Να γίνωμε Άγιοι. Αυτός είναι ο σκοπός όλων μας: «Γίνεσθε ἅγιοι, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι», μας λέγει ο Δημιουργός μας…
Η δική μας εποχή φαίνεται στείρα από αγίους. ’Ίσως, διότι εμέθυσε ο κόσμος σήμερα από τις ανακαλύψεις του και δεν βλέπει τον Θεό του: «Ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη, ἐλιπάνθη · καὶ ἐγκατέλιπε Κύριον τὸν Θεὸν αὐτὸν».
Ίσως και διότι τους υπάρχοντας αγίους ο κόσμος δεν τους γνωρίζει. Όταν ο προφήτης Ηλίας παρεπονείτο ότι έμεινε μόνος «καὶ ἐγὼ μονώτατος ὑπολέλειμμαι», ο Θεός του απήντησε ότι υπήρχαν 7 χιλιάδες, που δεν έκλιναν γόνυ εις τον Βάαλ. Οι άγιοι δεν κάμνουν θόρυβο. Δεν πασχίζουν να προβληθούν, να γραφή το όνομά τους στην εφημερίδα. Οι άγιοι είναι ταπεινοί. Αποφεύγουν την διαφήμιση σαν τον πειρασμό. ’Ίσως να φαίνεται στείρα από αγίους η εποχή μας, και διότι δεν βλέπουν οι άνθρωποι θαύματα. Νομίζουν, ότι άγιος είναι μόνον εκείνος, που κάμνει θαύματα. Ενώ στον άγιο η αγία ζωή είναι το παν.
Εν τούτοις ο πατήρ Ιάκωβος, που έζησε στις ήμερες μας και τον οποίον μας αξίωσε ο Θεός να τον δούμε, να τον ακούσαμε, να τον συμβουλεύουμε και να συμφάγωμε, μαζί με την αγιασμένη του ζωή έχει να μας παρουσιάσει και το θαύμα. Πολλά θαύματα έχει στη ζωή του, καθώς θα δούμε. Ο αγιασμένος αυτός Ιερομόναχος τα τελευταία χρόνια ζούσε στα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου. Εκεί, κοντά στο Μονοδένδρι, στο Μοναστηράκι του Προφ. Ήλιού, που είναι στην κορυφή του βουνού, είχε αράξει, σαν εις άλλο Αραράτ, φεύγοντας την αμαρτία, που έχει κατακλύσει τον σημερινό κόσμο.
Η ζωή του υπήρξε γεμάτη θαυμαστά περιστατικά που φανέρωναν την αγιότητα και καθαρότητά του.
Ο π. Ιάκωβος γεννήθηκε το 1870 στην αλύτρωτη και πονεμένη Β. Ήπειρο, στο χωριό Βοδίνο του Αργυροκάστρου .
Το 1955, στην ηλικία των ογδονταπέντε ετών του γενήθηκε η επιθυμία να επισκεφθεί τον υπέργηρο αδελφό του που μόναζε στο Άγιον Όρος, αφού είχε την εσωτερική πληροφορία, ότι εκείνος θα έφευγε για την ουράνια Βασιλεία. Ευλογημένα αδέλφια, αφιερωμένα στον Κύριο. Τρία αδέλφια λευκασμένα στην προσευχή και τη δοξολογία του Κυρίου μας σαφέστατα είχαν παρρησία σε Αυτόν.
Η αόμματη αδελφή του καλόγρια κοντά του, ο αδελφός του στο Άγιον Όρος, στο Περιβόλι της Παναγίας, στο οποίο και αυτός ξεκίνησε την ασκητικη του σταδιοδρομία και αυτός ο ίδιος ασκητής και Λειτουργός των Θείων μυστηρίων στα ψηλώματα των Ζαγοροχωρίων. Έκαστος εφ΄ ω ετάχθη. Έλεγε ο Γέροντας σε ένα νέο ιερωμένο, πνευματικό του παιδί:
-Παπακώστα, προσευχήθηκα με θέρμη, να με αξιώσει ο Κύριος, να επισκεφθώ το Άγιον Όρος, για να χαιρετήσω τον αδελφό μου που μονάζει εκεί και έχω να τον ιδώ τουλάχιστον σαράντα χρόνια. Με τη δύναμη της Παναγίας μας πήρα την απόφαση να πάω στο περιβόλι της παρά το περασμένο της ηλικίας μου. Παρακάλεσα και τον Υιό της να με αξιώσει να βρω ζωντανό τον αδελφό μου, που τώρα έχει ξεπεράσει τα 90 χρόνια και αν θελήσει Εκείνος να τον θάψω με τα χέρια μου!
