Ορθόδοξος Συναξαριστής 13 Δεκεμβρίου, των Αγίων Μαρτύρων Ευστρατίου, Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδαρίου και Ορέστου, της Αγίας Μάρτυρος Λουκίας της Παρθένου
Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης μαρτύρησαν κατά το σκληρό διωγμό των χριστιανών επί Διοκλητιανού.
Ο Ευστράτιος, που ήταν ανώτερος αξιωματικός, συνελήφθη από το Δούκα Λυσία. Αυτός, αφού τον βασάνισε με τον πιο φρικτό τρόπο, έπειτα τον έστειλε στον έπαρχο Αγρικόλα. Φημισμένος αυτός για την ωμότητα του απέναντι στους χριστιανούς, έβαλε τον Ευστράτιο να βαδίσει με σιδερένια παπούτσια, που είχαν μέσα μυτερά καρφιά. Κατόπιν τον αποτελείωσε, αφού τον έριξε μέσα στη φωτιά.
Τον Αυξέντιο, που ήταν Ιερέας και συμπολίτης του Ευστρατίου, ο ηγεμόνας τον πίεσε να αλλαξοπιστήσει με πολλές δελεαστικές υποσχέσεις. Αλλά ο άξιος λειτουργός του Χριστού απάντησε: «Δεν είναι ανάγκη να λέω πολλά λόγια Λυσία. Στη ζωή αυτή είμαι του Χριστού και θα είμαι δικός Του μέχρι θανάτου. Και αν αναρίθμητους δαρμούς και πληγές μου δώσεις, και αν με φωτιά και σίδερο με λιώσεις, ο Χριστός μου είναι παντοδύναμος και ο Σταυρός Του ακαταμάχητος. Αυτός καθ’ εαυτόν ο Αυξέντιος είναι αδύνατος. Αλλά του χριστιανού Αυξεντίου το φρόνημα δε θα κάμψεις ποτέ». Εξαγριωμένος ο ηγεμόνας από την απάντηση, αμέσως τον αποκεφάλισε.
Το Μαρδάριο, αφού τρύπησαν τους αστραγάλους του τον κρέμασαν με το κεφάλι προς τα κάτω και τον έκαψαν.
Ο αξιωματικός Ευγένιος, αφού του έκοψαν τη γλώσσα και τα χέρια και του έσπασαν τα πόδια, εξέπνευσε.
Τον δε στρατιώτη Ορέστη τον θανάτωσαν, αφού τον ξάπλωσαν σε πυρακτωμένο κρεβάτι.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἡ πενταυγὴς τῶν ἀθλοφόρων χορεία, τῇ τῶν ἀγώνων νοητῇ δαδουχίᾳ, τὴν οἰκουμένην ἅπασαν αὐγάζει νοητῶς· ὁ σοφὸς Εὐστράτιος, σὺν Αὐξεντίῳ τῷ θείῳ, Ὀρέστης καὶ Μαρδάριος καὶ Εὐγένιος ἅμα, οὗς εὐφημοῦντες εἴπωμεν πιστοί· χαίροις μαρτύρων πεντάριθμε σύλλογε.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Φωστὴρ ἐφάνης λαμπρότατος Χριστοκήρυξ, τοῖς ἐν σκότει τῆς ἀγνωσίας καθημένοις· πίστιν ὡς δόρυ δὲ περιθέμενος, τῶν δυσμενῶν τὰ θράση, οὐκ ἐπτοήθης Εὐστράτιε, Ῥητόρων ὑπάρχων εὐγλωττότερος.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Της Τριάδος τῇ πίστει ὀχυρωθείς, ἀληθείας σφενδόνῃ καθοπλισθείς, τῆς πλάνης κατέβαλες, τὸ ἀλλόφυλον θράσος, καὶ τοῦ ἐχθροῦ ἁρπάσας, τῶν λόγων τὴν μάχαιραν, ἐν αὐτῇ ἀπέτεμες, τοῦ ψεύδους τὴν ἔνστασιν· ὅθεν τοῖς τροπαίοις, θριαμβεύων τῆς νίκης, τῷ σώματι τέθνηκας, τῷ δὲ πνεύματι ἔζησας, Ἀθλοφόρε Εὐστράτιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἄγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὸ ζοφερὸν Χριστὲ τῆς ψυχῆς μου διασκέδασον, ὅπως ἀνυμνήσω λαμπρῶς χορὸν Μαρτύρων πεντάριθμον, Αὐξέντιον, τὸν ἐν αὐξήσει θεϊκῆς πολιτείας ἀνατραφέντα, καὶ τὸν σοφὸν καὶ γενναῖον ἐν τοῖς ἄθλοις Εὐγένιον, σὺν τούτοις καὶ τὸν Ὀρέστην, τὸν τοῖς θείοις διαιτώμενον ὄρεσι, Μαρδάριον τὸν ἁπλούστατον, οὗ ὑπῆρξεν Εὐστράτιος καθηγητής, Ῥητόρων ὑπάρχων εὐγλωττότερος.
Η Αγία Λουκία έζησε γύρω στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από τις Συρακούσες της Σικελίας.
Μοναχοκόρη, είχε ορφανέψει μικρή από τον πατέρα της και έμεινε μόνη με τη μητέρα της, η οποία ήταν βαριά άρρωστη με μία ανίατη ασθένεια. Έχοντας απελπιστεί από την βοήθεια των γιατρών, ευελπιστούσαν μόνο στη Θεία Χάρη για την ίαση της ασθένειάς της. Γι’ αυτό μετέβηκαν στην Κατάνη, όπου βρίσκονταν το λείψανο της Αγίας Αγαθής (βλέπε 5 Φεβρουαρίου).
Το βράδυ που έπεσε να κοιμηθεί η Λουκία, αφού είχε προσευχηθεί θερμά για την υγεία της μητέρας της, είδε την Αγία Αγαθή σε όραμα. Η Αγία της είπε ότι η μητέρα της θα γιατρευτεί, αλλά η ίδια θα στεφθεί το στέφανο του μαρτυρίου. Η Λουκία περιχαρής, ξύπνησε το πρωί για την ανάρρωση της μητέρας της, αλλά και για το μαρτυρικό στέφανο που την περίμενε.
Όταν γύρισαν στις Συρακούσες την κατήγγειλαν στον αυτοκράτορα Δέκιο, λόγω του φιλανθρωπικού και χριστιανικού της έργου. Επειδή δε δεν απαρνήθηκε την πίστη της στον Κύριο, διατάχθηκε ο θάνατός της. Η αγία Λουκία παρέδωσε το πνεύμα της κάτω από το ξίφος του δημίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Παρθενίας φοροῦσα χλαῖναν ὑπέρλαμπρον, παρθενικῶς ἐμνηστεύθης τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ, καὶ ἀγάπην γεηροὺ μνηστῆρας ἔλιπες ὅθεν ὡς δῶρα νυμφικά, προσενήνοχας αὐτῶ, τὰ ρεῖθρα τῶν σῶν αἱμάτων, Λούκια Παρθενομάρτυς, ὦ καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.
[the_ad id=”154252″]