουσιάστηκε και πάλι στον Αβραάμ, ενώ αυτός καθόταν στο άνοιγμα της σκηνής του κατά το μεσημέρι. Ο Αβραάμ είδε τρεις άνδρες να στέκονται απέναντι του. Αμέσως έτρεξε να τους προϋπαντήσει και τους προσκύνησε ως τη γη. Ο Αβραάμ είπε: «Κύριε μου, αν έχω την εύνοια σου, μην προσπεράσεις το δούλο σου. Ας φέρουν λίγο νερό να πλύνετε τα πόδια σας, και μετά μπορείτε ν’ αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο. Θα φέρω και λίγο ψωμί να πάρετε δύναμη, και μετά μπορείτε να πηγαίνετε». Εκείνοι απάντησαν: «Κάνε όπως είπες». Τότε ο Αβραάμ έτρεξε στη σκηνή και είπε στη Σάρρα: «Πάρε γρήγορα αλεύρι εκλεκτό, ζύμωσε το και κάνε πίτες». Μετά πήρε ένα μοσχάρι τρυφερό και καλό, το έδωσε στον υπηρέτη, κι εκείνος το ετοίμασε στα γρήγορα. Πήρε ακόμα βούτυρο, γάλα και το μοσχάρι που είχε ετοιμάσει και τα έβαλε μπροστά στους άνδρες. Αυτός στεκόταν απέναντι τους κάτω από τα δέντρα ενώ εκείνοι έτρωγαν.
Τότε ρώτησαν τον Αβραάμ: «Πού είναι η Σάρρα η γυναίκα σου;» Αυτός απάντησε: «Εκεί, στη σκηνή». Και ο Κύριος είπε: «Του χρόνου τέτοια εποχή θα ξανάρθω και η γυναίκα σου η Σάρρα θα έχει γιο». Η Σάρρα τα άκουγε όλα αυτά, γιατί στεκόταν από πίσω του, στο άνοιγμα της σκηνής. Ο Αβραάμ και η Σάρρα ήταν γέροντες προχωρημένης ηλικίας, και γι’ αυτό η Σάρρα γέλασε κρυφά καθώς σκεφτόταν: «Αφού γέρασα, είναι δυνατό να κάνω παιδί; Και ο άντρας μου είναι κι αυτός γέροντας».
Αλλά ο Κύριος είπε στον Αβραάμ: «Γιατί γέλασε η Σάρρα; Γιατί αμφιβάλλει ότι θ’ αποκτήσει γιο τώρα που γέρασε; Τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Κύριο! Όταν την ίδια εποχή ύστερα από ένα χρόνο θα ξανάρθω σπίτι σου, η Σάρρα θα έχει γιο» (Γένεση 17,15-27 και 18,1-15). Όταν ο Θεός φανέρωσε στον Αβραάμ την επερχόμενη καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων, ο Αβραάμ παρακάλεσε να μην το πράξει (Γένεση 18,16-33). Μετά εγκαταστάθηκε στα Γέραρα όπου και πάλι παρουσίασε τη Σάρρα ως αδερφή του (Γένεση 20,2,12).
Από ‘κει οι άντρες έφυγαν και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Ο Αβραάμ βάδιζε μαζί τους για να τους κατευοδώσει. Τότε ο Κύριος είπε: «Η κακή φήμη των Σοδόμων και των Γομόρρων διαδόθηκε πολύ και η αμαρτία τους είναι πολύ βαριά. Θα κατεβώ, λοιπόν, να εξακριβώσω αν αληθεύουν όλες αυτές οι διαδόσεις που έφτασαν ως εμένα». Οι δύο από τους άνδρες έφυγαν από ‘κει και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Αλλά ο Κύριος παρέμεινε ακόμη μαζί με τον Αβραάμ.
