Η χάρη σου μου δώρισε το να μιλώ σ’ εσένα, Κύριε, και ο πόθος που έχω για την αγαθότητα σου με αναγκάζει να φοβάμαι. Ως μόνος αγαθός και δημιουργός όλων μας, συγχώρησε τις ανομίες και τις αμαρτίες του δούλου σου του αμαρτωλού και αχάριστου. Ξέρω ότι στις αμαρτίες ξεπερνώ όλους τους ανθρώπους,
Κύριε, αλλά έχω καταφύγιο την απέραντη άβυσσο των οικτιρμών σου· και είμαι βέβαιος ότι δέχεσαι και σπλαχνίζεσαι όλους αυτούς που πλησιάζουν την καλοσύνη σου· και καθώς είσαι προγνώστης, Κύριε, γνωρίζεις από πριν την καρδιά αυτού που πλησιάζει, αν απαρνήθηκε ολότελα τον κόσμο. Προτού να φθάσει αυτός στην πόρτα, του ανοίγεις· προτού να πέσει να προσκυνήσει αυτός, του προσφέρεις το χέρι προτού να χύσει αυτός δάκρυα, ρίχνεις επάνω του τους οικτιρμούς σου, και σαν έμπορο, που ήρθε στην πατρίδα του με πλούτο πολύ, έτσι δέχεσαι αυτόν που πλησιάζει με όλη την ψυχή του· διότι ποθείς να δεις τη μετάνοια, και επιθυμείς να δεις τα δάκρυα, και χαίρεσαι για την προθυμία των δούλων σου που αγωνίζονται να βρουν την καθαρότητα.
Αλλά επειδή δεν είναι δυνατό να αγοράσει κανείς τις θεραπείες της χάρης σου, Κύριε, και επειδή τις χορηγείς αυτές με τα δάκρυα, χωρίς αντάλλαγμα, χάρισε σ’ εμένα τον ανάξιο δούλο σου δάκρυα, ώστε με φωτισμό και πόθο και πίστη να παρακαλώ την ασύλληπτη από το νου αγαθότητα σου, για να θεραπευθώ από τα κρυφά τραύματα μου. Δείξε λοιπόν στα μέλη μου την πολλή ευσπλαχνία σου, εύσπλαχνε γιατρέ, και κάνε άσπιλα τα τραύματα μου, και θα φανεί η ευσπλαχνία σου, σ’ εμένα τον ταλαίπωρο.
Απάλλαξε με από τις τιμωρίες που μου πρέπουν. Απάλλαξε με, Κύριε, από την πίεση των αόρατων εχθρών, και ας κηρυχθεί η χάρη σου, διότι αυτή με έσωσε. Ας κηρυχθεί η χάρη σου, όπως πάντοτε και σε άλλα μέρη σε αμέτρητους ράθυμους σαν εμένα. Μοιάζει, Δέσποτα, ο άρρωστος νους μας με νεοφυτεμένο δένδρο, που χρειάζεται διαρκώς τη δροσιά του νερού. Έτσι και ο νους μας που είναι άρρωστος, έχει ανάγκη αδιάκοπα από τη χάρη σου και από το φωτισμό σου. Θεράπευσε με, Κύριε, και θα θεραπευθώ.
Αν όμως έδειξα και συνεχίζω να δείχνω ανυπακοή ως άνθρωπος γήινος, εσύ που γέμισες τις στάμνες με την ευλογία σου (πρβλ. Ιω. 2, 7-9), γέμισε και την καρδιά μου με τη χάρη σου και την αγαθοσύνη σου. Η σπλαχνική μητέρα, Κύριε, και αν ακόμη καταφρονείται από το βρέφος της, δεν θα αδιαφορήσει γι’ αυτό, διότι νικιέται από την ευσπλαχνία της. Η ευσπλαχνία του πτηνού χύνεται επάνω στα μικρά του, και κάθε ώρα τα επισκέπτεται, και τους φέρνει τροφή, και κοπιάζει για να τα ταΐσει. Έτσι και η δική σου ευσπλαχνία θα υποχωρήσει στην αγαθότητα της φύσης σου, ώστε να ελεήσει αυτούς που σε επικαλούνται με όλη τους την ψυχή.
Εκείνα βέβαια, επειδή δεν έχουν λογικό, δεν οδηγούνται σε κρίση, εγώ όμως ο ταλαίπωρος, που αμαρτάνω ενσυνείδητα, ξέρω ότι θα κριθώ. Πέφτω λοιπόν στους οικτιρμούς σου και παρακαλώ, Υιέ του Θεού μονογενή, να με επισκέπτεται κάθε ώρα η χάρη σου, και να γίνει αυτή για μένα φωτισμός και καταφύγιο και δύναμη, ώστε και εκεί, στη φοβερή ώρα της δίκης, να σκεπασθώ κάτω από τις φτερούγες της, και να σταθώ στα δεξιά σου μαζί μ’ αυτούς που αγωνίσθηκαν σωστά και σε ευαρέστησαν, αφού ελεηθώ από τη χάρη σου, αφού σωθώ με την ευσπλαχνία σου, δοξάζοντας και ευλογώντας την απειροδύναμη αγαθότητα σου, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Όλα εσύ τα δημιούργησες, Κύριε· αλλά εκείνα βέβαια δεν περνούν από κρίση, εγώ όμως θα καταδικασθώ και για αργό λόγο (πρβλ. Ματθ. 12, 36) και για πονηρούς λογισμούς και για την ίδια την επιθυμία (πρβλ. Ματθ. 5, 28). Εγώ επίσης, μόλις ξαφνικά επιτεθεί σ’ εμένα κάποια ηδονή, αμέσως τα ξεχνώ όλα μαζί, και σαν να κυριεύθηκα από παραφροσύνη, υπηρετώ σε όλα την κακία γίνομαι δηλαδή κενόδοξος, οργίλος, χαύνος, οκνηρός, υπερήφανος, γαστρίμαργος, φιλήδονος, ρυπαρός. Κάθε ώρα βαδίζω μέσα στην πλάνη και δεν το καταλαβαίνω.
Η παρουσία της χάρης σου, φιλάνθρωπε Κύριε, προσφέρει γλυκύτητα, ησυχία, κατάνυξη. Ω φιλάνθρωπε Κύριε, υπεράγαθε, είτε θέλω είτε δε θέλω, σώσε με χάρη στην πολλή σου αγαθότητα.
Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Έργα. τ. ΣΤ΄.
μετ. Κωνσταντίνου Γ. Φραντζολά.
εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, εκδ. Α΄ 1995.