Ορθοδοξία

Συνομιλία γέροντα και υποτακτικού για την ταπεινοφροσύνη

Γέροντας μοναχός καλόγερος

Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ – Συνομιλία γέροντα και υποτακτικού για την ταπεινοφροσύνη

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ: Τι είναι ταπείνωση;

ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Η ταπείνωση είναι ευαγγελική αρετή, στην οποία συνυπάρχουν η δύναμη του ανθρώπου και η ειρήνη του Χριστού. Η αρετή αυτή ξεπερνά την αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπου.

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ: Αν ξεπερνά την αντιληπτική μας ικανότητα, τότε πως γνωρίζουμε την ύπαρξη της; Και πως μπορούμε, πολύ περισσότερο, να αποκτήσουμε μιαν αρετή που ούτε να την κατανοήσουμε δεν μπορούμε;

ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Την ύπαρξη της τη γνωρίζουμε από το Ευαγγέλιο με την πίστη. Και την ίδια την αρετή τη γνωρίζουμε εμπειρικά, όταν και όσο την αποκτούμε. Αλλά και αποκτώντας την, δεν μπορούμε να την κατανοήσουμε.

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ: Γιατί;

ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Επειδή είναι θεϊκή. Η ταπείνωση είναι διδασκαλία του Χριστού, αλλά συνάμα είναι και ιδιότητα του Χριστού και ενέργεια του Χριστού. Τα λόγια του Σωτήρα, «Μάθετε από μένα πως είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά» (Ματθ. 11:29), ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης τα ερμηνεύει με τον ακόλουθο τρόπο: «Μάθετε όχι από άγγελο, όχι από άνθρωπο, όχι από βιβλίο, αλλά από μένα τον Ίδιο, δηλαδή από την οίκηση μου και την έλλαμψη μου και την ενέργεια μου μέσα σας, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά και στον λογισμό και στο φρόνημα» (ό.π., ΚΕ΄, 3).

Πώς να κατανοήσει, πως να συλλάβει κανείς μιαν ιδιότητα και μιαν ενέργεια του Χριστού; Αυτές είναι απρόσιτες και ασύλληπτες, όπως και ο απόστολος είπε: «Η ειρήνη του Θεού, που είναι ασύλληπτη από κάθε νου, θα διαφυλάξει τις καρδιές και τις σκέψεις σας κοντά στον Ιησού Χριστό» (Φιλιπ. 4:7). Η ειρήνη του Θεού είναι τόσο η αρχή όσο και το άμεσο επακόλουθο της ταπεινοφροσύνης. Είναι, επίσης, η ενέργεια της ταπεινοφροσύνης και η αιτία αυτής της ενέργειας. Ενεργεί στον νου και στην καρδιά με τρόπο υπερφυσικό.

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ: Πώς μπορεί κανείς ν’ αποκτήσει την ταπείνωση;

ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Με την τήρηση των ευαγγελικών εντολών και κυρίως με την προσευχή. Η θεοχαρίτωτη ενέργεια της ταπεινοφροσύνης βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τη θεοχαρίτωτη ενέργεια της προσευχής· πιο σωστά, δεν πρόκειται παρά για την ίδια ενέργεια.

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ: Μην αρνηθείς να περιγράψεις με κάθε λεπτομέρεια τους δύο τρόπους με τους οποίους αποκτάται η ταπεινοφροσύνη.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Και οι δύο έχουν περιγραφεί στις διδαχές των αγίων πατέρων. Ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης λέει ότι μόνο όσοι οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού μπορούν να μιλήσουν ικανοποιητικά για την ταπεινοφροσύνη (ό.π.).

Επίσης ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος τονίζει ότι το Άγιο Πνεύμα μυστικά διδάσκει την ταπεινοφροσύνη στον άνθρωπο που έχει ετοιμαστεί για μια τέτοια διδασκαλία (πρβλ. ό.π., ΛΗ΄, 11). Εμείς, μαζεύοντας τα ψίχουλα που έπεσαν από το πνευματικό τραπέζι των οδηγών μας, των αγίων πατέρων*, αποκτήσαμε για την ταπεινοφροσύνη την πιο ισχνή γνώση, την οποία, ως πολύτιμη πατερική παράδοση, προσπαθούμε να κρατήσουμε και να μεταδώσουμε σ’ εκείνους που μας ρωτούν σχετικά. Και δίκαια αποκαλούμε “ψίχουλα’’ τη γνώση μας για την ταπεινοφροσύνη. Γιατί τον θησαυρό αυτό στην ανεκπλήρωτη πληρότητα του τον κατέχει μόνο εκείνος που έχει αποκτήσει μέσα του τον Χριστό.

  • πρβλ. Οσίου Ιωάννη του Σιναΐτη, ό.π.

Ο αββάς Δωρόθεος λέει: «Η ταπείνωση δημιουργείται στην ψυχή σαν φυσικό αποτέλεσμα της τηρήσεως των εντολών του Θεού… Εδώ συμβαίνει ό,τι και με την εκμάθηση της ρητορικής τέχνης ή της ιατρικής επιστήμης. Όταν, δηλαδή, ο γιατρός μαθαίνει καλά και εφαρμόζει την ιατρική, ή όταν ο ρήτορας κάνει το ίδιο με τη ρητορική, λίγο-λίγο, με την πρακτική άσκηση, η ιατρική ή η ρητορική γίνεται σ’ αυτούς έξη, αλλά οι ίδιοι δεν μπορούν και δεν γνωρίζουν να πουν πως έφτασαν στην έξη. Σιγά-σιγά, όπως είπα, χωρίς να το καταλάβουν, την απέκτησε η ψυχή τους από την πράξη. Έτσι κάπως έχουν τα πράγματα και με την ταπείνωση. Από την τήρηση των εντολών δημιουργείται μια έξη ταπεινοφροσύνης, που δεν εξηγείται με λόγια» (Αββά Δωροθέου, Διδασκαλίες, Β΄, 33 και 36).

Από τη διδασκαλία αυτή του αββά Δωροθέου γίνεται ολοφάνερο πως όποιος επιθυμεί ν’ αποκτήσει ταπείνωση πρέπει με επιμέλεια να μελετά το Ευαγγέλιο και με επιμέλεια, επίσης, να τηρεί όλες τις εντολές του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Τηρώντας τις εντολές, μπορεί κανείς να αποκτήσει πρώτα τη γνώση της αμαρτωλότητας του, έπειτα τη γνώση της αμαρτωλότητας όλης της ανθρωπότητας και, τέλος, τη συναίσθηση και την πεποίθηση πως είναι ο αμαρτωλότερος και ο χειρότερος απ’ όλους τους ανθρώπους.

