Ο πονεμένος άνθρωπος, που πιέζεται από το βάρος της οδύνης και της θλίψεως, στρέφει με αγωνίαν τα βλέμματά του παντού, ζητώντας βοήθειαν.
Και έρχονται κοντά του μερικοί. Δίδουν συνταγές πρόχειρες.
«Να διασκεδάσης τον πόνο σου· άλλαξε μέρος· σύχναζε σε θεάματα· κάνε ταξίδια· έτσι θα ξεχάσης…».
Κακά τα ψέματα. Αυτά δεν κλείνουν τις πληγές. Ο πόνος του μένει αθεράπευτος.
Και αρχίζει να γονατίζη συχνά κάτω από το βάρος του. «Τα δικά μου βάσαν δεν τα έχει κανένας άλλος, σου λέγει. Είναι ανυπόφορα. Δεν αντέχω πιά. Όλα για μένα είναι χαμένα».
Πνιγμένοι στα δάκρυα και τους στεναγμούς ακούονται αι λέξεις αυταί, που μαρτυρούν βαρείαν μελαγχολίαν και απελπιστικήν ψυχικήν κατάστασιν.
Έτσι το βλέμμα αρχίζει να θολώνει· τα γόνατα τρέμουν· όλα γύρω φαίνονται μαύρα.
Βαδίζει, εργάζεται, κοιμάται και η ψυχή του ανθρώπου αυτού ζη μέσα στην αγωνία, στο σκοτάδι, στην απόγνωση.
Έτσι δημιουργούνται οι απελπισμένοι!
Είναι οι δυστυχισμένοι, που δεν ευρίσκουν άλλην λύσιν από τον θάνατον. Και πολλές φορές μόνοι των τον δημιουργούν με ένα τρόπον βίαιον, τραγικόν, με μίαν σφαίραν εις την καρδιάν ή με ένα δραστικόν δηλητήριον. Τόσα βλέπομε εις την εποχήν μας!
Και μετά ένας τάφος, που σκεπάζει ένα πλάσμα νικημένο και καταδικασμένο για πάντα. Και αναπηδά τότε στα χείλη του ανθρώπου ένα ερώτημα δραματικό, γεμάτο αγωνία, ΓΙΑΤΙ;
Γιατί αυτό το κατάντημα; Γιατί αυτός ο τάφος; Γιατί αυτή η τραγική λύσις; Δεν υπήρχεν άραγε άλλος τρόπος, άλλος δρόμος;
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας