Συλλογίσου αδελφέ, ότι ο Χριστός με τη γέννηση του ήρθε να πολεμήσει τον άτακτο έρωτα των ηδονών με τις οδύνες και τους πόνους που δοκίμασε ο σαρκικός άνθρωπος πιστεύει πως η μόνη απόλαυση είναι εκείνη των αισθήσεων γι’ αυτό δεν κυριαρχεί πάνω σ‘ αυτές, όπως ταιριάζει σε λογικό ον, αλλά αφήνει τον εαυτό του να συμπεριφέρεται όπως ένα άλογο ζώο και να παρασύρεται από τις αισθήσεις του.
Τρέχει αχαλίνωτα για να χαίρεται και ν’ απολαμβάνει όλες τις παρανομίες. επιζητεί την ηδονή σαν σκοπό και την θεωρεί έντιμη, αν και τη βρίσκει μέσα στις μεγαλύτερες ατιμίες και βρωμιές. Ο Υιός του Θεού από συμπόνια για την τύφλωση αυτή του ανθρώπου ήρθε για να τον γιατρεύσει από ένα τέτοιο μεγάλο σφάλμα.
Γι’ αυτό, ενώ μπορούσε να γεννηθεί μ’ ένα σώμα σκληραγωγημένο ωρίμου ανδρός, θέλησε να γεννηθεί μ’ ένα απαλό σώμα βρέφους για να αισθανθεί την οδύνη (της τρυφερής σάρκας) και ακολούθως για να υποφέρει περισσότερο. Και ύστερα από την βασανιστική φυλακή που υπέφερε μέσα στην κοιλιά της Παρθένου, θέλησε να υποφέρει κι’ όλα τα βάσανα και τις δοκιμασίες της νηπιακής ηλικίας, σα να εστερείτο την χρήση του λογικού.
Εξ αρχής έπρεπε ο Ιησούς να λάβει ένα σώμα, όχι μόνο τελειότερο από το σώμα του Αδάμ, αλλά ένα σώμα απαθές, ανώδυνο, μακάριο και άξιο κατοικητήριο της παρομοίας μακαρίας ψυχής Του2. Παρ’ όλα αυτά στη θέση εκείνου παίρνει ένα σώμα πολύ απαλό, πολύ λεπτό και τρυφερώτατο, κατάλληλο να αντιλαμβάνεται διά των αισθήσεων κάθε ταλαιπωρία και καμωμένο έτσι ώστε να μπορεί να δέχεται απ’ όλες τις αισθήσεις όλους τους πόνους, όπως το πέλαγος δέχεται όλους τους ποταμούς.
Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο παρομοιάζει τον εαυτό του με το σκουλήκι, όχι μόνο γιατί γεννήθηκε χωρίς σπέρμα (όπως γεννιούνται τα σκουλήκια), αλλά και γιατί η σάρκα του είχε την αίσθηση και την τρυφερότητα των σκουληκιών “εγώ δε ειμί σκώληξ και ουκ άνθρωπος” (Ψαλμ. 21, 6).
Εξ αιτίας αυτής της απαλότητος μόλις γεννήθηκε δέχτηκε με την αφή την προσβολή του ψυχρού αέρος και της υγρασίας του σπηλαίου. με τη φωνή κλαίει. με την όσφρηση αισθάνεται την έντονη κακοσμία της φάτνης και των ζώων. με την όραση βλέπει μία σκοτεινή και άχαρη σπηλιά. και με την ακοή δεν ακούει άλλο από τις τραχιές φωνές των αγρίων ζώων. Και για να συνοψίσουμε μόλις γεννήθηκε ο Ιησούς, αφιερώνει την αρχή της ζωής του σε ένα χώρο υπερβολικά στενό και σε μια έλλειψη όλων των αναπαύσεων και σε κάθε είδος οδύνης και βασάνων που μπορούσε να δεχθεί η τρυφερή εκείνη ηλικία του.
