Μια μέρα έκλαιγα και ζητούσα να μάθω πως να προσεύχομαι.
Βλέπω τότε το βράδυ ένα λευκοφόρο να μου λέει:
”Όταν η ψυχή αγαπήσει τον Θεό εξ όλης της καρδίας και της διανοίας, τότε ο άνθρωπος εκείνος, όταν προσεύχεται, θα έχει τα χέρια του ψηλά.
Όταν η ψυχή έχει ταπείνωση και η αγάπη του Θεού είναι μετριασμένη, τότε σταυρώνει τα χέρια και σκύβει το κεφάλι.
Και όταν έρχονται τα πάθη και νοιώθει ο άνθρωπος την άκρα ταπείνωση, τότε βάζει τα χέρια του πίσω”.
Μετά αυτός ο λευκοφόρος γονάτισε και έκλαιγε, όπως αγκαλιάζουμε τα πόδια κάποιου και κλαίμε σαν να είχε αγκαλιασμένα τα πόδια του Χριστού και προσευχόταν.
Μου’ δειχνε, πως να προσεύχομαι.
Όταν έτσι προσεύχεται ο άνθρωπος, βλέπει τον εαυτόν του, σαν ένα μηδενικό και η ψυχή του αισθάνεται ανεκλάλητη χαρά και παρηγοριά.