Να ευγενής, φιλάδελφη και θεάρεστη επιθυμία! Πως ο Θεός μας να μην την ικανοποιήσει; Μετά από ένα δίμηνο ο Παπακώστας φιλοξένησε στο σπίτι του το Γέροντα, που είχε έλθει στο χωριό του, την Αρίστη, να εξομολογήσει τον κόσμο. Τον ρώτησε με ανυπομονησία αν εισακούσθηκε η προσευχή του και πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του. Ο Γέροντας κόμπιασε, έκανε το σημείο του Σταυρού, και αφού, όπως το συνήθιζε, είπε «Δόξα Σοι, ο Θεός, Κύριε ημών, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με και όλον σου τον κόσμο», έσκυψε το κεφάλι σαν ντροπαλό παιδαρέλι και είπε:
–Είμαι ευγνώμων στον Κύριό μας, που δεν μου χαλάει χατήρι. Ο,τι του ζητήσω σπεύδει να μου το δώσει και μάλιστα πλουσιοπάροχα. «Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ημίν;» (Ψαλμ. 115,3). Ξέρεις, μάτια μου, πρόλαβα και είδα τον αδελφό μου. Τον αγκάλιασα και φιληθήκαμε! Επάνω στην αγκαλιά μου ξεψύχησε. Καλό Παράδεισο να έχει! Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου που με αξίωσε κατά την επιθυμία μου να τον ενταφιάσω με τα χέρια μου.
Ο Παπακώστας έμεινε άφωνος μπροστά στην εξομολόγηση του Γέροντος. Τα μάτια του μούσκεψαν. Είχε συντελεσθεί ένα μεγάλο θαύμα. Ζεί, Κύριος, ο Θεός, αναφώνησε, και σταυροκοπήθηκε μαζί με το Γέροντα.
«Πολλαί αι θλίψεις των δικαίων», και «διά πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού», λέγει η Γραφή. Η Μητρόπολή του, η οποία τότε δι’ άλλα ζητήματα ενδιαφερόταν και όχι για τα ζητήματα της αρετής και της αγιότατος, επόμενο ήταν να μην τον προσέξει. Και όχι μόνο δεν τον πρόσεξε, αλλά και κάποτε, το 1939, τον κατεδίωξε, διότι επίστευσε τις συκοφαντίες και τις ραδιουργίες μερικών, που επεδίωκαν ίδια οφέλη. Τον απέλυσε από την ενορία. Τον πέταξε και από το Μοναστηράκι του. Του επήρε συγχρόνως και ο,τι με κόπους και ιδρώτες επί έτη είχε δημιουργήσει εκεί. Διότι αυτός, φυσικά, ουδέποτε φρόντισε να φτιάξη σακούλα και προκοπή δική του. Και έτσι μία ωραία πρωία ο φτωχός Ιερομόναχος βρέθηκε πεταγμένος έξω, στερούμενος των πάντων, γέρων, χωρίς να έχει τίποτε άλλο, έκτος από το τριμμένο ράσο του.
Και όμως ουδείς πικρός λόγος η παράπονο, για την αδικία, που του έκαμαν, ξέφυγε από τα χείλη του…
Ο Πνευματικός του τότε του συνέστησε να περιέρχεται τα διάφορα χωριά, να διδάσκει τους Χριστιανούς, να τους νουθετεί και να τους εξομολογεί. Ο π. Ιάκωβος τα έθεσε αμέσως εις εφαρμογή. ’Έκαμε περιοδείες στα χωριά της Ηπείρου… Είχε και μίαν αδελφή γερόντισσα και τυφλή. Αυτή γύριζε σε μερικά σπίτια και ζητιάνευε. Ό,τι είδους αλεύρι της έδιναν (από σιτάρι ή σίκαλη ή καλαμπόκι) το ανακάτευε όλο μαζί και το έψηνε στη στάχτη. Από αυτό το ψωμί, το ανακατεμένο με τη στάχτη, έπαιρνε στο ταγάρι του και πήγαινε στα γύρω χωριά, για να εργασθεί. Αυτή η εργασία έφερε ωφέλεια σε πολλές ψυχές.
