Ορθοδοξία

Φιλοκαλία: Είπε ο αββάς Ησαΐας

Φιλοκαλία

Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, 12 Αββά Ησαΐα, Ασκητικοί Λόγοι.

  1. Είπε ο αββάς Ησαΐας:

Τώρα εγώ βλέπω τον εαυτό μου σαν περιπλανώμενο ίππο, που δεν έχει κύριο κι’ όποιος τον βρίσκει, ανεβαίνει σ’ αυτόν, και όταν αυτός τον απολύσει, τον πιάνει και ανεβαίνει άλλος.

  1. Είπε πάλι:

Είμαι όμοιος με κάποιον, τον οποίο έπιασαν οι εχθροί του και τον έριξαν σε λάκκο βορβόρου δεμένο, και, αν φωνάξει προς τον Κύριο του, τον κατακόβουν με κτυπήματα για να σιωπήσει.

  1. Είπε πάλι:

Είμαι όμοιος με στρουθίο που το έδεσε στο πόδι ένα παιδί και, αν το χαλαρώσει, αμέσως αυτό πετά, νομίζοντας ότι έχει απολυθεί, εάν δε το παιδί το σύρει προς τα κάτω, πάλι το κατεβάζει· έτσι λοιπόν βλέπω τον εαυτό μου. Με αυτό εννοώ τούτο, ότι δεν πρέπει κανείς να αμεριμνεί έως την τελευταία αναπνοή.

  1. Είπε πάλι:

Εάν δανείσεις ποτέ κάτι σε κάποιον, αν μεν του το αφήσεις, μιμήθηκες την φύση του Ιησού, αν δε το απαιτήσεις, την φύση του Αδάμ, αν δε πάρεις και τόκο, ενεργείς παρά φύσιν και του Αδάμ.

  1. Είπε πάλι:

Εάν σε κατηγορήσει κανείς για κάποιο πράγμα, το οποίο έπραξες ή δεν έπραξες, αν μεν σιωπήσεις, αυτό είναι κατά φύση του Ιησού, αν δε αποκριθείς και πεις, ‘‘τι έκανα τάχα;’’, δεν είναι της φύσεως του, αν δε αντείπεις λέξη προς λέξη, είναι παρά φύσιν.

  1. Είπε πάλι:

Κάνοντας τις λειτουργίες σου, αν ενεργείς με ταπεινοφροσύνη με τη σκέψη ότι είσαι ανάξιος, είναι δεκτές στον Θεό, αν δε έλθει στην καρδιά σου και ενθυμηθείς άλλον που κοιμάται ή αμελεί, ο κόπος σου είναι αργός.

  1. Είπε πάλι για την ταπεινοφροσύνη:

Ο ταπεινόφρων δεν έχει γλώσσα να ομιλήσει προς κάποιον ως αμελούντα, ή προς άλλον ως καταφρονούντα· ούτε οφθαλμούς έχει να προσέχει ελάττωμα άλλου, ούτε ώτα έχει ν’ ακούσει τα μη ωφελούντα την ψυχή του και δεν έχει τίποτε με κανένα, πλην των αμαρτιών του, αλλά είναι ειρηνικός προς όλους τους ανθρώπους εξ αιτίας της εντολής του Θεού και όχι από καμιά φιλία. Πραγματικά, εάν νηστεύει κανείς κάθε εξ ημέρες και επιδίδεται σε μεγάλους κόπους και εντολές, έξω από την οδό αυτή όλοι οι κόποι του είναι μάταιοι.

  1. Είπε πάλι:

Εάν αποκτήσει σκεύος για την χρεία του και την ώρα της χρείας δεν το βρει, μάταια το έχει. Τέτοιος είναι αυτός που λέει ότι φοβάμαι τον Θεό, όταν όμως φθάσει στην ώρα και βρεθεί σε καιρό φλυαρίας, ή θυμού, ή παρρησίας, ή προσπάθειας να διδάξει άλλον για κάτι που δεν το έφθασε, ή ανθρωπαρέσκειας, ή αποκτήσεως υπολήψεως ανάμεσα στους ανθρώπους και στα λοιπά πάθη· εάν λοιπόν δεν βρει τον φόβο του Θεού στον καιρό τούτο, όλοι οι κόποι του είναι μάταιοι.

