Η χριστιανική αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, ως σταδιακή μετοχή στην άκτιστη θεϊκή ενέργεια της αγάπης, δεν ενεργείται κατά τον τρόπο που ενεργείται η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων του κόσμου τούτου, όπως άλλωστε και η ειρήνη του Χριστού δεν είναι καθώς η ειρήνη του κόσμου αυτού:
«Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν· ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν»[iii].
Όπως η ειρήνη του Χριστού δεν είναι η εγκόσμια ειρήνη, έτσι και η αγάπη Του, όπως την περιγράφει ο Απόστολος Παύλος, είναι διαφορετική της διανθρώπινης, διότι αυτή έχει χαρίσματα υπερφερή, δεν διακόπτεται ποτέ και από τίποτε και δεν ζητεί το συμφέρον της, ούτε επηρεάζεται από τα ανθρώπινα πράγματα: «η αγάπη […] ου ζητεί τα εαυτής […] πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει»[iv].
Περαιτέρω, ο αποστολικός λόγος μας τονίζει ότι η αγάπη των πιστών πρέπει να είναι άνευ υποκρίσεως, δηλαδή αληθής· «η αγάπη ανυπόκριτος· αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ»[v].
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γράφει πολύ χαρακτηριστικώς :
«Αυτό είναι το κεφαλαιωδέστερο του τρόπου ζωής μας, αυτό είναι το γνώρισμα, το να μη προσέχουμε μόνο στα δικά μας, αλλά και τα μέλη μας τα διεστραμμένα να τα διορθώνουμε και να τα καταρτίζουμε· αυτό είναι μέγιστο δείγμα της πίστεως·
‟Εν τούτω γνώσονται πάντες, λέγει, ότι μαθηταί μου εστέ, εάν αγαπάτε αλλήλους”.
Αλλά τη γνήσια αγάπη δεν τη δείχνει το κοινό γεύμα, ούτε η απλή προσφώνηση, ούτε η κολακεία στα λόγια, αλλά το να διορθώσει κανείς και να βάλει στόχο το συμφέρον του πλησίον, το να σηκώσει αυτόν που έπεσε, να δώσει χέρι σε αυτόν που είναι πεσμένος και έχει αμελήσει την σωτηρία του και το να επιδιώκει πριν από τα δικά του αγαθά το καλό του πλησίον.
Αυτό είναι της γνήσιας αγάπης»
[iii]. Ιω. 14, 27
[iv]. Α΄ Κορ. 13, 5.7.8
[v]. Ρωμ. 12, 9