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ: Δεν μπορώ να καταλάβω, πως εκείνος που με όλη του την επιμέλεια τηρεί τις ευαγγελικές εντολές, αποκτά τη συναίσθηση πως είναι ο μεγαλύτερος αμαρτωλός. Μου φαίνεται ότι πρέπει να συμβαίνει το αντίθετο: Όποιος αδιάλειπτα και πρόθυμα εργάζεται τις αρετές, δεν είναι δυνατό να μη βλέπει τον εαυτό του ενάρετο.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Αυτό συμβαίνει μ’ εκείνους που φαινομενικά μόνο κάνουν το καλό, και το κάνουν υπακούοντας όχι στον Θεό, αλλά στον μεταπτωτικό εαυτό τους*. Όποιος κάνει το καλό σύμφωνα με τη δική του λογική, ή με τις προτροπές της καρδιάς του, δεν μπορεί να μην το βλέπει, δεν μπορεί να μην ικανοποιείται, να μην ενθουσιάζεται, ακόμα και να μην υπερηφανεύεται γι’ αυτό, επιζητώντας ή και απαιτώντας τους επαίνους. Όταν, μάλιστα, τον επαινούν, η ευχαρίστησή του είναι μεγάλη τόσο, όσο και η οργή του όταν δεν τον επαινούν. Ο ίδιος απαριθμεί τα καλά του έργα, σχηματίζοντας από το πλήθος τους καλή γνώμη για τον εαυτό του και, συνακόλουθα, κακή γνώμη για τον πλησίον, που δεν έχει, ή δεν έχει τόσα, καλά έργα. Έτσι έκανε ο Φαρισαίος της ευαγγελικής παραβολής (βλ. Λουκ. 18:9-14). Μια τέτοια νοοτροπία, στην οποία κυριαρχεί η τάση για αυτοδικαίωση, «κατασκευάζει» δίκαιους που απορρίπτονται από τον Κύριο και απορρίπτουν τον Κύριο, ή Τον ομολογούν μόνο επιφανειακά, ψυχρά, άψυχα (βλ. Ματθ. 9:13).

  • πρβλ. Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Ερμηνεία εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, κεφ. ΙΗ΄, στ. 9-14.

Αντίθετα είναι τα επακόλουθα του αγώνα για την τήρηση των ευαγγελικών εντολών. Μόλις αρχίζει να τηρεί ο άνθρωπος τις εντολές, βλέπει την ανεπάρκεια του, βλέπει την ασυνέπεια του, βλέπει ότι κάθε ώρα παρασύρεται από τα πάθη του ή, μ’ άλλα λόγια, από την αρρωστημένη βούληση του και παραβαίνει τις εντολές. Τελικά, βλέπει ολοκάθαρα πως ή πεσμένη φύση του είναι εχθρική προς το Ευαγγέλιο.

Όσο πιο έντονα αγωνίζεται να ζει σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, τόσο πιο ζωηρά συνειδητοποιεί την πενιχρότητα των καλών του έργων, το πλήθος των παρεκτροπών και των πτώσεων του, την ελεεινή κατάσταση της φύσεως του, φύσεως αποξενωμένης από τον Θεό, φύσεως εχθρικής απέναντι στον Θεό. Αναπολώντας την προηγούμενη ζωή του, διαπιστώνει πως δεν ήταν παρά μια αδιάσπαστη αλυσίδα αμαρτημάτων και παραβάσεων, ενεργειών που παρόργισαν τον Θεό. Και τότε, με ειλικρίνεια, μέσ’ από την καρδιά του παραδέχεται πως είναι ο πιο μεγάλος αμαρτωλός, άξιος για πρόσκαιρες και αιώνιες τιμωρίες, και πως χρειάζεται απόλυτα τον Λυτρωτή, τη μοναδική Ελπίδα της σωτηρίας του.

Αυτή η πεποίθηση θα διαμορφωθεί μέσα στην ψυχή του αγωνιστή από την εργασία των εντολών, χωρίς αυτός να το αντιληφθεί. Με βεβαιότητα μπορούμε να το πούμε Όποιος χειραγωγείται στη ζωή του Ευαγγελίου, δεν θα αργήσει να ομολογήσει αδίστακτα, ότι δεν γνωρίζει να έχει κάνει κανένα καλό (βλ. Οσίου Μακαρίου του Μεγάλου, Ευχαί, Α΄). Τηρώντας τις εντολές, θεωρεί πως τις αθετεί και τις βεβηλώνει, όπως λέει ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός (πρβλ. Οσίου Πέτρου του Δαμασκηνού, Βιβλίον Α΄, Προοίμιον).

Κλαίγοντας κραυγάζει στον Θεό: «Δίδαξε με να κάνω το θέλημα Σου» (Ψαλμ. 142:10), το θέλημα εκείνο που Εσύ με πρόσταξες να κάνω! Αγωνίζομαι να το κάνω, αλλά δεν μπορώ, γιατί η πεσμένη φύση μου δεν το κατανοεί και δεν υποτάσσεται σ’ αυτό. Μάταιες ήταν και μάταιες θα είναι όλες μου οι προσπάθειες, αν Εσύ δεν απλώσεις το χέρι Σου, για να με βοηθήσεις. «Το Πνεύμα Σου το αγαθό», μόνο Αυτό, «θα με οδηγήσει στον ίσιο δρόμο» (Ψαλμ. 142:10). Γιατί «το καλό δεν είναι δυνατό να πράττεται, ή να πιστεύεται, παρά μόνο με την ένωση με τον Ιησού Χριστό και με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος», λέει ο όσιος Μάρκος ο Ασκητής (Περί νόμου πνευματικού κεφάλαια Σ΄, β΄.).

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ: Αυτή η θεώρηση δεν θα μας οδηγήσει σε αθυμία ή απελπισία;

ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Αυτή η θεώρηση θα μας οδηγήσει στον αυθεντικό Χριστιανισμό. Για τέτοιους αμαρτωλούς ήρθε ο Κύριος στη γη, όπως ο ίδιος το δήλωσε: «Δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δίκαιους αλλά τους αμαρτωλούς» (Ματθ. 9:13). Τέτοιοι αμαρτωλοί μπορούν ολόψυχα να δεχθούν και να ομολογήσουν τον Λυτρωτή.