  1. Είπε πάλι:

Εάν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δεν είχε θεραπεύσει πρώτα όλα τα πάθη του ανθρώπου, για τον οποίο επεδήμησε στον κόσμο, δεν θα ανέβαινε στο σταυρό διότι πριν έλθει στη σάρκα ο Κύριος, ο άνθρωπος ήταν τυφλός και άλαλος, παραλυτικός και κωφός, λεπρός και χωλός, και νεκρωμένος σ’ όλα τα παρά φύσιν. Όταν δε επιτέλεσε το έλεος και επεδήμησε για μας, ήγειρε τον νεκρό και έκανε τον χωλό να περιπατεί και τον τυφλό να αναβλέψει και τον άλαλο να ομιλήσει και τον κωφό να ακούσει, και ανάστησε νέο τον άνθρωπο, ελεύθερο από κάθε ασθένεια.

Και έπειτα ανέβηκε στο σταυρό, και κρέμασαν μαζί του δύο ληστές, και ο μεν από τα δεξιά τον δόξασε και τον παρακαλούσε λέγοντας, «μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 22, 42), ο δε από τα αριστερά τον βλασφημούσε ̇ δηλαδή, πριν ο νους ανανήψει από την αμέλεια, είναι μαζί με την έχθρα* εάν δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός τον αναστήσει από την αμέλεια του και του δώσει να αναβλέψει και να διακρίνει τα πάντα, τότε θα δυνηθεί να ανεβεί στο σταυρό.

Τότε η έχθρα* βλασφημώντας διαμένει σε βαριά λόγια, μη τυχόν ο νους από χαύνωση απομακρυνθεί από την άσκηση και επιτρέψει πάλι στην αμέλεια. Αυτό είναι το των δυο ληστών, τους οποίους ο Κύριος χώρισε από την μεταξύ τους φιλία, και των οποίων ο ένας τον ονείδιζε μήπως τον απομακρύνει από την ελπίδα, ο δε άλλος υπέμεινε παρακαλώντας, έως ότου άκουσε ότι, «σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο» (Λουκ. 22, 43) αυτός είναι που λήστευσε και στον παράδεισο και έφαγε από το ξύλο της ζωής.

  • Έχθρα είναι εδώ, όπως και παραπάνω, ο εχθρός, ο δαίμονας.
  1. Είπε πάλι περί της αγίας κοινωνίας:

Την αποκαλούν ένωση προς τον Θεό όσο λοιπόν νικώμαστε από τα πάθη, είτε θυμού, είτε ζήλειας, ή ανθρωπαρέσκειας, ή κενοδοξίας, ή μίσους, ή από άλλο πάθος, είμαστε μακριά από τον Θεό· που λοιπόν είναι η ένωση προς τον Θεό;

  1. Είπε πάλι:

Εάν τελείτε τις λειτουργίες σας και μετά την τέλεση κινηθεί στην καρδιά σας κάποιο τέτοιο πάθος, μάταιοι είναι οι κόποι σας. Διότι ο Θεός δεν τους αποδέχεται.

  1. Είπε σ’ αυτόν κάποιος γέροντας: ‘‘Γιατί λοιπόν δεν κρούουν, πάτερ;’’. Και είπε*:
  • Η απάντηση που ακολουθεί είναι αταίριαστη προς την ερώτηση. Πιθανώς έχει παραλειφθεί ολόκληρο απόφθεγμα.