Πλησίασε τότε ο Αβραάμ και του είπε: «θα καταστρέψεις τους δικαίους μαζί με τους αμαρτωλούς; Ίσως υπάρχουν κάποιοι δίκαιοι στην πόλη. θα τους καταστρέψεις κι αυτούς; Δε θα συγχωρήσεις την περιοχή για χάρη των λίγων δικαίων που βρίσκονται σ’ αυτήν; Δε γίνεται να θανατώσεις δικαίους κι αμαρτωλούς μαζί, σαν να ήταν όλοι το ίδιο. Δεν είναι δυνατό! Ο κριτής όλης της γης δεν πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη;»
Ο Κύριος του απάντησε: «Αν βρω στην πόλη των Σοδόμων έστω και δέκα δικαίους, δε θα καταστρέψω την πόλη και την περιοχή για χάρη των δέκα» (Γένεση 18,16-33).
Οι δυο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα το βράδυ. Ο Λώτ τους φιλοξένησε και τους περιποιήθηκε. Πριν όμως κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι, οι οποίοι φώναζαν στο Λωτ και ήθελαν να κακοποιήσουν τους δύο ξένους.
Τότε οι δύο άγγελοι τύφλωσαν όλους όσους ήταν έξω από το σπίτι και είπαν στο Λωτ να πάρει την οικογένειά του και να φύγει από την πόλη γιατί όλη η περιοχή θα καταστραφεί. Να φύγει και να μην κοιτάξει πίσω του ότι και να γίνει. Όταν ο Λωτ απομακρύνθηκε τότε ο Κύριος άφησε από τον ουρανό να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και στα Γόμορρα. Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστηση της καταστράφηκαν. Η γυναίκα όμως του Λωτ παρέβη την προειδοποίησή του αγγέλου και κοίταξε πίσω για να δει τι συνέβαινε και αμέσως έγινε στήλη άλατος (Γένεση 19,1-29).
Ο Αβραάμ αναχώρησε από ‘κει για τα νότια της Χαναάν και εγκαταστάθηκε στα Γέραρα. Εκεί, όπως και στην Αίγυπτο, επειδή φοβόταν μήπως κακοποιηθούν από τους κατοίκους, παρουσίασε τη Σάρρα για αδερφή του.
Έτσι, ο Φιλισταίος βασιλιάς των Γεράρων Αβιμέλεχ έστειλε και πήρε τη Σάρρα στο παλάτι του. Τη νύχτα όμως παρουσιάστηκε ο Θεός στο όνειρο του και του πρόσταξε επειδή ήταν δίκαιος να μην αμαρτήσει παίρνοντας τη γυναίκα που ανήκει σε άλλο, και πολύ περισσότερο σ’ ένα δίκαιο όπως ο Αβραάμ. Και εξαιτίας του περιστατικού έκανε ο Κύριος, ώστε καμιά γυναίκα στο παλάτι να μην μπορεί να γεννήσει.
Τότε ο Αβιμέλεχ πήρε χίλια δίδραχμα, πρόβατα και βόδια, δούλους και δούλες και τα έδωσε ως δώρα στον Αβραάμ. Μαζί του έδωσε πίσω και τη Σάρρα τη γυναίκα του και του πρόσταξε να μείνει όπου του αρέσει. Τότε ο Αβραάμ προσευχήθηκε στον Κύριο για τον Αβιμέλεχ και ο Θεός τον απάλλαξε και έτσι μπορούσαν η γυναίκα του και οι δούλες του να γεννούν και πάλι (Γένεση κεφ. 20).
Αργότερα ο Αβραάμ και ο Αβιμέλεχ έκαναν συμφωνία ειρήνης και ανανέωσαν τη φιλία τους. Κατά τη συμφωνία ο Αβραάμ παραπονέθηκε στον Αβιμέλεχ για τα πηγάδια που άνοιξε ο Αβραάμ και οι δούλοι του Αβιμέλεχ τα είχαν πάρει με τη βία. Ο Αβιμέλεχ δεν γνώριζε το περιστατικό και διέταξε να αποδοθούν στον Αβραάμ τα πηγάδια. Τότε ο Αβραάμ πήρε πρόβατα και μοσχάρια και τα έδωσε ως δώρα στον Αβιμέλεχ. Ο Αβραάμ ξεχώρισε εφτά αρνιά και τα έδωσε στον Αβιμέλεχ, ως απόδειξη ότι αυτός άνοιξε το πηγάδι που ονομάστηκε Πηγάδι του όρκου. Ο Αβιμέλεχ επέστρεψε στο παλάτι του και ο Αβραάμ φύτεψε ένα κυπαρίσσι εκεί στο πηγάδι και προσευχήθηκε στον Κύριο. Και έμεινε ο Αβραάμ στη χώρα των Φιλισταίων για πολύ καιρό (Γένεση 21,22-34).