Όταν κατόπιν επέστρεψε στον πνευματικό του, ρωτήθηκε πως είδε τα χωριά. «Πως να τα δω, είπε. Τα χωριά είναι σαν ένα χωράφι σπαρμένο με σιτάρι. Όπου το χωράφι έχει φουσκί η λίπασμα, το σιτάρι είναι καλύτερο και διακρίνεται από το άλλο. ’Έτσι είναι και τα χωριά. Σε όποιο χωριό βρίσκεται καλός παπάς και εργάζεται και τους τρέφει πνευματικώς, αυτό το χωριό το βλέπεις να είναι καλύτερο από τα άλλα. Εκεί και ο κόσμος είναι καλός και διακρίνεται. ‘Όσα όμως χωριά δεν έχουν καλούς παπάδες, εκεί και οι Χριστιανοί είναι αχαμνοί. Και σήμερα πολλοί κληρικοί δεν είναι καλοί.
Την ιεροσύνη, τζάνουμ, την πήρε σήμερα ο κοντούρας κι’ ο ράφτης», (άνθρωποι δηλ. χωρίς ζήλον αλλ’ ως επάγγελμα). Επαινούσε τους καλούς κληρικούς. Συνιστούσε δε εις τους Χριστιανούς να πηγαίνουν εις την Εκκλησία εις την οποία ακούεται κήρυγμα. Και ο ίδιος, όταν λειτουργούσε, αν και ολίγων γραμμάτων, κήρυττε. Εξηγούσε το Ευαγγέλιο απλά.
Το θαύμα της νάρκης
Ο π. Ιάκωβος όχι μόνον εις την Κατοχή, αλλά και εις τον συμμοριτοπόλεμο διέτρεξε κινδύνους. Το σπουδαίο όμως είναι, ότι ο Θεός τον διεφύλαξε κατά θαυμαστό τρόπο από όλους αυτούς τους κινδύνους. Το δε σπουδαιότερο είναι ότι η σωτηρία αυτού γινόταν αφορμή να σωθούν και άλλοι, για να βλέπουμε εφαρμοζόμενο το «τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν». Μία τέτοια θαυμαστή διάσωσή του είναι και η ακόλουθος.
Κάποια ημέρα επέστρεφε από το χωριό Σουδενά, που λειτούργησε, εις το Μοναστηράκι του, που απείχε δύο ώρες περίπου. Στον ερημικό εκείνο δρόμο βαδίζοντας προσευχόταν νοερώς, όπως συνήθιζε πάντοτε. Ο άνθρωπος αυτός κατόρθωνε να έχει εις εφαρμογή το’ «αδιαλείπτως προσεύχεσθε».
Εν τω μεταξύ άνδρες του εθνικού στρατού ναρκοθέτησαν ένα σημείο του δρόμου. Κατέλαβαν ακολούθως το ύψωμα και παρακολουθούσαν, μήπως περάσει κανείς συμμορίτης. Ξαφνικά βλέπουν να ξεπροβάλει ανύποπτος ο π. Ιάκωβος στο ναρκοθετημένο σημείο του δρόμου. Μπήχνουν τις φωνές για να τον προλάβουν: «Παππούλη… Παππούλη…». Αλλά ώσπου να ακούσει ο π. Ιάκωβος -ήταν άλλωστε προσηλωμένος στην προσευχή– την πάτησε την νάρκη. Εξερράγη με δαιμονιώδη κρότο. Βούιξαν οι πλαγιές και τα φαράγγια και σύννεφα κονιορτού σηκώθηκαν. Λες και εξερράγη κάποια από τις φιάλες της Αποκαλύψεως.
«Πάει ο φουκαράς ο Παππούλης», λέγουν οι στρατιώται και τρέχουν εις τον τόπο του δυστυχήματος. Και τι βλέπουν; Τρίβουν τα μάτια τους. Δεν μπορούν να το πιστέψουν. Βλέπουν τον π. Ιάκωβο άσπρο από την σκόνη σαν μυλωνά, να τινάζει τα ράσα του, χωρίς να έχει πάθει τίποτε καθολοκληρία. Δεν μπορούν να συνέλθουν από την έκπληξή τους.