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ: Ας δεχθούμε, λοιπόν, πως η εργασία των ευαγγελικών εντολών, οδηγεί στη γνώση και τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας μας. Πώς μπορούμε, όμως, να φτάσουμε στο σημείο να παραδεχθούμε πως ο εαυτός μας είναι ο μεγαλύτερος αμαρτωλός απ’ όλους τους ανθρώπους, αφού ανάμεσα τους υπάρχουν φοβεροί κακούργοι και εγκληματίες;

ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Αυτό πάλι είναι φυσική συνέπεια της ασκήσεως. Αν μπροστά στα μάτια μας βρίσκονται δύο αντικείμενα, και το ένα το εξετάζουμε διαρκώς και με μεγάλη προσοχή ενώ στο άλλο δεν δίνουμε καμιά σημασία, τότε του πρώτου αποκτούμε λεπτομερή, ολοκάθαρη και συγκεκριμένη γνώση ενώ του δευτέρου πολύ επιφανειακή.

Ο εργάτης των ευαγγελικών εντολών, λοιπόν, έχει στραμμένα διαρκώς τα μάτια του νου του στην αμαρτωλότητα του. Όταν την ομολογήσει και πενθήσει γι’ αυτή μπροστά στον Θεό, Εκείνος του αποκαλύπτει κι άλλες πληγές, κι άλλες κηλίδες της ψυχής του. Διαπιστώνοντάς τες, επικεντρώνει σ’ αυτές το ενδιαφέρον του, επιθυμώντας τη θεάρεστη ψυχική καθαρότητα. Τις αμαρτίες των συνανθρώπων του δεν τις παρατηρεί. Κι αν καμιά φορά συμβεί να πέσουν τα μάτια του σε μιαν αμαρτία του πλησίον, το βλέμμα του είναι φευγαλέο και αδιάφορο, όπως όλων των ανθρώπων που είναι αφοσιωμένοι σ’ ένα έργο. Από την ίδια τη βιωτή του απορρέει φυσικά και λογικά η θεώρηση του εαυτού του, ως του αμαρτωλότερου των αμαρτωλών, θεώρηση την οποία μας ζητούν οι άγιοι πατέρες*. Χωρίς αυτήν, λένε, η προσευχητική άσκηση είναι εσφαλμένη.

  • βλ. Οσίου Νείλου Σόρσκι, Ενδεκα λόγοι εκ των γραφών των αγίων πατέρων περί νοεράς εργασίας, Ε΄, 8.

Ένας αδελφός είπε στον αββά Σισώη τον Μέγα: «Βλέπω μέσα μου να υπάρχει πάντοτε η μνήμη του Θεού».

Και ο όσιος του αποκρίθηκε: «Δεν είναι σπουδαίο πράγμα το να βρίσκεται ο λογισμός σου με τον Θεό. Σπουδαίο είναι το να βλέπεις τον εαυτό σου κατώτερο απ’ όλη την κτίση» (Το Γεροντικόν, Αββάς Σισώης ο Μέγας, απόφθεγμα ιγ΄).

Το θεμέλιο της προσευχής είναι η πολύ βαθιά ταπείνωση. Τίποτ’ άλλο δεν είναι η προσευχή παρά το κλάμα και το πένθος του ταπεινού φρονήματος. Όταν λείπει η ταπείνωση, η προσευχητική άσκηση απειλείται από την αυταπάτη και τη δαιμονική πλάνη.

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ: Ρωτώντας σε, όμως, πως είναι δυνατόν, προοδεύοντας στις αρετές, να προοδεύουμε και στην ταπείνωση, διέκοψα τον ειρμό σου.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Επιστρέφω, λοιπόν, σ’ αυτά που έλεγα. Ο αββάς Δωρόθεος, στη Διδασκαλία του που ανέφερα, επαναλαμβάνει τα λόγια κάποιου γέροντα, που είπε: «Ο δρόμος που οδηγεί στην ταπείνωση είναι οι σωματικοί κόποι που γίνονται με επίγνωση»*. Αυτή η υπόδειξη είναι πολύ σημαντική για τους αδελφούς που ασχoλούνται με τα διάφορα μοναστηριακά διακονήματα, από τα οποία άλλα είναι βαριά για το σώμα και άλλα συνδέονται με πνευματικές ασκήσεις. Τι σημαίνει να κοπιάζουμε με επίγνωση; Να σηκώνουμε τους μοναστηριακούς κόπους σαν τιμωρίες για τις αμαρτίες μας, ελπίζοντας να λάβουμε συγχώρηση από τον Θεό.

  • Αββά Δωροθέου, ο.π., Β΄, 37. πρβλ. Το Γεροντικόν, ό.π.

Και τι σημαίνει να κοπιάζουμε χωρίς επίγνωση; Να κοπιάζουμε με σωματική έξαψη, με υπερηφάνεια, με αλαζονεία και με συνακόλουθη υποτίμηση των άλλων αδελφών, που, είτε από σωματική αδυναμία ή ανικανότητα, είτε ακόμα και από ραθυμία, δεν μπορούν να σηκώσουν όσον κι εμείς κόπο. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο κόπος – ακόμα και ο πιο εντατικός, ακόμα και ο πιο μακροχρόνιος – για το μοναστήρι μπορεί να είναι υλικά ωφέλιμος, για την ψυχή όμως, είναι όχι μόνο ανώφελος αλλά και επιζήμιος, καθώς τη γεμίζει έπαρση και η έπαρση δεν αφήνει χώρο στην ψυχή για καμιάν αρετή.

Παράδειγμα καταβολής κόπων με επίγνωση, κόπων με τους οποίους ο πνευματικός εργάτης ανεβαίνει στα ύψη της χριστιανικής τελειότητας αφού πρώτα κατέβει στα βάθη της ταπεινοφροσύνης, αποτελεί ο αγώνας του μακάριου Ισιδώρου του Αλεξανδρινού (βλ. Οσίου Ιωάννη του Σιναΐτη, ό.π., Δ΄, 21-22). Ο Ισίδωρος ανήκε στην τάξη των αρχόντων, αλλά η ευσπλαχνία του Θεού τον κάλεσε στη μοναχική ζωή. Πήγε, λοιπόν, σ’ ένα κοινόβιο, που ήταν κοντά στην Αλεξάνδρεια, και εμπιστεύθηκε τον εαυτό του με διάθεση απόλυτης υποταγής στον ηγούμενο, άνθρωπο πνευματοφόρο. Ο ηγούμενος, διαβλέποντας ότι ο Ισίδωρος, λόγω της αρχοντικής του καταγωγής, είχε γίνει αγέρωχος και σκληρόκαρδος, θέλησε να θεραπεύσει την ψυχική του ασθένεια. Έτσι, του ανέθεσε μια διακονία δύσκολη όχι τόσο για το σώμα του όσο για την άρρωστη ψυχή του.