Ο Κύριος φρόντισε για τη Σάρρα, όπως είχε υποσχεθεί. Έτσι η Σάρρα έμεινε έγκυος και γέννησε ένα γιο στον Αβραάμ, στα γηρατειά του, στο χρόνο που του είχε ορίσει ο Κύριος. Ο Αβραάμ ονόμασε το γιο που του γέννησε η Σάρρα, Ισαάκ. Ο Αβραάμ ήταν εκατό ετών όταν γεννήθηκε ο Ισαάκ (Γένεση 21,1-8).
Μια μέρα η Σάρρα είπε στον Αβραάμ να διώξει την Άγαρ και το παιδί της, έτσι ώστε ο Ισμαήλ να μην έχει δικαιώματα κληρονομιάς με τον Ισαάκ. Τα λόγια αυτά δεν άρεσαν καθόλου στον Αβραάμ, αλλά με παρότρυνση του Κυρίου ότι θα φροντίσει ο ίδιος για την Άγαρ, ο Αβραάμ την έδιωξε μαζί με το παιδί.
Πράγματι ο Κύριος φρόντισε την Άγαρ όσο ήταν στην έρημο και όταν το παιδί μεγάλωσε εγκαταστάθηκε στην έρημο Φαράν και έγινε τοξότης. Κατόπιν η μάνα του του διάλεξε γυναίκα από την Αίγυπτο (Γένεση 21,9-21). Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, ο Κύριος θέλησε να δοκιμάσει τον Αβραάμ και του είπε: «Αβραάμ! Πάρε το γιο σου το μονογενή, που τον αγαπάς, τον Ισαάκ, και πήγαινε να τον θυσιάσεις στη γη Μοριά, σ’ ένα από τα βουνά που εγώ θα σου δείξω».
Ο Αβραάμ ανταποκρίθηκε στην εντολή του Κυρίου. Σηκώθηκε νωρίς το πρωί, πήρε μαζί του δύο από τους δούλους του και το γιο του τον Ισαάκ. Έσχισε τα ξύλα για τη θυσία και ξεκίνησε για τον τόπο που του είπε ο Θεός. Την τρίτη μέρα κοίταξε και είδε τον τόπο από μακριά. Τότε είπε στους δούλους του: «Καθίστε εσείς εδώ με το γαϊδουράκι, κι εγώ με το παιδί θα πάμε ως εκεί να προσκυνήσουμε κι έπειτα θα γυρίσουμε».
Πήρε ο Αβραάμ τα ξύλα της θυσίας και τα φόρτωσε πάνω στον Ισαάκ το γιο του, πήρε στο χέρι του τη φωτιά και το μαχαίρι, και προχώρησαν. Κάποια στιγμή ο Ισαάκ είπε στον πατέρα του: «Πατέρα μου, έχουμε τη φωτιά και τα ξύλα, αλλά πού είναι το αρνί για τη θυσία;». Ο Αβραάμ αποκρίθηκε: «Ο Θεός θα φροντίσει για το αρνί της θυσίας, παιδί μου». Και συνέχισαν το δρόμο τους.
Όταν έφτασαν στον τόπο που τους είχε πει ο Θεός, ο Αβραάμ έχτισε εκεί το θυσιαστήριο, ετοίμασε τα ξύλα, έδεσε το γιο του τον Ισαάκ και τον έβαλε στο θυσιαστήριο πάνω από τα ξύλα. Ύστερα άπλωσε το χέρι του και πήρε το μαχαίρι για να σφάξει το παιδί του. Αλλά ο άγγελος του Κυρίου του φώναξε από τον ουρανό και του είπε: «Αβραάμ, Αβραάμ! Μην απλώσεις χέρι στο παιδί και μην του κάνεις τίποτε, γιατί τώρα ξέρω ότι φοβάσαι το Θεό και δε μου αρνήθηκες το μοναχογιό σου».
