Ὁ π. Γαβριήλ, ὅταν μιλοῦσε γιὰ αἱρετικοὺς ἢ πιστοὺς ἄλλων θρησκευμάτων, τόνιζε πάντοτε ὅτι πρέπει νὰ ἐπιδεικνύουμε τὴν ἴδια ἀγάπη σὲ ὅλους. Μία μοναχή του εἶπε κάποια φορᾶ:
- Μίλησα μὲ ἕναν αἱρετικό. Ὀργίστηκα τόσο πολὺ ὅταν μὲ ἔβρισε, ποὺ νομίζω πὼς ἁμάρτησα. Ὁ π. Γαβριὴλ τότε τῆς ἀπάντησε γλυκά
Δὲν εἶναι πέτρινη ἡ καρδιά σου γιὰ ν’ ἀκοῦς ἀδιάφορα νὰ σὲ βρίζουν γιὰ τὴν πίστη σου. Ἂν δὲν εἶσαι ἁγνὸς καὶ ἄκακος σὰν μικρὸ παιδί, δὲν θὰ μπεῖς στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὄχι ὅμως νὰ ἔχεις καὶ τὸ μυαλὸ ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ!
Θὰ ἔρθει ἐποχὴ ποὺ θὰ σᾶς ὁδηγοῦν κοσμικοὶ ἄνθρωποι. Μακάρι νὰ μοῦ ἔρθει κάποιος αἱρετικὸς ἢ Βαπτιστὴς ἢ Μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβά. Θὰ τοὺς βάλω νὰ καθίσουν, θὰ τοὺς ταΐσω καὶ θὰ τοὺς διδάξω τὸν καλὸ λόγο. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ φάω μαζί τους. Δὲν θὰ καθίσω μὲ ἀπίστους.
Ὁ π. Γαβριὴλ δὲν ἐπέτρεπε στὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ μιλᾶνε μὲ αἱρετικοὺς γιατί ἔτσι ἄνοιγαν ἐπικοινωνία μὲ τὸ κακό.
Μία μέρα, δύο Ἰεχωβάδες πῆγαν σὲ ἕνα γειτονικό μου σπίτι κι οἱ γείτονες κάλεσαν ἐμένα νὰ τοὺς μιλήσω. Τοὺς μίλησα, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ἤθελαν νὰ καταλάβουν τίποτα. Ἐγὼ βιαζόμουν νὰ πάω στὸν π. Γαβριὴλ καὶ τοὺς ἄφησα. Στὸν Γέροντα δὲν ἔκανα λόγο καθόλου γι’ αὐτό. Κάποια στιγμὴ ὅμως μου εἶπε: Ποιός σου ἔδωσε τὸ δικαίωμα νὰ κάνεις κήρυγμα στοὺς Ἰεχωβάδες;
Δὲν εἶσαι ἀπόστολος. Ὅποιος ἐπιτρέπει σὲ αἱρετικὸ νὰ μπεῖ στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ τοῦ μιλήσει γιὰ τὴν ὀρθὴ πίστη, βάζει μέσα τὸν Πονηρό, καὶ πῶς μετὰ θὰ βγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ; Ἐσὺ εἶχες καμιὰ εὐλογία ἀπὸ ἱερέα νὰ κάνεις κήρυγμα;Ὅταν μιλᾶς μὲ αἱρετικούς, πρέπει νὰ ἀποκαλύπτεις τὰ λάθη τους.
Ὅμως ἐσὺ ἄρχισες νὰ μιλᾶς ἀλαζονικά, λέγοντας πὼς ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε πιὸ δυνατοί. Ἔτσι ὁδηγήθηκες ἀπὸ τὸν Πονηρὸ στὴν ἁμαρτία τῆς περηφάνιας. «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοϊς κυσὶ μηδὲ βάλατε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν χοίρων, μηδὲ καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ρήξωσιν ὑμᾶς».
Στοὺς αἱρετικοὺς δὲν κάνει νὰ μιλᾶς, γιατί τοὺς δίνεις ἀφορμὴ νὰ βλασφημοῦν περισσότερο τὸν Κύριο. Ἂν ὁ μουσουλμάνος τηρεῖ τὶς δέκα ἐντολές, θὰ τὸν εὐλογήσει ὁ Θεὸς καὶ θὰ τοῦ φανερώσει τὸ δρόμο πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ ἔτσι θὰ στραφεῖ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία. Ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος ποὺ τηροῦσε τὶς ἐντολὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἰλικρινά, καρδιακὰ καὶ ὄχι φαρισαϊκά. Κι ὁ Θεὸς τὸν ἐλέησε καὶ τὸν ξεχώρισε.
Σ’ ἕνα πυκνὸ δάσος ζοῦσε μία φυλή. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ὅταν χρειαζόταν, ἔφερναν βροχὴ μὲ τὴν προσευχή τους κι ὅ,τι ἄλλο ζητοῦσαν ὁ Θεὸς τοὺς τὸ ἱκανοποιοῦσε. Στὸ τέλος τοὺς ἔστειλε καὶ δύο ἱεραποστόλους, οἱ ὁποῖοι ὅταν εἶδαν τὰ θαυμαστὰ ποὺ συντελοῦνταν ἀπόρησαν καὶ εἶπε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον: «Βλέπεις αὐτοὶ πόσα μεγάλα θαύματα κάνουν μόνοι τους;
Αὐτοὶ δὲν προσκυνοῦν τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι καὶ τ’ ἄλλα εἴδωλα, ἀλλὰ προσεύχονται ἐνώπιον Ἐκείνου ποὺ δημιούργησε τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, τὸν οὐρανὸ καὶ ὅλα. Ὁ Θεὸς βλέπει τὴν καθαρὴ καρδιά τους καὶ γι’ αὐτὸ ἀκούει τὶς παρακλήσεις τους. Γι’ αὐτὸ ἔστειλε καὶ μᾶς ἐδῶ, γιὰ νὰ κηρύξουμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ τοὺς βαπτίσουμε. Τὸ γράφει τὸ Εὐαγγέλιο: “Ζητεῖτε καὶ εὔρησετε”».
Άγιος Γαβριὴλ ὁ διὰ Χριστὸν Σαλὸς