Κάποτε πήγε να συμβουλευθή τον Γέροντα Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο ένας ευκατάστατος ηλικιωμένος κύριος πως να διαθέση την περιουσία του συντάσσοντας τη διαθήκη του.
Ηταν ατεκνος.῾Ο Γέροντας τον συμβούλευσε ν᾿ αρχίση να διαθέτη την περιουσία του -η οποία ήταν αρκετή-, όσο ακόμη θα βρισκόταν στη ζωή. ᾿Εκείνος αντιδρούσε με τη δικαιολογία, ότι τα χρειάζεται για τα γεράματά του ιδίου και της συζύγου του.
-῞Αμα αρρωστήσει η γυναίκα μου, πάτερ, του έλεγε, τι θα γίνει;
-῾Ο Θεός θα δεί την αγαπώσα καρδία σου και δεν θα δώσει ασθένεια, απάντησε ο Γέροντας.
Αυτός παρά ταύτα δεν υπάκουσε. Μετά τον θάνατο της συζύγου του ο Γέροντας τον προέτρεπε εκ νέου να δώση ελεημοσύνη.
-Πάτερ, έλεγε εκείνος, θα τα αφήσω με διαθήκη σε φιλανθρωπικά ιδρύματα!
-Τότε δεν «θά τ᾿ αφήσης»· θα σε αφήσουν εκείνα! του είπε ο Γέροντας χαριτολογώντας.
-Μά πως, πάτερ μου; ᾿Αφού θα τα γράψω εγώ στη διαθήκη μου!
-῎Οχι, αγαπητέ μου. ῎Αν τα δώσεις τώρα, τότε πράγματι τα αφήνεις. ῎Αν όμως τα διαθέσεις μετά θάνατον, τότε σε αφήνουν. Και για να καταλαβης τι εννοώ, σου λέω το εξής. Σου επιτρέπω να τα πάρεις μαζί σου. Μπορείς;
-Βεβαίως όχι!
-Βλέπεις λοιπόν; ῎Αρα αυτά σε αφήνουν! Δεν τα αφήνεις εσύ!
Και ο συνομιλητής του πείσθηκε.
Από τη τή διδασκαλία του πατρός ᾿Επιφανίου Θεοδωροπούλου