Η ιερά εικόνα της Παναγίας του Τιχβίν είναι μια από τις πιο αγαπημένες και σεβαστές εικόνες των Ρώσων. Φυλάσσεται στη μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην πόλη Τιχβίν και είναι ένα έργο σπάνιας ομορφιάς που φέρει τα χαρακτηριστικά του εικονογραφικού τύπου της Οδηγήτριας και της Ελεούσας.
Με βάση την αρχαία παράδοση η ιερά εικόνα της Παναγίας του Τιχβίν είναι έργο του Ευαγγελιστού Λουκά. Ο Απόστολος Λουκάς έστειλε την εικόνα μαζί με το κείμενο του Ευαγγελίου και τις Πράξεις των Αποστόλων ως δώρο στον Θεόφιλο, τον άρχοντα της Αντιόχειας. Αργότερα, κατά τον 5ο αιώνα, η αγία αυτοκράτειρα Ευδοκία (+460 μ.Χ.), μετέφερε την ιερά εικόνα από την Αντιόχεια στην Κωνσταντινούπολη και την κατέθεσε στον περίφημο ναό των Βλαχερνών. Στην περίοδο της εικονομαχίας (726-843 μ.Χ.) η σεπτή εικόνα ήταν κρυμμένη στη Μονή του Παντοκράτορος. Μετά τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, μεταφέρθηκε πάλι στο ναό των Βλαχερνών, από όπου, στις 26 Ιουνίου, όπως αναφέρει το Συναξάρι, εξαφανίσθηκε με θαυματουργικό τρόπο 70 χρόνια πριν την άλωση της Πόλης από τους Μωαμεθανούς.
Η εύρεση της εικόνας της Παναγίας έγινε, το 1382, με τον ακόλουθο θαυμαστό τρόπο: στην περιοχή του Νόβγκοροντ, κοντά στη λίμνη Ονέγκα, κάποιοι αλιείς που ψάρευαν, είδαν ξαφνικά να εμφανίζεται ένα εκτυφλωτικό φως το οποίο τους φώτισε. Ήταν η εικόνα της Παναγίας που έλαμπε σαν τον ήλιο και η οποία μετά από λίγο εξαφανίσθηκε. Τελικά εμφανισθηκε στις όχθες του ποταμού Τιχβίν.
Οι κάτοικοι της περιοχής είδαν την εικόνα να στέκεται ψηλά μέσα σε ένα στεφάνι από υπέρλαμπρο φως. Έπεσαν στα γόνατα και παρεκάλεσαν με δάκρυα την Θεομήτορα να κατεβάσει την εικόνα της στη γη. Και εκείνη κατήλθε. Εκεί οι ευλαβείς Χριστιανοί άρχισαν να κτίζουν, προς τιμήν της Παναγίας, ένα μικρό ξύλινο ναό στον οποίο τοποθέτησαν την εικόνα της Θεοτόκου. Αλλά ούτε εδώ έμεινε για πολύ η Παναγία. Πάλι εξαφανίσθηκε, για να εμφανισθεί κοντά σ’ ένα δασοσκέπαστο βουνό που ήταν κοντά στο Τιχβίν. Οι Χριστιανοί άρχισαν να προσεύχονται και τότε η εικόνα κατήλθε στα χέρια τους. Αποφάσισαν να ξεχερσώσουν την περιοχή του δάσους και να χτίσουν εκεί έναν ναό για την εικόνα.
Αλλά και πάλι η Παναγία έφυγε και τη βρήκαν λουσμένη στο φως δυό βέρστια μακρυά από το βουνό, σ’ έναν τόπο στα ανατολικά του ποταμού Τιχβίνκα. Εκεί θα έμενε πλέον οριστικά. Κατά τις αρχές του 16ου αιώνα ο Μέγας Ηγεμόνας Βασίλειος Γ Ἰβάνοβιτς έδωσε εντολή και στη θέση του μέχρι τότε ξύλινου ναού χτίσθηκε ένας λιθόκτιστος ναός.
Θαύματα της Παναγίας του Τιχβίν
Τον 17ο αιώνα η Παναγία έσωσε την πόλη του Τιχβίν και το μοναστήρι από τους Σουηδούς, καθώς και την πόλη του Νόβγκοροντ. Το μοναστήρι υπερασπιζόταν, το 1613, με λίγους άνδρες ο Σεμέν Βασίλιεβιτς Προσοβόφσκι. Οι πολιορκητές Σουηδοί εξαγριωμένοι απεφάσισαν να ισοπεδώσουν το μοναστήρι. Τότε μια ευλαβεστάτη γυναίκα, που λεγόταν Μαρία και που δυο χρόνια πριν, όντας εκ γενετής τυφλή, είχε αποκτήσει το φως της με θαύμα της Παναγίας του Τιχβίν, είδε σε όραμα τη Θεομήτορα, «Πες σε όλους», την πρόσταξε, «να περιφέρουν την εικόνα μου στα τείχη και θα δουν το έλεος του Θεού». Όταν διαδόθηκε η είδηση της θεομητορικής εμφανίσεως, οι πολιορκητές πανικόβλητοι άρχισαν να φεύγουν τρέχοντας μακρυά από τη μονή.
