Η παράδοση αναφέρει ότι ο Απόστολος Θωμάς κληρώθηκε να κηρύξει το Ευαγγέλιο στους Πέρσες, Μήδους, Πάρθους και τους Ινδούς. Γι’ αυτό οι χριστιανοί των Ινδιών ονομάζονται “Θωμαϊστές”.
Οι Ινδοί ήταν οι πιο ωμοί και βάρβαροι τότε άνθρωποι. Βλέποντας ο Θωμάς ότι έπρεπε να πάει σε τέτοιο άγριο έθνος στεναχωρήθηκε. Ενώ σκεφτόταν τι να κάνει, εμφανίζεται σ’ αυτόν μια νύχτα ο Κύριος και του λέει: “Μη φοβάσαι Θωμά, αλλά πήγαινε στις Ινδίες, κήρυξε το Ευαγγέλιο κι η χάρις μου θα είναι μαζί σου”.
Ο Θωμάς στην Ανδράπολη
Βρισκόταν τότε στα Ιεροσόλυμα ένας άνθρωπος, ονόματι Αμβάνης, ο οποίος έψαχνε να βρει αρχιτέκτονα ικανό να χτίσει το ανάκτορο του βασιλιά των Ινδιών, ένα ανάκτορο που να ξεπερνά σε μεγαλοπρέπεια, πλούτο και ομορφιά όλα εκείνα των προκατόχων του. Ο Κύριος γνωρίζοντας, τι επρόκειτο να κάμει ο Θωμάς στην Ινδία, φάνηκε σαν άνθρωπος μια μέρα στην αγορά και λέει στον Αμβάνη “Θέλεις ν’ αγοράσεις ένα αιχμάλωτο, κτίστη, που έχω;” “Ναι”, του αποκρίθηκε ο Αμβάνης. Τότε έδειξε το Θωμά και συμφώνησαν την αγορά για τρείς λίτρες αργυρίου. Έγραψε δε ο Ιησούς στο απαραίτητο χαρτί: “Εγώ Ιησούς ο Υιός Ιωσήφ, του τέκτονος, επώλησα σε εσένα τον Αμβάνη, τον δούλο μου Θωμά”. Ο αγοραστής ρώτησε τον Θωμά αν ήταν αιχμάλωτος του Ιησού. Ο Θωμάς απάντησε: “Ναι, αυτός είναι ο Κύριος μου, που μ’ αγόρασε με μεγάλη τιμή”.
Ακολούθησε λοιπόν, ο Θωμάς τον Αμβάνη και τον υπηρετούσε σαν δούλος. Την άλλη νύχτα φάνηκε πάλι ο Κύριος σε όραμα και του δίνει τα αργύρια, που πήρε λέγοντας: “Πάρε την αξία της αγοράς σου και τη χάρη μου”. Την άλλη μέρα έφυγε ο έμπορος με το Θωμά για την Ινδία. Μετά από πολυήμερο ταξίδι έφθασε στην Ανδράπολη που είχε μεγάλο πανηγύρι εκείνη την μέρα, γιατί ο ηγεμόνας πάντρευε την κόρη του.
Οι κήρυκες καλούσαν όλο τον κόσμο στους γάμους. Πήγαν κι ο Αμβάνης με το Θωμά. Ενώ όλοι έτρωγαν από τα φαγητά, μόνο ο Θωμάς δεν έτρωγε, αλλά καθόταν σκεφτικός προσέχοντας τον εαυτό του. Βλέποντας τον Θωμά ένας από τους υπηρέτες, τον χτύπησε στο πρόσωπο λέγοντας “Αφού είσαι καλεσμένος σε γάμο πρέπει να χαίρεσαι και να γιορτάζεις”. Ο Απόστολος του αποκρίθηκε: “Το σφάλμα σου μακάρι να στο συγχωρήσει ο Κύριος στον μέλλοντα αιώνα. Το χέρι σου θα το κατασπαράξουν τα θηρία στον παρόντα αιώνα, για να σωφρονισθούν και να παραδειγματισθούν κι άλλοι”. Πραγματικά, καθώς εκείνος ο υπηρέτης πήγε να φέρει νερό, τον καταξέσχισε ένα θηρίο, που παραμόνευε στο πηγάδι και έτσι ο υπηρέτης πέθανε.