Πρώτα, όμως, του είπε: “Αν πραγματικά αποφάσισες να σηκώσεις τον ζυγό του Χριστού, εκείνο που πριν απ’ όλα σου ζητώ είναι να ασκείς την υπακοή’’.

Κι εκείνος αποκρίθηκε: “Όπως παραδίνεται το σίδερο στον σιδερά, έτσι παραδίνομαι κι εγώ στην υπακοή’’.

Τότε ο ηγούμενος τον πρόσταξε: “Να καθίσεις, αδελφέ, μπροστά στην πύλη της μονής και να βάζεις μετάνοια σε καθέναν που θα μπαίνει ή θα βγαίνει, λέγοντας του: «Προσευχήσου για μένα, πάτερ, γιατί είμαι επιληπτικός»”.

Ο Ισίδωρος δεν δίστασε να υπακούσει στον ηγούμενο όπως ένας άγγελος στον Θεό. Εφτά χρόνια συμπλήρωσε σ’ αυτή την άσκηση, φτάνοντας έτσι στην πιο βαθιά ταπείνωση και κατάνυξη. Ύστερα αφού πληροφορήθηκε την τελευτή του με θεία αποκάλυψη, κοιμήθηκε όλος ευφροσύνη.

Πρωτύτερα φανέρωσε στον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος την ψυχική του κατάσταση στο διάστημα της παραμονής του μπροστά στην πύλη της μονής. “Στην αρχή”, του είπε, “συλλογιζόμουν ότι πουλήθηκα για τις αμαρτίες μου γι’ αυτό και με πολλή πικρία και βία και αιματηρό αγώνα έβαζα μετάνοια. Όταν, όμως, συμπληρώθηκε ένας χρόνος, τότε πια η καρδιά μου δεν αισθανόταν λύπη, καθώς περίμενα από τον Θεό τον μισθό της υπομονής μου. Κι όταν πέρασε άλλος ένας χρόνος, είχα τη βαθιά συναίσθηση πως ήμουν ανάξιος να μένω στη μονή, να βλέπω και να συναντώ τους πατέρες, να κοινωνώ τα άχραντα Μυστήρια και ν’ αντικρίζω οποιοδήποτε πρόσωπο. Έτσι, ρίχνοντας κάτω τα μάτια μου και πιο κάτω ακόμα το φρόνημα μου, ικέτευα όσους έμπαιναν κι έβγαιναν να προσεύχονται για μένα”.

Να και ο σωματικός κόπος και η υπακοή με επίγνωση! Να και ο καρπός τους! Η μια ταπεινή σκέψη έφερνε στον μακάριο αγωνιστή άλλη, πιο βαθιά. Έτσι παιδαγωγήθηκε, ώσπου έφτασε ν’ απολαύσει πλούσια τη μυστική αίσθηση της ταπεινοφροσύνης. Μ΄ αυτή την αγία αίσθηση του ανοίχθηκε ο ουρανός, μ’ αυτή την αγία αίσθηση έγινε έμψυχος ναός του Θεού. Γιατί «η ταπείνωση αξιώνει τον άνθρωπο να γίνει κατοικητήριο του Θεού», όπως είπε ο Μέγας Βαρσανούφιος (Οσίων Βαρσανουφίου και Ιωάννη, ό.π., σιδ΄).

Ο αββάς Δωρόθεος στην αρχή της Διδασκαλίας του για την ταπεινοφροσύνη (βλ. ό.π., Β΄, 26) σαν θεμέλιο βάζει το ακόλουθο απόφθεγμα από το Γεροντικό «Πρώτα απ’ όλα μας χρειάζεται η ταπεινοφροσύνη. Ας είμαστε έτοιμοι, για κάθε λόγο που θ’ ακούσουμε, να λέμε: “Συγχώρεσε με’’*. Γιατί η ταπεινοφροσύνη καταστρέφει όλες τις παγίδες του εχθρού και αντιπάλου» (πρβλ. ό.π., Άγιος Αντώνιος ο Μέγας, απόφθεγμα ζ΄).

  • πρβλ. Το Γεροντικόν, Αββάς Θεόδωρος της Φέρμης, απόφθεγμα ς΄.

Η οικείωση της αγίας ταπεινοφροσύνης πραγματώνεται μυστικά με την αυτομεμψία, την απάρνηση της δικαιολογίας και την αίτηση συγγνώμης σε κάθε περίπτωση. Αυτό εφάρμοζαν και αυτό συστήνουν όλοι οι άγιοι πατέρες, ενώ οι κοσμικοί άνθρωποι κάνουν συνήθως το αντίθετο. Πρόκειται για διαγωγή φαινομενικά παράξενη, η ίδια η πείρα όμως δεν αργεί ν’ αποδείξει ότι απορρέει από την Αυτοαλήθεια, τον Χριστό, και ότι προκαλεί την πιο μεγάλη πνευματική ωφέλεια.

Ο Κύριος μας δεν χρησιμοποίησε ποτέ δικαιολογίες μπροστά στους ανθρώπους, αν και θα μπορούσε να τους φανερώσει μ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια τη θεία Του αλήθεια. Στους Φαρισαίους είπε: «Εσείς θέλετε να παριστάνετε τους δίκαιους μπροστά στους ανθρώπους, ο Θεός όμως γνωρίζει τι κρύβετε στις καρδιές σας· γιατί αυτό που τιμούν οι άνθρωποι το σιχαίνεται ο Θεός» (Λουκ. 16:15).

«Να ο δούλος μου», προαναγγέλλει για τον Κύριο ο προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης Ησαΐας, «ο αγαπημένος μου, στον οποίο ευαρεστήθηκε η ψυχή μου. Θα Του δώσω το Πνεύμα μου, κι Αυτός θα αναγγείλει στα έθνη την ερχόμενη κρίση. Δεν θα μαλώσει και δεν θα κραυγάσει, ούτε θ’ ακούσει κανένας στις πλατείες τη φωνή Του» (Ματθ. 12:18-19).