Ω! αφήστε με να πάω κοντά στη φάτνη και να πω στον Ιησού. “τί είναι αυτή η άκρα συγκατάβασίς σου, γλυκύτατε μου Ιησού; Εσύ είσαι εκείνος ο επιθυμητός Μεσσίας από όλα τα έθνη και ευθύς να γεννηθής με τοιαύτα βάσανα;” Ναι, μου αποκρίνεται. αυτό ήταν από την αρχή το θέλημα του Ουρανίου Πατρός μου. να καταργηθεί η ηδονή με την οδύνη. αυτό το πατρικό θέλημα ήρθα να εκπληρώσω ευθύς μόλις γεννήθηκα στον κόσμο, καθώς εκ μέρους μου προείπε ο Δαβίδ και με τον Δαβίδ ο Απόστολος. “Διό εισερχόμενος εις τον κόσμον ‘θυσίαν και προσφοράν ουκ ηθέλησας, σώμα δε κατηρτίσω μοι’ τότε είπον. ιδού ήκω του ποιήσαι ο Θεός το θέλημά σου” (Εβρ. 10, 5, 7), (Ψαλμ. 39, 7 . 8).
Εδώ τώρα, εσύ αγαπητέ, να γίνεις κριτής ανάμεσα στο Χριστό και στον κόσμο και να αποφασίσεις ποιος θα σ’ εξουσιάζει, ο Χριστός ή ο κόσμος; Ποιον πρέπει ν’ ακολουθείς, εκείνον που θέλει τη σωτηρία σου με την οδύνη, ή εκείνον που ζητεί την απώλειά σου με την ηδονή; Είναι φανερόν ότι το πρώτο. “εις τούτο γαρ εκλήθητε, ότι και Χριστός έπαθεν υπέρ ημών, υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού” (Α’ Πέτρ. 2, 21). Όμως ο κόσμος είναι τόσο τυφλός, που όχι μόνο δεν γνωρίζει την αλήθεια, αλλά ούτε μπορεί να την γνωρίσει, καθώς λέγει η ίδια η αυτοαλήθεια. “και εγώ ερωτήσω τον πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, ό ο κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γιγνώσκει αυτό” (Ιω. 14, 16-17).
Εάν λοιπόν εσύ θέλεις να θεραπευθείς μέσα σ’ αυτόν τον τυφλό κόσμο και είσαι ικανοποιημένος να κυβερνάς τη ζωή σου με τα ψεύτικα διατάγματά του, ώ ταλαίπωρος που είσαι! Μόνος σου παραδόθηκες στα χέρια του θανατηφόρου εχθρού σου, όπως έκανε ο Σαμψών που παραδόθηκε στα χέρια των αλλοφύλων κι ακόμη έγινες μόνος σου φανερός αποστάτης του Κυρίου, του μόνου ευεργέτου σου. γιατί θέλησες να υπηρετείς τις αισθήσεις σου με τις ηδονές και προτίμησες μια ζωή τρυφηλή, μαλθακή και ηδονική, την οποία τόσο πολύ μίσησε ο Ιησούς μόλις γεννήθηκε, αν και αυτή η ζωή θεωρείται από τους άφρονες αλάνθαστη και αθώα!
Αχ αδελφέ μου! Και πιστεύεις εσύ ποτέ πως η άπειρη σοφία του Θεού θέλησε να βασανίσει τόσο πολύ το πανάγιόν της σώμα, όχι μόνο κατά την γέννησή του αλλά και σ’ ολόκληρη τη ζωή του και στο θάνατό του, εάν δεν ήταν αναγκαίο σε σένα να αποφεύγεις τις ηδονές και να σκληραγωγείς το σώμα σου;
Και σε τί θα ωφελήσει η ασεβής σου πρόφαση που λες πως ο Χριστός δεν σε προστάζει με εντολή να απέχεις από τις ηδονές και τις αναπαύσεις των αισθήσεων και του σώματος, αλλά ότι σε συμβουλεύει μόνο λέγοντας “όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι”; (Μάρκ. 8,36). Καλά, και έτσι υπολογίζεις εσύ τις συμβουλές της ακτίστου σοφίας, προφασιζόμενος προφάσεις εν αμαρτίαις θέλοντας να εξουσιάζεις (και να υπερασπίζεσαι) την τρυφηλή ζωή σου; Να ξέρεις λοιπόν ότι πρέπει να μιμείσαι τον Ιησού Χριστό, αν θέλεις να είσαι προορισμένος για την Βασιλεία των ουρανών. Άκουσε τώρα εκείνες τις φοβερές αποφάσεις που φωνάζει με δυνατή φωνή μέσα από τη φάτνη το Βρέφος ο Ιησούς.
