24 Φεβρουαρίου 1997
Ανεβαίνω τα Κατουνάκια με βαριά θλίψη. Οι πατέρες στο τηλέφωνο με ενημέρωσαν:
“Δεν θα δεις τον γέροντα όπως τον γνώρισες και τον αποχαιρέτησες τελευταία φορά.”
Μπήκα στο κελί του. Μ’ έπιασαν τα κλάματα. Ο γέροντας ξαπλωμένος με σωληνάκι από τη μύτη. Φαινόταν να μην επικοινωνεί. Όταν άκουσε την πόρτα τέντωσε τα μάτια. Ο υποτακτικός του π. Νεκτάριος τον πλησίασε στο αφτί. Του είπε κάποια αστεία δυνατά. Η ακοή του κάπως λειτουργεί. Με δυσκολία γέλασε. Του είπε ακόμη.
Ήρθε ο παπά Νεκτάριος από το Σαγματά.
Γούρλωσε τα μάτια. Δύο δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια του.
Δεν άντεχα να τον βλέπω. Πώς ο Θεός δοκιμάζει τους αγίους!
Βγήκαμε έξω. Οι πατέρες μού είπαν:
Πριν πάθει το τελευταίο εγκεφαλικό, κατά την ώρα του Αποδείπνου, κάτι ψιθύρισε τρεις φορές.
Παναγία μου, τέτοιο τέλος;
Δεν μας είπε τίποτα. Μετά από λίγες μέρες βγήκε από την εκκλησία. Ήθελε να πάει στην τουαλέτα και ρωτούσε τον π. Ιωσήφ:
Είναι ακόμη μακριά;
Τελικά έξω από το κελί του άφησε τη μαγκούρα του. Καταλάβαμε ότι κάτι έπαθε. Τον βάλαμε στο κρεβάτι. Νομίσαμε ότι δεν αντιδρά. Με πολλές προσπάθειες μετά από δέκα μέρες κάπως αντέδρασε. Οι γιατροί είπαν ότι καταλαβαίνει και λειτουργεί το δάκρυ και το γέλιο. Θέλει κάτι να πει αλλά δεν μπορεί.
Πολλές φορές τον βλέπουμε να υποφέρει. Φαίνεται ότι αντιδρά στον πόνο. Όμως ο Θεός δεν τον αφήνει. Τον βλέπουμε να γλυκαίνει το πρόσωπό του, κυρίως, αφού μεταλάβει.
Από το βιβλίο: “ΑΓΙΩΝ ΟΡΟΣ” Μητροπολίτη Αργολίδος, Νεκταρίου