Προηγήθησαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι καὶ τόσοι τοπικοί, καὶ θὰ ἔπρεπε ἡ ἀνθρωπότης ἀπὸ πικρὰ πεῖρα νὰ ἀποστρέφεται κάθε πολεμικὴ ἐπιχείρησι· ἐν τούτοις νέες φλόγες πολέμου ἀνάβουν, νέα θύματα θρηνοῦνται· καὶ οἱ ἐξοπλισμοὶ ἐντείνονται.
Ταλαίπωρη ἀνθρωπότης! Τὰ παιδιά σου ἀνακάλυψαν πῶς συμβιώνουν τὰ μόρια τῆς ὕλης, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν τὸν τρόπο τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως τῶν λαῶν. Γι᾿ αὐτοὺς τοὺς σοφοὺς τοῦ αἰῶνος μας, ποὺ περιέπλεξαν καὶ τὰ πιὸ ἁπλᾶ ζητήματα, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου·
«Ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν» (῾Ρωμ. 1,21-22).
Πῶς συμβαίνει αὐτό; Γιατί τόσο φῶς ἐκεῖ, τόσο σκοτάδι ἐδῶ; Στὸ ἐρώτημα ὑπάρχει ἀπάντησις, ἀλλὰ πόσοι τὴν προσέχουν; Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ μυστικὸ κλειδὶ ποὺ λύνει τὰ προβλήματα. Ἡ ἀπάντησι βρίσκεται στὸν στίχο 22, κεφάλαιο 6 τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Εἶπεν ὁ Κύριος·
«Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται» (Ματθ. 6,22).
Τὸ φῶς ἔχει βαθμῖδες· ἀπὸ τὸ φῶς μιᾶς πυγολαμπίδας μέχρι τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, πόση διαφορά! Ποιός δὲν προτιμᾷ τὸν ἥλιο; Ἀλλὰ καὶ ποιός μέσ᾽ στὸ σκοτάδι δὲν θὰ ἤθελε νά ᾽χῃ ἕνα κερὶ γιὰ νὰ δῇ ποῦ βρίσκεται; Οὔτε ὅμως τὸ κερὶ οὔτε οἱ ἠλεκτρικὲς λάμπες οὔτε οἱ φάροι οὔτε οἱ προβολεῖς οὔτε κι αὐτὸς ὁ ἥλιος δὲν πρόκειται νὰ μᾶς χρησιμεύσουν, ἂν ἐμεῖς δὲν ἔχουμε μάτια, ἤ, ἂν ἔχουμε μὲν μάτια, ἀλλ᾽ αὐτὰ ἔχουν ὑποστῆ ὀργανικὲς βλάβες ἀπὸ ὀφθαλμικὲς παθήσεις. Οἱ τυφλοὶ δὲ βλέπουν οὔτε τὸ μεσημέρι.
Φῶς καὶ μάτια χρειάζεται τὸ σῶμα, γιὰ νὰ δῇ τὸν φυσικὸ κόσμο. Ἀλλὰ φῶς καὶ μάτια χρειάζεται καὶ ἡ ψυχή, γιὰ νὰ δῇ τὸν δικό της κόσμο.
Καὶ φῶς μὲν πνευματικό, δόξα τῷ Θεῷ, ὑπάρχει. Δὲν εἶνε ἁπλὸ φῶς, εἶνε ἥλιος ὁλόκληρος· εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός! Ἐμπρὸς στὸ δικό του φῶς πόσο ἀσθενικὰ καὶ ὠχρὰ εἶνε τὰ φῶτα τῶν διαφόρων σοφῶν! Κύριε, ἄδυτε ἥλιε, «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Δοξολ.)!
Ἀλλ᾿ ὅπως τὸ σῶμα γιὰ νὰ δῇ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ὑγιῆ μάτια, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, γιὰ νὰ δῇ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ διακρίνῃ καὶ ν᾽ ἀπολαύσῃ τὴν ἀλήθεια, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ὑγιῆ ἐσωτερικὴ ὅρασι· καὶ ἡ ὅρασις αὐτή, μὲ τὴν ὁποία βλέπει ἡ ψυχή, εἶνε ὁ νοῦς. Αὐτὸς εἶνε ὁ ὀφθαλμός, ὁ «λύχνος» τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου. Εἶνε ὑγιὴς ὁ νοῦς μας, καθαρὸς δηλαδὴ ἀπὸ πάθη, πλάνες, προκαταλήψεις; τότε ἡ ψυχὴ βλέπει, θαυμάζει τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ἀγάλλεται.
Δὲν εἶνε ὑγιὴς ὁ νοῦς μας; εἶνε δηλαδὴ ὑποδουλωμένος σὲ πάθη καὶ κακίες; τότε ἡ ψυχὴ ζῇ καὶ κυλιέται σὲ σκοτάδια· «ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου», ὁ σατανᾶς, «ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 4,4).
Κυριακή Γ’ Ματθαίου: «Ο λύχνος του σώματός εστιν ο οφθαλμός» – Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης
[the_ad id=”183767″]