-Και δεν έπαθες, Παππούλη, τίποτε! ρωτούν με θαυμασμό.
–Πως να πάθω, παιδιά μου; Αφήνει ο Θεός να πάθουμε τίποτε, αφού έλεγα την προσευχή μου; Και σας δεν θα σας αφήσει ο Θεός να πάθετε τίποτε. Θα σας φυλάξη να γυρίσετε στα σπίτια σας. Μονάχα να πηγαίνετε με τον δρόμο του Θεού. Να καθίσω, παιδιά μου, να εξομολογηθείτε, και μεθαύριο να σας λειτουργήσω να κοινωνήσετε;
-Ναι, παππούλη, απήντησαν όλοι τους με ένα στόμα συνεπαρμένοι από το θαύμα.
Η ευκαιρία ήταν μοναδική να κερδηθούν οι ψυχές αυτές και ο άξιος λευίτης, που ενδιεφέρετο μόνον για να σωθούν ψυχές, την εκμεταλλεύθηκε. Σε λίγο καθισμένος σε μια πέτρα κάτω από ένα δένδρο φορώντας το επιτραχήλι του, μέσα στο κρύο του χειμώνα, τους εξομολογούσε ένα – ένα. «Ούτος εκαθέζετο» και ο Κύριος παρά το φρέαρ της Σιχάρ και εξομολογούσε μια αμαρτωλή.
Την θαυμάσια και υπέροχη αυτή ατμόσφαιρα, που ήταν γεμάτη από έξαρση, ευλάβεια και κατάνυξη, θέλησε δυστυχώς να ταράξει ένας λοχίας, που ήταν δάσκαλος στον πολιτικό του βίο. Αυτός στάθηκε πειρασμός και προσπαθούσε να εμποδίσει τους στρατιώτας από την εξομολόγηση.
-Τι ανοησίες είναι αυτές, που πηγαίνετε σε ένα τράγο να πείτε τι έχετε καμωμένα; Αυτά είναι βλακείες.
-Μα, κυρ Λουχία, απαντά ένας Ρουμελιώτης στρατιώτης, ημείς ιδώ είδαμε θάμμα μι τα μάτια μας κι λες να μη πστέψουμι. Ιδώ τραίνου, πατάει τ’ νάρκη κι’ του τινάζ στουν αέρα, του καν’ αεροπλάνου, κι του καν’ χίλια – δύο κουμμάτια, κι θα γλύτουνι ο γερόπαπας; Με το συμπάθειο κι’ όλας, αλλά δεν είνι καλά πράμματα αυτά π’ λες.
-Τι θαύμα, μωρέ, ηλίθιοι, μου τσαμπουνάτε. Αυτό ήταν ένα τυχαίο γεγονός, το οποίο εξηγείται φυσικώς. Απλούστατα. Επατήθη η νάρκη και τα αέρια με τα βλήματα διέφυγαν προς την αντίθετη κατεύθυνση και τυχαίως δεν τον έθιξε κανένα. Το πήρατε τώρα και το επαναλαμβάνετε «θαύμα!… θαύμα»!… και κάνετε σαν γυναικούλες υστερικές. Που βρήκατε το θαύμα; Τι υστερίες είναι αυτές; Ντροπή σας….
Αυτά έφτασαν και στα αφτιά του π. Ιακώβου, ο οποίος επήγε και του είπε: «Παιδί μου, μη τα λες αυτά. Δεν κάνει. Έλα και συ να εξομολογηθείς, να γίνεις άνθρωπος του Χριστού, να σε φυλάξη ο Θεός και να πας στο σπίτι σου».
Εκείνος δεν καταδέχτηκε να του δώση καν απάντηση και προσοχή, παρά μόνον τον κοίταξε με ένα περιφρονητικό βλέμμα. Κατόπιν πήρε αγγαρεία μερικούς άνδρες και πήγε πιο πέρα στο δάσος, για να κόψουν ξύλα. (Ήταν είπαμε λοχίας). Εκεί όμως πάτησε και αυτός νάρκη. Τον τίναξε στον αέρα και τον έκαμε κομμάτια! Αυτόν μόνον και κανένα άλλον!