Και ο απόστολος της Καινής Διαθήκης Πέτρος διακηρύσσει για την ακριβή εκπλήρωση της προφητείας: «Ο Χριστός υπέμεινε παθήματα για σας, αφήνοντάς σας το υπόδειγμα για να βαδίσετε στ’ αχνάρια τα δικά Του. Αυτός τις λοιδορίες δεν τις ανταπέδιδε, ούτε απειλούσε όταν έπασχε, αλλά εμπιστευόταν τον δίκαιο Κριτή» (Α΄ Πέτρ. 2:21, 23). Έτσι κι εμείς, λοιπόν, οι οποίοι μάλιστα είμαστε ένοχοι για αναρίθμητα αμαρτήματα, αν ήρθαμε στο μοναστήρι προκειμένου να σταυρωθούμε στα δεξιά του Σωτήρα μας γι’ αυτά τα αμαρτήματα, ας δεχθούμε κάθε θλίψη ως δίκαιη ανταπόδοση για τις αμαρτίες μας και ως δίκαιη τιμωρία γι’ αυτές.

Άλλωστε, ζητώντας συγχώρηση σε κάθε περίσταση, ενεργούμε σωστά και λογικά. Γιατί «η δικαιολογία δεν ανήκει στη χριστιανική διαγωγή», όπως είπε ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος (ό.π., NH΄, 21).

Και ο όσιος Ποιμένας ο Μέγας έλεγε: «Πέφτουμε σε τόσους πειρασμούς, επειδή δεν αποδεχόμαστε την κατάσταση μας και τον χαρακτηρισμό που της ταιριάζει. Τι μας λέει η Γραφή; Δεν βλέπουμε τη Χαναναία; Αποδέχθηκε τον χαρακτηρισμό που της έκανε ο Κύριος, και γι’ αυτό Εκείνος την ανάπαυσε (βλ. Ματθ. 15:21-28). Δεν βλέπουμε και την Αβιγαία, που είπε στον Δαβίδ, “Εγώ έφταιξα”, κι εκείνος, ακούγοντας το, την αγάπησε (βλ. Α΄ Βασ. 25:2-40), Η Αβιγαία εκπροσωπεί την ψυχή και ο Δαβίδ τη Θεότητα. Αν, λοιπόν, η ψυχή κατηγορήσει τον εαυτό της μπροστά στον Κύριο, Εκείνος θα την αγαπήσει» (Το Γεροντικόν, Αββάς Ποιμένας, απόφθεγμα σα΄).

Ένας αδελφός ρώτησε τον ίδιο μεγάλο όσιο: «Τι είναι το “υψηλό” (βλ. Λουκ. 16:15), (που το σιχαίνεται ο Θεός);».

Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Η δικαιολογία» (πρβλ. ό.π., απόφθεγμα οζ΄).

Μη δικαιολογείς, λοιπόν, τον εαυτό σου, και θα βρεις ανάπαυση. Όποιος δεν δικαιολογεί τον εαυτό του, έχει οδηγό την ταπεινοφροσύνη, ενώ όποιος δικαιολογεί τον εαυτό του, την υψηλοφροσύνη.

Ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας Θεόφιλος επισκέφθηκε κάποτε το όρος της Νιτρίας. Εκεί υπήρχε πολυάνθρωπη μοναστική κοινότητα, που ζούσε ησυχαστικά. Ο αββάς του όρους ήταν άνθρωπος μεγάλης αγιότητας.

Ο αρχιεπίσκοπος τον ρώτησε: «Τι περισσότερο βρήκες, αββά, σ’ αυτόν εδώ τον δρόμο που ακολουθείς;».

Και ο γέροντας του απάντησε: «Το να κατηγορώ και να κατακρίνω τον εαυτό μου πάντοτε».

Και είπε ο αρχιεπίσκοπος: «Πραγματικά, δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός απ’ αυτόν» (ό.π., Θεόφιλος ο αρχιεπίσκοπος, απόφθεγμα α΄)

Με την υπέροχη διδαχή του οσίου Ιωάννη του Προφήτη για την ταπεινοφροσύνη θα τελειώσω τη δική μου φτωχική διδαχή γι’ αυτή την αρετή: «Ταπείνωση είναι το να μη θεωρείς πως είσαι κάτι σε καμιά περίπτωση, να κόβεις το θέλημα σου σε όλα και να υπομένεις ατάραχα όλα όσα προέρχονται από το περιβάλλον σου. Αυτή είναι η αληθινή ταπείνωση, στην οποία δεν βρίσκει χώρο η κενοδοξία. Ο ταπεινός δεν πρέπει να εκδηλώνεται με την ταπεινολογία φτάνει να λέει, “Συγχώρεσε με” ή “Προσευχήσου για μένα”. Ούτε πρέπει να κυνηγάει από μόνος του τις ταπεινές δουλειές. Γιατί και τα δύο αυτά φέρνουν κενοδοξία και δεν αφήνουν τον άνθρωπο να προκόψει. Αλλά το να τον προστάξουν και να μην αντιλογήσει, αυτό είναι που τον οδηγεί στην προκοπή» (Οσίων Βαρσανουφίου και Ιωάννη, ό.π., σοη΄).

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ: Είναι δυνατόν ή χρήση ταπεινών λόγων, η ταπεινολογία, όπως την ονομάζουμε, να βλάπτει την ψυχή; Είναι, νομίζω, πολύ ταιριαστή στον μοναχό. Αλλά και οι κοσμικοί, ακούγοντας την ταπεινολογία του μοναχού, ωφελούνται και έρχονται σε κατάνυξη.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Ο Κύριος είπε: «Τι ωφελείται ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, χάσει όμως την ψυχή του;» (Ματθ. 16:26). Το κακό ποτέ δεν μπορεί να γίνει αιτία καλού. Η υποκρισία και η ανθρωπαρέσκεια ποτέ δεν μπορούν να γίνουν αιτίες ωφέλειας. Ίσως να αρέσουν στον κόσμο· πάντοτε του άρεσαν. Ίσως να προκαλέσουν τον έπαινο του κόσμου· πάντοτε τον προκαλούσαν. Ίσως να ελκύσουν την αγάπη και την εμπιστοσύνη του κόσμου· πάντοτε τις έλκυαν. Ο κόσμος αγαπά το δικό του (πρβλ. Ιω. 15:19) και επαινεί εκείνους που μιλούν με το πνεύμα του. Η ταπεινολογία, και μόνο για το ότι ενθαρρύνεται από τον κόσμο, είναι κατακριτέα.

Ο Κύριος έδωσε εντολή να εργαζόμαστε τις αρετές κρυφά (βλ. Ματθ. 6:6). Η ταπεινολογία, όμως, είναι επιδεικτική φανέρωση της «ταπεινοφροσύνης» μας στους ανθρώπους. Είναι προσποίηση, είναι εξαπάτηση πρώτα του εαυτού μας και μετά των άλλων. Γιατί η απόκρυψη των αρετών αποτελεί μία από τις ιδιότητες της ταπεινοφροσύνης με την ταπεινολογία και την ταπεινοσχημία, όμως, αυτή η απόκρυψη καταργείται.