“Ουαί υμίν τοις πλουσίοις, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών. ουαί υμίν οι εμπεπλησμένοι, ότι πεινάσετε. ουαί υμίν οι γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσετε. ουαί, όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι” (Λουκ. 6,24-26). Τί απαντάς σ’ αυτά εσύ, που θέλεις να περνάς τη ζωή σου με ανέσεις κι’ έπειτα επιδιώκεις γι’ αυτό να βρίσκεις ακόμη και δικαιολογίες; Θεωρείς πως αυτά που λέγει ο Κύριος είναι λόγια κενά και πως ο Θεός μίλησε χωρίς να μπορούν να εκπληρωθούν τα λόγια του; Αυτό βγάλτο από το μυαλό σου.
“Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι” (Ματθ. 24,35). Να αισχύνεσαι λοιπόν, να αισχύνεσαι για όλες τις ηδονές και απολαύσεις και να θεωρείς τον εαυτό σου ανάξιο του ονόματος του Χριστιανού, επειδή με τη ζωή και τα έργα σου πρόσβαλες πολύ την χριστιανική σου ιδιότητα και τόσες φορές προτίμησες να υπηρετήσεις τη σάρκα σου παρά το Θεό. Με την συμπεριφορά σου αυτή έγινες αιτία να βλασφημείται από τα έθνη ο χριστιανισμός και το υπερύμνητον όνομα του Θεού, καθώς αυτός ο ίδιος παραπονείται και λέγει. “δι’ υμάς διά παντός το όνομά μου βλασφημείται εν τοις έθνεσιν” (Ησ. 52, 5).
Γι’ αυτό αποφάσισε επιτέλους να απαρνηθείς όλες τις ηδονές που αποδεδειγμένα δεν είναι απαραίτητες στη ζωή σου και να δεχτείς στο εξής ευχαρίστως όλους τους σταυρούς και τις θλίψεις που θα σου στείλει ο Θεός. να αγκαλιάσεις την σκληραγωγία που περιλαμβάνει η αληθινή μετάνοια και να μη λογαριάζεις τίποτε άλλο για να την αγαπάς, παρά να λογαριάζεις μόνο την αγάπη που έδειξε ο Χριστός γι’ αυτήν ήδη από την γέννησή του.
Ευχαρίστησε τον Κύριο, που για την αγάπη σου θέλησε να γεννηθεί με τέτοια βάσανα. και προπάντων παρακάλεσέ Τον να σου δώσει χάρη να καταλάβεις καλά από το παράδειγμά του αυτή την αλήθεια. ότι δηλ. η παρούσα ζωή είναι καιρός για να κλαις και να θλίβεσαι κι όχι για να γελάς και να ξεφαντώνεις καθώς τονίζει ο Εκκλησιαστής “καιρός του κλαίειν” (3, 4) και με τον Εκκλησιαστή και ο Απόστολος. “ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν, ίνα και οι έχοντες γυναίκα, ως μη έχοντες ώσι, και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, και οι χαίροντες ως μη χαίροντες… παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου” (Α’ Κορ. 7, 29).
Από το έργο του Αγίου Νικοδήμου “Πνευματικά Γυμνάσματα“, Λόγος κ’, Γλωσσική απόδοση: ΑΓΑΘΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ, “ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ”, ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ, ΤΕΥΧΟΣ 4, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1999
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου