Κάποιος αδελφός της Σκήτης του μοναστηρίου , κάποτε έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον γέροντα Μωυσή αλλά αυτός δεν θέλησε να πάει.
Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος:
“Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι”.
Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε άμμο.
Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε:
“Τι είναι αυτό, πάτερ, που κουβαλάς στους ώμους σου;”
“Οι αμαρτίες μου! -απαντά ο Γέροντας- που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω.
Και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου!”.
Όταν τ΄ άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν, και γύρισε ο καθένας στη διακονία του και στην ησυχία του.
Αββάς Μωυσής από το γεροντικόν