Το χέρι του το πήρε ένας σκύλος και το έφερε στο συμπόσιο. Οι καλεσμένοι που το είδαν απορούσαν ποιανού ήταν το χέρι. Τότε μια Εβραία, που έπαιζε στον γάμο, είπε: “Φοβερό μυστήριο έγινε σήμερα ανάμεσα μας. Ακούστε όλοι, διότι σήμερα ο Θεός ή Απόστολος του Θεού καταδέχτηκε να καθίσει μαζί μας. Γιατί εγώ ενώ έπαιζα, άκουσα ένα άνθρωπο πατριώτη μου να λέει στα εβραϊκά σ’ ένα υπηρέτη που τον κτύπησε: ” Το χέρι σου θα το κατασπαράξουν τα θηρία για να σωφρονισθούν οι άλλοι”. Και να ο λόγος του έγινε πραγματικότητα”.
Αυτό το θαύμα το πληροφορήθηκε ο ηγεμόνας της πόλεως. Κάλεσε, λοιπόν τον Απόστολο και του είπε “Αν εσύ με την κατάρα σου μπορείς να προκαλέσεις θάνατο, δείξε και τη δύναμη, που έχει η ευχή σου στην κόρη μου που παντρεύτηκε σήμερα. Ο Θωμάς με χαρά πήγε στο δωμάτιο των νεόνυμφων και τους στήριξε στη σωφροσύνη. Τους έπεισε να φυλάξουν παρθενία και αφού τους αφιέρωσε στο Θεό, έφυγε. Μετά από λίγη ώρα βλέπει ο γαμπρός κάποιον άνθρωπο, που έμοιαζε με το Θωμά, να συνομιλεί με τη νύφη.
Επειδή νόμισε ότι είναι ο Θωμάς του είπε: “Εσύ δεν έφυγες; Πως ήλθες πάλι εδώ ξαφνικά;” Τότε ο άλλος αποκρίθηκε “Δεν είμαι ο Θωμάς, αλλά αδελφός του Θωμά κατά χάρη. Όποιος με ακολουθήσει και αρνηθεί τον κόσμο, όπως ο Θωμάς, θα γίνει όχι μόνο αδελφός μου, αλλά και κληρονόμος της βασιλείας του Πατέρα μου”. Λέγοντας αυτά εξαφανίσθηκε. Οι νεόνυμφοι έκλεισαν στην καρδιά τους αυτά τα λόγια κι όλη τη νύχτα προσεύχονταν στον Κύριο. Το πρωί πήγε ο πατέρας της κόρης στο δωμάτιο και βλέποντας τους νεόνυμφους να κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλο ταράχθηκε και τους ρώτησε τι συμβαίνει. Εκείνοι αποκρίθηκαν “Εμείς ευχόμαστε αυτός ο χωρισμός να φυλαχθεί, μεταξύ μας μέχρι το τέλος, για να μείνουμε αχώριστοι στον ουρανό, σύμφωνα με την υπόσχεση που μας έδωσε ο ξένος”.
Μόλις άκουσε αυτά ο πατέρας στεναχωρήθηκε και υποσχέθηκε ότι θα δώσει πολλά δώρα, αν βρεθεί αυτός που τους είπε τέτοια λόγια. Έψαχναν λοιπόν και ζητούσαν τον ξένο, αλλά σταμάτησαν τις έρευνες. Ο Απόστολος σ’ εκείνους, που τον ζητούσαν με κακό σκοπό δεν φανερωνόταν, αλλά παρουσιαζόταν στους νέους μαθητές του Χριστού, χωρίς να τον βλέπουν οι άλλοι, και τους στήριζε. Οι νεόνυμφοι παρακαλούσαν τον Κύριο, να καταπραΰνει την οργή του πατέρα τους και να τον αξιώσει να μάθει την αλήθεια. Ο Θεός άκουσε την προσευχή τους και έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε να γίνει χριστιανός. Διδάχτηκε δηλαδή από τους νέους την πίστη και πίστεψε ολόψυχα στο Χριστό. Ο Θωμάς τους βάπτισε κι έγιναν κι αυτοί κήρυκες του Ευαγγελίου.