Όταν βρέξει στη γη που έχει σπόρο, αυτή φύει, εάν όμως δεν έχει σπέρμα, πως μπορεί να βλαστήσει; Εάν δε αγωνισθεί κανείς για να εκβάλει τις παραφύσεις από την καρδιά του, δεν κινούνται πλέον αυτές μέσα του· διότι ο Θεός θέλει τον άνθρωπο όμοιο με αυτόν σ’ όλα, και γι’ αυτό επεδήμησε και έπαθε, για να μεταβάλει την φύση μας την σκληρή και να κόψει τα θελήματα μας και την ψευδή γνώση που κατακυριεύει την ψυχή μας. Διότι τα άλογα ζώα φύλαξαν τη φύση τους, ενώ ο άνθρωπος αντάλλαξε τη φύση του.

Επομένως με όποιον τρόπο υποτάσσεται το κτήνος στον άνθρωπο, με τον ίδιο οφείλει κάθε άνθρωπος να υποτάσσεται στον πλησίον για τον Θεό ̇ διότι ο Κύριος γι’ αυτό ακριβώς ήλθε. Πρόσεχε λοιπόν πόσο υπερέχει το κτήνος από σένα που στηρίζεσαι επάνω στη δοκησισοφία σου. Εάν λοιπόν θελήσω να έλθω στη φυσική κατάσταση, όπως το κτήνος δεν έχει δικό του θέλημα ούτε δική του γνώση, έτσι οφείλω να κάνω και εγώ, όχι μόνο με τον ομόφρονα και σύντροφο μου, αλλά και με τον αντίθετο μου διότι τούτο είναι το θέλημα.

Όποιος λοιπόν θέλει να έλθει στην ανάπαυση του Κυρίου και να μη κατανικηθεί από την έχθρα, γίνεται εφεκτικός απέναντι στους ανθρώπους για κάθε πράγμα, ώστε να μη ψέξει κανένα, να μη επαινέσει ή δικαιώσει, να μη μακαρίσει ή εξαγγείλει τη δικαιοσύνη του, να μη τον λυπήσει σε κάτι ή προσέξει σ’ ελάττωμα του, και να μη αφήσει κέντημα έννοιας της έχθρας στην καρδιά σου* εναντίον του, και επιβάλεις τη γνώση σου στον αγνοούντα και το θέλημα σου στον άφρονα, και τότε θα γνωρίσεις τον εαυτό σου και θα κατανοήσεις τι σε βλάπτει.

  1. Από εδώ έως το τέλος της περιόδου το τρίτο πρόσωπο μεταβάλλεται σε δεύτερο, άγνωστο αν από τον συντάκτη ή από κάποιον αντιγραφέα.

Όποιος όμως έχει πεποίθηση στην δικαιοσύνη του και κρατεί το θέλημα του, δεν θα μπορέσει να ξεφύγει την έχθρα, ούτε να αναπαυθεί, ούτε να δει τίποτε από όσα στερείται, και εάν εξέλθει από το σώμα είναι δύσκολο να βρει έλεος. Τέλος δε όλων είναι να προσκαρτερείς στον Θεό με όλη την καρδία σου και με όλη την ισχύ σου και να είσαι εύσπλαχνος σ’ όλους και να πενθείς και να δέεσαι στον Θεό για τη βοήθεια του και το έλεος.

  1. Είπε πάλι περί διδασκαλίας προς τον πλησίον για εντολή του Θεού.

Από που γνωρίζω εγώ ότι έγινα αποδεκτός από τον Θεό, ώστε να πω σε άλλον, κάνε τούτο ή εκείνο, ενώ εγώ ο ίδιος είμαι υπό μετάνοια για τις αμαρτίες μου; Διότι ο άνθρωπος που έπεσε κάποτε είναι υπό μετάνοια και δεν έχει την βεβαιότητα, εφ’ όσον δεν γνωρίζεις, ότι σου έγινε συγχώρηση. Το μεν αμάρτημα βέβαια πραγματοποιήθηκε, του Θεού δε είναι το έλεος διότι δεν μπορείς να αμεριμνήσεις με την καρδιά σου, έως ότου εμφανισθείς στο κριτήριο του Θεού.