Τον δυστυχή! Ο Θεός του έδωσε ευκαιρία να μετανοήσει, αλλά αυτός, πονηρός και διεστραμμένος, αδιόρθωτος έμεινε ο δόλιος. Περιττό είναι να σημειωθεί, ότι έπειτα από αυτό, φόβος και τρόμος κατέλαβε όλους και ουδείς από τους στρατιώτας έμεινε ανεξομολόγητος.
Το ανωτέρω θαύμα είχε δημοσιευθή εις το περιοδικό «Ενορία» το 1955. Μετά απ’ ολίγες ημέρες ο διευθυντής της «Ενορίας» έλαβε την εξής επιστολή, την οποία δημοσίευσε στο φύλλο 196 της 16-3-1955.
«Αξιότιμε κ. Διευθυντά,
Εις το περιοδικό σας της 1ης Μαρτίου εις το άρθρο 4 «Πάτερ Ιάκωβος» γράφετε γι’ ένα θαύμα. Έτυχε να βρίσκομαι εις όλη την υπόθεση ως φαντάρος της κλάσεως 1943 και Λοχίας ομαδάρχης εις τα βουνά της Ηπείρου και κατάγομαι από ένα μικρό χωριό της Θράκης, Αμαξάδες, το επάγγελμα μου είναι καφεπαντοπώλης.
»Λοιπόν μέσα εις το καφενείο μου διηγούμην για την υπόθεση, πως ο πάτερ Ιάκωβος επέστρεφε από το χωριό Σουδενά και πάτησε τέσσερες χειροβομβίδες τύπου «Μιλς» παγιδεμένες, πως χάθηκε μέσα εις τους καπνούς και στην σκόνη, πως δεν σκοτώθηκε, αλλά ούτε και τραυματίσθηκε, αλλά ούτε και το ράσο του τρυπήθηκε, καίτοι εμείς αν και μακριά, του φωνάζαμε να σταματήσει, διότι εμείς μέναμε εις την Μονή και τον γνωρίζαμε καλώς. Ήμασταν ένας λόχος.
»Λοιπόν διηγούμην πως εμείς θαυμάσαμε το πως δεν σκοτώθηκε, πως ξεμολογηθήκαμε όλοι μας και ο συνάδελφός μου κορόιδευε, διότι αυτός στον πολιτικό του βίο ήταν διδάσκαλος. Και αυτός δεν εξομολογήθηκε και μετά, που πήγε με την ομάδα του για ξύλα, πάτησε νάρκη και έγινε κομμάτια.
»Και μου λέγει ο πάτερ Ευάγγελος Ιωαννίδης, ο Ιερέας του χωρίου μας: «Κώστα, διάβασα εις την «Ενορίαν» την υπόθεση και πράγματι είναι όλα σωστά».
Λοιπόν κ. Διευθυντά, ήμουν αυτόπτης μάρτυς εις όλα, όσα έγραψε ο σεβασμιότατος Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος. Αυτό το θαύμα συνέβη εις τα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου τώρα με τον ανταρτοπόλεμο εις τας 23-1-1948.
«Λοιπόν και για να πεισθήτε καλλίτερα, ο Άγιος της Μονής με φώτισε να έβγω ή μάλλον να πάρω και μία φωτογραφία από την κηδεία του άπιστου συναδέλφου μου και όπου του έψαλε την νεκρώσιμη ακολουθία ο ίδιος ο πάτερ Ιάκωβος. Διακρίνεται εις το μέσον της νεκρικής πομπής, με κατάλευκη γενειάδα και εγώ βρίσκομαι διά βέλους ενδεικνυόμενος, εις το βάθος δε φαίνεται το Μοναστήρι.
»Αλλά θα σας παρακαλέσω πάρα πολύ να μου επιστρέψετε την φωτογραφία διότι όπως καταλαβαίνετε θα μου μείνει θαύμα και ενθύμιο εις όλη μου την ζωή.
Με Αγάπη και σεβασμό Κ. Ζαφειριού.
13-3-55 Αμαξάδες Ίάσμου Κομοτινής»..
Από το βιβλίο του μακαριστού π. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, Ένας σύγχρονος Άγιος, ο π. Ιάκωβος ( 1870-1960), Εκδόσεις “Ορθόδοξος Τύπος”, Αθήνα έκδ. 3η