«Όταν βρίσκεσαι μαζί με άλλους αδελφούς», λέει ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, «μη βιάζεσαι να φανείς σε κανένα πράγμα καλύτερος απ’ αυτούς. Γιατί έτσι κάνεις δύο κακά: Εκείνους τους προσβάλλεις με τον ψεύτικο κι επιφανειακό ζήλο σου, και στον εαυτό σου προξενείς οπωσδήποτε υψηλοφροσύνη. Να εργάζεσαι με ζήλο στο εσωτερικό της ψυχής σου, χωρίς να το δείχνεις καθόλου εξωτερικά, ούτε με το ύφος σου ούτε με τα λόγια σου ούτε με τις ενέργειες σου» (ό.π., Δ΄, 75-76.).

Όσο ωφέλιμο είναι το να κατηγορείς και να κατακρίνεις τον εαυτό σου για την αμαρτωλότητα του μπροστά στον Θεό, αλλά κρυφά από τους ανθρώπους, στον μυστικό θάλαμο της ψυχής σου, τόσο επιζήμιο είναι να το κάνεις αυτό μπροστά στους ανθρώπους. Διαφορετικά, θα σχηματίσεις μέσα σου την εντύπωση ότι είσαι ταπεινός, εντύπωση που θα μεταδώσεις έπειτα και στους τυφλωμένους κοσμικούς.

Κάποιος μοναχός μου είπε ότι στο ξεκίνημα του προσπαθούσε να ασκηθεί στην ταπεινολογία, θεωρώντας την από άγνοια πολύ σημαντική. Μια φορά, όμως, η ταπεινολογία του είχε τόση επιτυχία, που οι ακροατές, αντί να θεωρήσουν τα λόγια του ψεύτικα και τον ίδιο ταπεινό – αυτός είναι πάντοτε ο σκοπός της ταπεινολογίας -, συμφώνησαν μαζί του, θεωρώντας ότι έλεγε την αλήθεια Και τότε εκείνος πικράθηκε, φτάνοντας ως την αγανάκτηση.

Μπροστά στους ανθρώπους πρέπει να φερόμαστε με προσοχή και ευγένεια, αλλά στους επαίνους ας απαντούμε απλώς με σιωπή. Με τον ίδιο τρόπο ας αντιμετωπίζουμε και τις κατηγορίες τους, εκτός μόνο από τις περιπτώσεις εκείνες που οι κατήγοροι μας, μάς παρακαλούν να τους συγχωρήσουμε, οπότε πρέπει με μια μετρημένη εξήγηση να τους καθησυχάσουμε.

Όσοι προοδεύουν στη μοναχική ζωή, αποκτούν ιδιαίτερη ελευθερία και απλότητα καρδιάς, αρετές τις οποίες αποκαλύπτουν φυσικά και ανεπιτήδευτα κατά την επικοινωνία τους με τους άλλους. Αυτοί οι μοναχοί, όμως, δεν αρέσουν στον κόσμο, που τους περνά για κοινούς ανθρώπους, τους προσπερνά με καταφρόνηση και τους θεωρεί τιποτένιους, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος*. Ο κόσμος ζητάει το ψέμα και σ’ αυτό βλέπει την ειλικρίνεια! Την ειλικρίνεια δεν τη χρειάζεται, γιατί σ’ αυτή συναντά τον έλεγχο, που τον μισεί.

  • βλ. Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά ΡΝΔ΄, ο΄-οβ΄.

Όταν βρισκόμασταν κάποτε σε μια μεγάλη πόλη, ήρθε εκεί για υποθέσεις τής μονής του, ένας γέροντας πολύ προχωρημένος στην πνευματική ζωή με τον αρχάριο υποτακτικό του. Μερικοί ευσεβείς κοσμικοί θέλησαν να γνωρίσουν τον γέροντα. Δεν τους άρεσε. Απεναντίας, τους άρεσε πολύ ο υποτακτικός του, ο οποίος, μπαίνοντας στα ονομαστά πλουσιόσπιτα, έμενε κατάπληκτος από την υλική μεγαλοπρέπεια κι έβαζε βαθιές μετάνοιες σε όλους. “Πόσο ταπεινός είναι!”, έλεγαν μεταξύ τους οι κοσμικοί, ικανοποιημένοι από τις μετάνοιες του.

Ο γέροντας, από το άλλο μέρος, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια τους, όπως είπα. Κι ας περνούσε τη ζωή του με πένθος για τις αμαρτίες του. Κι ας θεωρούσε ότι μέγιστη ευτυχία του ανθρώπου είναι η συνειδητοποίηση της αμαρτωλότητας του. Κι ας συμπονούσε όλους τους ανθρώπους, τόσο εκείνους που ζούσαν στα παλάτια, όσο κι εκείνους που ζούσαν στις καλύβες, από ειλικρινή αγάπη, με απλότητα καρδιάς και με εξαιρετική διορατικότητα, που του παρείχε η καθαρότητα του νου. Κι ας επιθυμούσε να μοιραστεί τους θησαυρούς της πνευματικής ζωής με όλους όσοι τον ρωτούσαν για τη σωτηρία.

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ: Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην ταπεινοφροσύνη και την ταπείνωση;

ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Η ταπεινοφροσύνη, το ταπεινό φρόνημα, είναι τρόπος σκέψης που δανείζεται κανείς εξολοκλήρου από το Ευαγγέλιο, από τον Χριστό. Η ταπείνωση είναι καρδιακό αίσθημα που αντιστοιχεί στην ταπεινοφροσύνη. Η ψυχή πρέπει πρώτα να ασκηθεί στην ταπεινοφροσύνη, για ν’ αποκτήσει έπειτα, ανάλογα με το μέτρο αυτής της ασκήσεως, την ταπείνωση. Γιατί η κατάσταση της καρδιάς εξαρτάται πάντοτε από τις σκέψεις που αφομοιώθηκαν από τον νου.

Όταν η πνευματική εργασία του ανθρώπου ελκύσει τη θεία χάρη, τότε ή ταπεινοφροσύνη και η ταπείνωση αρχίζουν να αυξάνονται πληθωρικά, γεννώντας η μία την άλλη, με την αρωγή και τη συνδρομή της προσευχής και του πένθους.