Αν δε θέλεις να μάθεις, αν σου δόθηκε συγχώρηση των αμαρτιών σου, σημείο είναι τούτο εάν δεν κινηθεί κανένα αμάρτημα σου στην ψυχή σου ή δεν καταλάβεις ποια ήταν όταν σου ομιλεί άλλος γι’ αυτά, άρα επέτυχες έλεος. Αν όμως ζουν ακόμη μέσα σου, κράτα τα και κλαίγε γι’ αυτά διότι είναι φόβος και τρόμος και οδύνη ν’ αδιαφορήσεις γι’ αυτά, έως ότου παρουσιασθείς στο βήμα του Θεού.

Αν δε σου ζητήσει κάποιος να τον διδάξεις κάτι και, δίνοντας την ψυχή σου σε θάνατο τού πεις την οδό της ελευθερίας και επιστρέψει πάλι ζητώντας τα ίδια, χωρίς να προκόψει σε τίποτε από όσα του είπες, άρα δεν τα εφάρμοσε απομακρύνσου απ’ αυτόν, επειδή θανατώνει την ψυχή σου. Διότι μεγάλο στον άνθρωπο είναι τούτο, ν’ αφήσει το δικό του δικαίωμα, που νομίζει ότι είναι κατά Θεόν, και να φυλάξει τον λόγο του κατά Θεόν διδασκάλου.

Πραγματικά ο άνθρωπος του Θεού, ο αββάς Νισθερώ, όταν είδε τη δόξα του Θεού και ενώ είχε τους υιούς της αδελφής του συνοίκους του, δεν τους διέταξε τίποτε, αλλ’ άφησε τον καθένα στο δικό του θέλημα, είτε καλοί ήταν, είτε κακοί, χωρίς να φροντίζει γι’ αυτούς. Έλεγαν για τον Κάιν και τον Άβελ, αφού δεν υπήρχε ακόμη νόμος ούτε Γραφή, τι τους δίδαξε να πράττουν τούτο ή εκείνο; Διότι, αν δεν διδάξει ο Θεός τον άνθρωπο, μάταια κοπιάζει.

  1. Είπε πάλι:

Εάν σου λέει κανείς λόγους ανωφελείς, μη θελήσεις να τους ακούσεις, για να μη αφανίσεις την ψυχή σου, και να μη σεβασθείς το πρόσωπο του μη τυχόν τον λυπήσεις, και να μη ανεχθείς λέγοντας, ‘‘στην καρδιά μου δεν τους παραδέχομαι’’· μη πεις τούτο, αφού άλλωστε δεν είσαι παραπάνω από τον Πρωτόπλαστο, τον οποίο έπλασε ο Θεός με το χέρι του και τον οποίο δεν ωφέλησε η κακή συναναστροφή. Φεύγε λοιπόν και να μη θέλεις ν’ ακούσεις, και πρόσεχε μήπως φεύγοντας σωματικά θελήσεις να γνωρίσεις τα λεχθέντα. Διότι, εάν ακούσεις μια στιγμή λόγου, οι δαίμονες δεν αφήνουν το λεχθέν που άκουσες, αλλά φονεύουν την ψυχή σου· φεύγοντας, φεύγε εντελώς.

  1. Είπε πάλι:

Από όσα βλέπω, το κέρδος και το αξίωμα και η ανάπαυση πολεμούν τον άνθρωπο έως τον θάνατο.

  1. Είπε πάλι:

Το να διδάξεις τον πλησίον είναι έκπτωση της ψυχής και το να θέλεις να τον ανεβάσεις σε καλή φύση είναι μεγάλο σύντριμμα της ψυχής. Διότι όσο διδάσκεις τον πλησίον σου, κάνε τούτο ή εκείνο, κατάλαβε ότι κρατάς σκαλιστήρι με το οποίο καταστρέφεις τον οίκο σου, ενώ θέλεις να οικοδομήσεις τον οίκο εκείνου.