Ο Αβραάμ κοίταξε τριγύρω και είδε ένα κριάρι πιασμένο από τα κέρατα σ’ ένα θάμνο. Έτρεξε, το πήρε και το θυσίασε αντί για το γιο του.
Ο άγγελος του Κυρίου φώναξε για δεύτερη φορά στον Αβραάμ από τον ουρανό και του είπε: «Εγώ ο Κύριος ορκίζομαι στον εαυτό μου, ότι επειδή έκανες την πράξη αυτή και δε μου αρνήθηκες το μοναχογιό σου, θα σε ευλογήσω με το παραπάνω και θα σου δώσω αναρίθμητους απογόνους σαν τ’ αστέρια του ουρανού και σαν την άμμο που είναι στις ακτές της θάλασσας. Ο απόγονος σου θα κατακτήσει τις πόλεις των εχθρών του. Με τον απόγονο σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης, επειδή υπάκουσες στην εντολή μου».
Μετά ο Αβραάμ γύρισε στους δούλους του και ξεκίνησαν όλοι μαζί για το Πηγάδι του όρκου, και εγκαταστάθηκε εκεί (Γένεση κεφ. 22).
Ο Αβραάμ επειδή δέχτηκε πρόθυμα να υπακούσει στο θέλημα του Θεού γι’ αυτό και ονομάστηκε «πατήρ της πίστης» (Ρωμαίους 4,11). Μετά από 12 χρόνια η Σάρρα πέθανε σε ηλικία 127 ετών στη Χεβρών (Αρβόκ ή Κιριάθ-Αρβά), στη Χαναάν. Ο Αβραάμ τη θρήνησε και την πένθησε εκεί. Ύστερα πήγε και μίλησε στους Χετταίους κατοίκους της Χεβρών και τους ζήτησε να του δώσουν έναν ιδιόκτητο τάφο για να θάψει τη γυναίκα του. Οι κάτοικοι της πόλης, επειδή τον θεωρούσαν άνθρωπο ευνοημένο του Θεού, του είπαν να κάνει ότι είναι απαραίτητο.
Ο Αβραάμ προσκύνησε τους Χετταίους κατοίκους της πόλης και τους ζήτησε να παρακαλέσουν τον Εφρών, γιο του Σαάρ, να του πουλήσει το σπήλαιο Μαχπελά, που ανήκει σ’ αυτόν και βρίσκεται στην άκρη του αγρού του, για ιδιόκτητο τάφο.
Ο Εφρών αποκρίθηκε στον Αβραάμ για να τον ακούσουν όλοι ως μάρτυρες, ότι του χαρίζει τον αγρό και το σπήλαιο που βρίσκεται σ’ αυτόν. Τότε ο Αβραάμ προσκύνησε πάλι τους Χετταίους και είπε στον Εφρών για να τον ακούσουν όλοι, ότι θέλει ν’ αγοράσει τον αγρό. Ο Εφρών είπε στον Αβραάμ ότι η γη αξίζει 400 ασημένιους σίκλους.
Τότε ο Αβραάμ συμφώνησε με τον Εφρών και του ζύγισε την ποσότητα του ασημιού που είχε αυτός ορίσει παρουσία των Χετταίων. Έτσι, ο αγρός του Εφρών στη Μαχπελά, απέναντι από τη Μαμβρή, μαζί με το σπήλαιο και όλα τα δέντρα που ήταν μέσα σ’ αυτόν σε όλη του την έκταση, περιήλθαν στην ιδιοκτησία του Αβραάμ ως ιδιόκτητος τάφος. Το δικαίωμα του αυτό αναγνωρίστηκε από όλους τους Χετταίους που ήταν εκεί παρόντες στην πύλη της πόλης. Έπειτα απ’ αυτά, ο Αβραάμ έθαψε τη γυναίκα του τη Σάρρα στο σπήλαιο του αγρού της Μαχπελά (Γένεση κεφ. 23).