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ: Εξήγησε μου από εμπειρίες, με ποιο τρόπο γεννιέται από την ταπεινοφροσύνη η ταπείνωση και αντίστροφα.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Γνώρισα έναν μοναχό, που τον έβρισκαν αλλεπάλληλες και ποικίλες θλίψεις. Τον έβλεπα, ωστόσο, πάντοτε ήρεμο και συχνά χαρούμενο. Καταγινόταν με τον λόγο του Θεού και τη νοερά προσευχή. Τον παρακάλεσα, για την ωφέλεια της ψυχής μου, να μου αποκαλύψει από που αντλούσε παρηγοριά. Και να τι μου απάντησε:

“Την παρηγοριά μου την οφείλω στο έλεος του Θεού και στα συγγράμματα των αγίων πατέρων, που τα αγάπησα από τα παιδικά μου χρόνια. Όταν έρχονται οι θλίψεις, επαναλαμβάνω κάπου-κάπου τα λόγια του ληστή, που από τον σταυρό του ομολόγησε πως η κρίση του Θεού, σε αντίθεση με την κρίση των ανθρώπων, είναι πάντοτε δίκαιη, και μ’ αυτή την ομολογία ο νους του φωτίστηκε και αναγνώρισε τον Σωτήρα. «Δίκαια τιμωρούμαι γι’ αυτά που έκανα», είπε. «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία Σου» (Λουκ. 23:41, 42). Τα λόγια τούτα φέρνουν ειρήνη και ηρεμία στην καρδιά.

‘Άλλοτε, πάλι, στους λογισμούς, που μου προξενούν λύπη και σύγχυση, αντιπαραθέτω τα λόγια του Κυρίου: «Όποιος δεν παίρνει τον σταυρό του και δεν με ακολουθεί, δεν είναι άξιος για μαθητής μου» (Ματθ. 10:38). Τότε η λύπη και η σύγχυση φεύγουν από την ψυχή μου, και τη θέση τους παίρνουν η χαρά και η ειρήνη. Το ίδιο αποτελεσματικά είναι και όλα τα άλλα σχετικά χωρία της Αγίας Γραφής, ή αποφθέγματα των αγίων πατέρων.

Η επανάληψη των φράσεων ‘‘Δόξα τω Θεώ για όλα’’ [Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν] και ‘‘Ας γίνει το θέλημα του Θεού’’ έχει απόλυτα ικανοποιητική επενέργεια στην ψυχή που δοκιμάζεται από θλίψη, όσο μεγάλη ή περίπλοκη κι αν είναι αυτή. Τι παράξενο! Όταν από κάποια δυνατή θλίψη η ψυχή χάνει κάθε δύναμη και κάθε αίσθηση, τότε αρχίζω να επαναλαμβάνω μηχανικά, βίαια και φωναχτά: ‘‘Δόξα τω Θεώ!’’. Και η ψυχή, ακούγοντας αυτή τη δοξολογία του Θεού, σιγά-σιγά αναζωογονείται, ενθαρρύνεται, παρηγοριέται και ηρεμεί.

Όσοι, με παραχώρηση του Θεού, περνούν θλίψεις, δεν θα μπορούσαν να τις σηκώσουν, αν δεν στηρίζονταν και δεν βοηθούνταν μυστικά από τη θεία χάρη. Χωρίς θλίψεις, πάλι, ο άνθρωπος δεν είναι ικανός να νιώσει τη μυστική και συνάμα ουσιώδη θεϊκή παρηγοριά. Αυτή του δίνεται ανάλογα με το πλήθος και το μέγεθος των θλίψεων, όπως λέει ο ψαλμωδός: «Κύριε, ανάλογες με το πλήθος των θλίψεων, που μου έσκιζαν την καρδιά, ήταν και οι παρηγοριές Σου, που μου ευφραίναν την ψυχή» (Ψαλμ. 93:19).

Μια φορά μου στήσανε παγίδα επικίνδυνη. Το πληροφορήθηκα, αλλά δεν είχα κανένα μέσο για να την αποφύγω. Η θλίψη με εξουθένωσε ψυχικά. Πήγα στο κελί μου και εκεί θυμήθηκα τα λόγια του Σωτήρα: «Ας μην ταράζεται η καρδιά σας! Να έχετε πίστη στον Θεό, να έχετε πίστη και σ’ εμένα» (Ιω. 14:1). Μόλις τα ψέλλισα, η θλίψη μου εξαφανίστηκε και τη θέση της την πήρε μια ανεξήγητη χαρά. Αναγκάστηκα να ξαπλώσω στο κρεβάτι, γιατί ήμουν σαν μεθυσμένος. Σ’ αυτή την κατάσταση έμεινα όλη την ημέρα, επαναλαμβάνοντας νοερά τα λόγια που τόση παρηγοριά έφερναν στην ψυχή μου: «Να έχετε πίστη στον Θεό, να έχετε πίστη και σ’ εμένα».

H αιτία της καρδιακής ταραχής είναι η απιστία· η αιτία της καρδιακής ηρεμίας, της καρδιακής αγιοπνευματικής ειρήνης, είναι η πίστη. Με τη δυναμική ενέργεια της πίστεως, όλη η ύπαρξη του ανθρώπου βυθίζεται στην πνευματική παρακλητική απόλαυση της αγίας ειρήνης του Χριστού, σαν να διαποτίζεται και να γεμίζει απ’ αυτή την αίσθηση. Και τότε δεν την πληγώνουν τα βέλη της ταραχής. Δίκαια είπαν οι πατέρες για την πίστη ότι «είναι ή ταπείνωση», «είναι το να ζει κανείς με ταπεινό φρόνημα και να ελεεί»*. Έτσι κατανοούν την πίστη και την ταπείνωση οι άγιοι μέσ’ από την εμπειρία της γνήσιας μοναχικής ζωής.

  • Οσίων Βαρσανουφίου και Ιωάννη, ό.π., φοδ΄. ** Το Γεροντικόν, Αββάς Ποιμένας, απόφθεγμα ξθ΄.

Κάποτε παραχώρησε ο Θεός να ταλαιπωρηθεί η ψυχή μου από απανωτές θλίψεις για πολύ καιρό. Και κάποια μέρα, από μια ξαφνική θλίψη, ένιωσα κάτι σαν χτύπημα στην καρδιά. Από τότε έμεινα κλεισμένος στο κελί μου για τρεις ολόκληρους μήνες, επειδή με συντάραζε νευρικός πυρετός. Ο Θεός πάντοτε κάνει για μας «έργα μεγάλα και ανεξερεύνητα, ένδοξα και καταπληκτικά» (Ιώβ 5:9 9:10). Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε πλάσματα Του, ότι βρισκόμαστε ολοκληρωτικά κάτω από την εξουσία Του, και γι’ αυτό με τέλεια υποταγή, «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»* ας εμπιστευθούμε τον εαυτό μας και τους αδελφούς μας και ολόκληρη τη ζωή μας στον Χριστό, τον Θεό μας.