  1. Είπε πάλι:

Αλλοίμονο σε ψυχή που αμάρτησε μετά το άγιο βάπτισμα διότι τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ήσυχος, αφού είναι υπό μετάνοια, διότι είτε έπεσε σαρκικά, ή έκλεψε, ή έφταιξε σε κάποιο από τα λοιπά αμαρτήματα, ή είδε εμπαθώς με τον οφθαλμό του σώμα, ή και κοιτάζει γύρω μη τυχόν ιδωθεί από κάποιον, καθώς τρώει κάτι κρυφά, ή περιεργάστηκε τι έχει ο δερμάτινος επενδύτης που άφησε κάποιος άλλος· αυτός που διαπράττει αυτά υβρίζει τον Ιησού.

  1. Και είπε σ’ αυτόν κάποιος: ‘‘Τόση ακριβολογία έχει το ζήτημα αυτό, πάτερ;’’. Και είπε

Όπως αυτός που έκανε τρύπα στον τοίχο και έκλεψε χρήματα απατήθηκε από τον εχθρό, κατά τον ίδιο τρόπο και αυτός· πραγματικά αυτός που νίκησε εκείνον νίκησε και τούτον, διότι ο νικώμενος στα μικρά νικάται και στα μεγάλα.

  1. Είπε πάλι:

Εάν ο άνθρωπος τελέσει θαύματα και θεραπείες και έχει όλη τη γνώση και αναστήσει νεκρούς, εφ’ όσον έπεσε στην αμαρτία, δεν μπορεί να μείνει ήσυχος, διότι είναι υπό μετάνοια΄ αν δε και υποβληθεί σε πολλή άσκηση και δει κάποιον να είναι σε μεγάλη αμέλεια και αμαρτία και τον εξουθενώσει, εις μάτην είναι όλη η μετάνοια του, διότι απέρριψε μέλος του Χριστού, κρίνοντας το και μη αφήνοντας την κρίση στον κριτή Θεό.

  1. Είπε πάλι:

Όλοι είμαστε σαν μέσα σε ιατρείο. Άλλος πονάει στον οφθαλμό, άλλος στο χέρι, άλλος έχει συρίγγιο και άλλα ασθενήματα. Μερικά τραύματα από αυτά είναι ήδη θεραπευμένα, αλλ’ όταν φάει κανείς κάτι βλαπτικό, πάλι αναπτύσσονται. Έτσι είναι αυτός που, ενώ διατελεί σε μετάνοια, κρίνει ή εξουθενώνει κάποιον, ώστε πάλι καταστρέφει την μετάνοια του. Όταν από τους έχοντας διάφορα ασθενήματα στο ιατρείο κάποιος φωνάζει για το πάθος του, μήπως θα πει ένας άλλος, γιατί φωνάζεις; Δεν σκέπτεται ο καθένας το δικό του πάθος;

Έτσι, αν ήταν ενώπιον μου το πάθος των αμαρτιών μου, δεν θα έβλεπα σε άλλον αμαρτάνοντα· διότι όλοι οι ευρισκόμενοι σε ιατρείο προφυλάσσονται για τον ιατρό να μη φάνε τίποτε βλαπτικό για το τραύμα τους. Πλην αλλοίμονο στην ψυχή που δεν θέλει να φύγει από κάθε αμαρτία, διότι έχει πολλές θλίψεις από τους φθονούντας που την συναντούν, ενώ χρειάζεται πολλή μακροθυμία και ευχαριστία σε κάθε τι.

  1. Όταν πραγματικά ο λαός ήταν στην Αίγυπτο, έτρωγαν και έπιναν με αφθονία, αλλά ήταν δούλοι του Φαραώ και όταν τους απέστειλε βοήθεια ο Κύριος, δηλαδή τον Μωυσή, να τους λυτρώσει από τον Φαραώ, τότε καταπτοήθηκαν και καταπιέσθηκαν και με όλες τις πληγές που επέφερε ο Θεός στον Φαραώ δεν ενθαρρύνθηκε ο Μωυσής για την συμφορά τους, έως ότου ήλθε ο καιρός, όταν του είπε ο Θεός, «ακόμη μια πληγή θα επιφέρω στο Φαραώ» (Εξ. 11, 1), και θα του πεις, «απόλυσε τον λαό, επειδή θα πατάξω τον πρωτότοκο σου» (Εξ. 12, 12) τότε λοιπόν βεβαιώθηκε ο Μωυσής.