Την ίδια αυτή εικόνα είχαν συνοδεία τους οι Ρώσοι στρατιώτες στην εποχή του Πατριωτικού Πολέμου κατά του Ναπολέοντα το 1812 και τους βοήθησε στην ηρωική μάχη της πεδιάδας του Μποροντίνο, ενώ στη συνέχεια η εικόνα είχε μεταφερθεί και στα τάγματα πολιτοφυλακής του Κριμαϊκού Πολέμου κατά τα έτη 1855-1856.
Το 1920, τα στρατεύματα των Σοβιέτ έκλεισαν το μοναστήρι της Παναγίας και η εικόνα της Θεοτόκου μεταφέρθηκε στο Εθνογραφικό Μουσείο. Παρ’ όλα αυτά φημολογείται ότι η εικόνα της Παναγίας του Τιχβίν, με εντολή του ίδιου του Στάλιν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταφερόταν με ένα αεροπλάνο που πετούσε επάνω από τη Μόσχα και τα ναζιστικά στρατεύματα δεν κατάφεραν ποτέ να καταλάβουν τη ρωσική πρωτεύουσα. Αργότερα οι Γερμανοί, το Νοέμβριο του 1941 κλέβουν όλα τα κειμήλια και τις εικόνες. Η εικόνα της Θεομήτορος μεταφέρθηκε πρώτα στο Πσκωβ και έπειτα στη Ρίγα της Λετονίας. Κατά την υποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων, το 1943, η εικόνα της Παναγίας βρέθηκε στα χέρια του Επισκόπου Ρίγας της Λεττονίας Ιωάννου (Γκάρκλαφς), ο οποίος, διαπερνώντας μέσα από εξορίες και προσφυγιά μετεγκαταστάθηκε στο Σικάγο των Η.Π.Α. έχοντας μαζί του την εικόνα, την οποία διεφύλασσε με τιμή και ευλάβεια. Το έτος 2004, εκπληρώθηκε το τάμα και η προσδοκία του Επισκόπου Ιωάννου και η εικόνα της Παναγίας επέστρεψε και ανήλθε στο θρόνο της στο ανδρώο μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Τιχβίν.
Ο Ιωάννης Κιρέεφσκυ, μεγάλος θρησκευτικός φιλόσοφος απεικονίζει την εντύπωση πού του έκανε η προσευχή του λαού μπροστά σ’ αυτή την τόσο σεβάσμια εικόνα:
«Μια μέρα ήμουνα στο παρεκκλήσι, παρατηρούσα τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, ενώ σκεφτόμουν τη νηπιώδη πίστη του λαού πού προσευχόταν μπροστά της. Πολλές γυναίκες και άρρωστοι γέροι γονατιστοί έσκυβαν μέχρι τη γη σταυροκοπούμενοι. Με φλογερή εμπιστοσύνη κοιτούσα τα άγια χαρακτηριστικά της εικόνας και άρχιζα να νιώθω το μυστήριο τούτης της θαυματουργής δύναμης.
‘Οχι, δεν είναι εν’ απλό σανίδι με μια ζωγραφιά πάνωθέ του… Όλάκερους αιώνες αυτή απορρόφησε αυτούς τους χείμαρρους φλογερών προσευχών πού ξεχύνονταν πάνω της, καθώς και τις κραυγές τόσων ταλαίπωρων βασανισμένων ψυχών.
‘Ετσι αυτή γεμίζει από τη δύναμη της πίστεως, η οποία κατόπιν ακτινοβολεί για να καθρεφτιστή στις καρδιές των ικετών της.
‘Εγινε αυτή ζωντανό όργανο, σημείο συναντήσεως Δημιουργού και ανθρώπων…
Σκεπτόμενος όλα αυτά κοίταξα ακόμη μια φορά τις γυναίκες με τα παιδιά και τους γέρους γονατισμένους ταπεινά να προσκυνούν, και την αγία εικόνα.
Αυτή παρατηρούσε τους φτωχούς μ’αγάπη και ευσπλαγχνια … Γονάτισα τότε και εγώ, ταπεινά προσευχήθηκα μπρος της»
Από το βιβλίο του Νικολάου Αρσενιεφ «Η ρωσική ευσέβεια»