Ο Άγιος Νίκανδρος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.), μιας περιόδου σκληρών διωγμών κατά των χριστιανών. Ήταν θερμός ζηλωτής της πίστης και έτρεφε βαθύ θαυμασμό για εκείνους που θυσίαζαν τη ζωή τους για τον Χριστό. Η αφοσίωσή του στη χριστιανική πίστη τον οδήγησε σε ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο αλλά ευλογημένο έργο: τη φροντίδα και την ταφή των λειψάνων των μαρτύρων.
Όποτε πληροφορούνταν για τον θάνατο ενός πιστού, έσπευδε στον τόπο του μαρτυρίου, παραλάμβανε τα ιερά λείψανα και τα έθαβε με σεβασμό, ποτίζοντάς τα με τα δάκρυά του.
Το 305 μ.Χ., κατά την περίοδο της πιο έντονης δίωξης, συνελήφθη από τις ρωμαϊκές αρχές. Η δράση του δεν είχε περάσει απαρατήρητη και θεωρήθηκε επικίνδυνος εχθρός της αυτοκρατορικής εξουσίας. Οδηγήθηκε σε δίκη, όπου πιέστηκε να αρνηθεί την πίστη του και να θυσιάσει στα είδωλα. Όμως, ο Άγιος Νίκανδρος παρέμεινε ακλόνητος στην ομολογία του Χριστού, αρνούμενος να προδώσει τον Θεό που λάτρευε με όλη του την καρδιά.
Η αμετάκλητη στάση του εξόργισε τους διώκτες του, οι οποίοι αποφάσισαν να του επιβάλουν έναν από τους πιο σκληρούς θανάτους. Με διαταγή του τυράννου, υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Του έγδαραν το δέρμα, προκαλώντας του ανείπωτο πόνο, και στη συνέχεια έκαψαν τις σάρκες του με αναμμένες λαμπάδες. Παρά τα φρικτά βασανιστήρια, ο Άγιος Νίκανδρος υπέμεινε με γενναιότητα και προσευχήθηκε μέχρι την τελευταία του πνοή.
Ο μαρτυρικός του θάνατος δεν ήταν μάταιος, καθώς ενέπνευσε πολλούς χριστιανούς της εποχής να παραμείνουν πιστοί παρά τις διώξεις. Η Εκκλησία τον τιμά ως μάρτυρα της πίστεως, και η μνήμη του παραμένει ζωντανή ως παράδειγμα αυτοθυσίας και αφοσίωσης στον Θεό. Η γιορτή του τιμάται με ιδιαίτερη ευλάβεια από τους πιστούς, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη του θυσία υπέρ του Χριστού.