Και του είπε ο Θεός «Mίλησε κρυφά στα ώτα του λαού μου και θα ζητήσει κάθε άνδρας από τον πλησίον του και γυναίκα από την γειτόνισσα, σκεύη αργυρά και χρυσά και ιματισμό, και βάλτε τους στους τραχήλους των τέκνων τους, και πάρτε λάφυρα από τους Αιγυπτίους» (Εξ. 11, 2). Και ξόδεψαν μερικά από αυτά έως ότου κατασκεύασαν την σκηνή του μαρτυρίου.

  1. Είπε λοιπόν:

Τούτο λένε οι γέροντες, ότι τα σκεύη τα χρυσά και τα αργυρά και ο ιματισμός, είναι οι αισθήσεις που δουλεύουν στην έχθρα. Τούτο λοιπόν είναι το σημείο, ότι, εάν ο άνθρωπος τις αποσύρει από την έχθρα, για να καρποφορήσουν στον Θεό, δεν έρχεται επάνω του η σκέπη της αναπαύσεως του Θεού εάν δε τις αποσύρει από την έχθρα και καρποφορήσει στον Θεό, έρχεται επάνω του.

Διότι ή νεφέλη επισκίασε τη σκηνή, όχι όταν ήταν ακόμη ημιτελής, αλλά όταν αποπερατώθηκε· έτσι και κατά την οικοδόμηση του ναού, όσο έλειπε κάτι, δεν επισκίασε η νεφέλη, όταν δε αποπερατώθηκε και άρχισε η προσφορά των αιμάτων και των στεάτων των ολοκαυτωμάτων, και οσφράνθηκε ο Θεός της ευωδίας, τότε επισκίασε ή νεφέλη τον οίκο. Δηλαδή, αν δεν αγαπήσει ο άνθρωπος τον Θεό με όλη την ισχύ του και με όλη τη διάνοια και προσκολληθεί με όλη την καρδιά, η σκέπη της αναπαύσεως του Θεού δεν έρχεται επάνω του.

  1. Είπε πάλι:

Εάν ο νους θελήσει να ανεβεί στο σταυρό, πριν απαλλαγούν οι αισθήσεις από την ασθένεια, η οργή του Θεού έρχεται επάνω του, διότι άρχισε πράξη που υπερβαίνει τα μέτρα του, χωρίς να θεραπεύσει τις αισθήσεις του. Εάν εργάζονται μέσα σου μιασμοί, και συμπείθεσαι και συμπράττεις με τα γεννώντα αυτούς και δεν λυπάσαι γι’ αυτούς με πόνο καρδίας, τούτο είναι παρά φύσιν του Αδάμ.

Εάν η καρδιά σου νίκησε την αμαρτία κατά φύσιν και απομακρύνθηκε από τα γεννώντα αυτήν, και έβαλες εμπρός σου την κόλαση κατά τη γνώση του βοηθού σου ώστε να παραμείνει μέσα σου, μη λυπώντας τον σε τίποτε, αλλά κλαίγοντας ενώπιον του και λέγοντας, στο έλεος σου, Κύριε, εναπόκειται η λύτρωση μου, διότι εγώ αδυνατώ να ξεφύγω από τα χέρια του εχθρού, χωρίς τη βοήθειά σου, προσέχοντας και στην καρδιά σου να μη λυπήσεις τον διδάσκαλο σου κατά Θεόν, τούτο είναι το κατά φύσιν του Ιησού, και αυτός θα σε διαφυλάξει από κάθε κακό. Αμήν.

Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, 12
Αββά Ησαΐα, Ασκητικοί Λόγοι.
εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1991.

Ετικέτες