  • Από τη Μεγάλη Συναπτή (Ειρηνικά) της θείας Λειτουργίας.

Δεν θα τελειώσω, πριν σου διηγηθώ το ακόλουθο σημαντικό περιστατικό, από το οποίο ως ένα βαθμό γίνεται αντιληπτό το πως γεννιέται και ενεργεί η ταπείνωση στην καρδιά κατευθείαν, χωρίς να προηγηθούν ταπεινόφρονες σκέψεις.

Κάποτε τιμωρήθηκα και εξευτελίστηκα. Ξαφνικά, μετά τον εξευτελισμό μου, αισθάνθηκα μιαν έξαψη σ’ όλο το σώμα μαζί με μιαν ανείπωτη νέκρωση. Κι έπειτα, απροσδόκητα, η καρδιά μου φλογίστηκε από μιαν επιθυμία: Να διασυρθώ και να μαστιγωθώ δημόσια από έναν δήμιο για τ’ αμαρτήματα μου. Τότε το πρόσωπο μου έγινε ρόδινο και την ύπαρξή μου όλη την κυρίεψαν μια απέραντη χαρά και μια ανέκφραστη γλυκύτητα, αισθήματα που με κράτησαν σε έκσταση για δύο εβδομάδες.

Έτσι απέκτησα σαφή και ακριβή αντίληψη του πως η αγία ταπείνωση των μαρτύρων του Χριστού, ενώ μένει με τη θεία αγάπη, δεν μπορούσε να χορτάσει με κανένα βάσανο, με καμιά τιμωρία. Κάθε φρικτό μαρτύριο το δέχονταν οι μάρτυρες σαν δώρο, σαν δροσιστικό ποτό· μ’ αυτό το ποτό έσβηναν τη δίψα της ταπεινώσεως, που φλόγιζε την ψυχή τους*. Η ταπείνωση, τελικά, είναι ανεξήγητη χάρη του Θεού, που δεν μπορεί να διερευνηθεί· γίνεται αντιληπτή μόνο με την πνευματική αίσθηση της ψυχής”.

  • βλ. Μαρτύριο των αγίων Τιμοθέου και Μαύρας, 3 Μαΐου.

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ: Υποσχέθηκες να μου εξηγήσεις το πως η ταπείνωση καλλιεργείται με την προσευχή.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Τη σχέση της ταπεινώσεως με την προσευχή την περιγράφει με πολλή σαφήνεια ο αββάς Δωρόθεος. «Η αδιάλειπτη προσευχή», λέει ο όσιος, «καταπολεμάει την υπερηφάνεια. Γιατί είναι ολοφάνερο πως ο ταπεινός, ο ευλαβής, γνωρίζοντας ότι κανένα καλό δεν είναι δυνατό να κατορθώσει η ψυχή χωρίς τη βοήθεια και τη σκέπη του Θεού, δεν σταματά να προσεύχεται ικετευτικά στον Θεό, για να τον ελεήσει. Κι αυτός που προσεύχεται αδιάλειπτα στον Θεό, ό,τι κι αν αξιωθεί να κατορθώσει, ξέρει με Ποιου τη δύναμη το κατόρθωσε. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να υπερηφανευθεί ή να το αποδώσει στην δική του δύναμη. Στον Θεό αποδίδει κάθε κατόρθωμα, Αυτόν πάντα ευχαριστεί και Αυτόν πάντα παρακαλεί, τρέμοντας μήπως χάσει αυτή τη βοήθεια, οπότε θα φανεί πόσο ασθενικός και αδύναμος είναι. Κι έτσι με τη βοήθεια της ταπεινώσεως προσεύχεται και με την προσευχή ταπεινώνεται και όσο κατορθώνει κάτι, τόσο ταπεινώνεται και όσο ταπεινώνεται, βοηθείται και προκόβει» (Αββά Δωροθέου, ό.π., Β΄, 38).

Όποιος στην προσευχή του αξιώνεται να αισθανθεί κατάνυξη και η κατάνυξη γεννιέται μόνο από την προσεκτική προσευχή, αυτός εμπειρικά γνωρίζει ότι, ακριβώς στις πολύτιμες κατανυκτικές στιγμές, εμφανίζονται στον νου του ταπεινοί λογισμοί, που φέρνουν στην καρδιά το αίσθημα της ταπεινώσεως. Κι αυτό συμβαίνει προπαντός όταν η κατάνυξη συνοδεύεται από δάκρυα. Όσο συχνότερα επισκέπτεται η κατάνυξη τον εργάτη της προσευχής, τόσο συχνότερα επαναλαμβάνεται στον νου του και τόσο βαθύτερα διαποτίζει την καρδιά του η μυστική διδασκαλία για την ταπείνωση.

Η διαρκής κατάνυξη κρατάει την ψυχή σε διαρκή ταπείνωση, σε διαρκή προσευχητική διάθεση, σε διαρκή μνήμη του Θεού. Οι άγιοι πατέρες παρατηρούν ότι, σε αντίθεση με την υπερηφάνεια, που σκορπίζει τους λογισμούς του ανθρώπου σ’ όλη την κτίση, η ταπείνωση τους συγκεντρώνει στην ψυχή*. Από την άκαρπη και επιπόλαιη θεώρηση όλου του κόσμου η ταπείνωση μας μεταφέρει στην πολύκαρπη και βαθιά θεώρηση του εαυτού μας, στη νοερή ησυχία, στην κατάσταση που απαιτείται για την αληθινή προσευχή και που αποκτάται με την προσεκτική προσευχή.

  • πρβλ. Αββά Ισαάκ του Σύρου, ό.π., ΠΑ΄, 24.

Τέλος, η χαριτόβρυτη ενέργεια της προσευχής και η χαριτόβρυτη ενέργεια της ταπεινώσεως είναι η ίδια, όπως είπα στην αρχή. Αυτή η ενέργεια, που παρουσιάζεται αφενός στη χριστομίμητη ταπείνωση και αφετέρου στη θεία αγάπη, τον ύψιστο καρπό της προσευχής, ανήκει στον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Αυτός είναι που ενεργεί στους εκλεκτούς Του με τρόπο ανέκφραστο και ακατάληπτο δια του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.

Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ. Έργα 2 – Ασκητικές εμπειρίες Β΄.
εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2009, (Πρώτη έκδοση).