Ορθοδοξία

Τι είναι τα Χριστούγεννα και ποιοι αμφιβάλουν γι’αυτά

Τα Χριστούγεννα, είναι Θεοφανεία. Φανέρωσις του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος, στην Α’ προς Τιμόθεον επιστολή του κεφ. Γ: 16, γράφει: «Θεός εφανερώθη εν σαρκί”. Και πώς εφανερώθη ο Θεός εν σαρκί; Αφού γεννήθηκε ως άνθρωπος. Δηλαδή, άνθρωπος σαν κι εμάς, από σάρκα και αίμα. «Κεκοινώνηκεν σαρκός και αίματος», όπως αναφέρει στην Προς Εβραίους επιστολή 2/β: 14.

Τα Χριστούγεννα είναι η ημέρα που η αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας εορτάζει την κατά σάρκα γέννηση του Υιού του Θεού εκ της Υπεραγίας Θεοτόκου στο σπήλαιο της Βηθλεέμ της Ιουδαίας επί Καίσαρος Αυγούστου. Από τότε δε, αρχίζει και η εκκλησιαστική μας ιστορία.

Αυτή η φανέρωση του Θεού εν σαρκί, αυτή η γέννηση του Θεού ως ανθρώπου, είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό γεγονός διότι αυτό, αν εξαιρέσει κανείς τον Ευαγγελισμό προς την Παρθένο Μαρία που προηγήθηκε στην ουσία, σηματοδοτεί την έναρξη της σωτηριώδους οικονομίας και των γεγονότων που οδήγησαν τον άνθρωπο στην λύτρωση από την αμαρτία και στη δυνατότητα της αναστάσεως και της θεώσεως. Διότι φυσικά αν δεν υπήρχε το μυστήριον της σάρκωσης του Υιού του Θεού,, δεν θα υπήρχε και το σωτηριώδες Πάθος και δεν θα ακολουθούσε η Ανάστασις δια της οποίας αναστήθηκε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος από τον θάνατο και την πτώση της αμαρτίας.

Γιατί όμως είναι εορτή, και γιατί εορτάζεται; Στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, που είναι το σώμα του σαρκωθέντος Θεού, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ των εκκλησιαστικών εορτών και των γεγονότων που η Εκκλησία εορτάζει στις ιερές ακολουθίες της. Γιατί, ένα σωτηριώδες και θεόσταλτο γεγονός που κατά τη Θεία Οικονομία της Σωτηρίας του Κόσμου συνέβη σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή, συνέβη με τέτοιο τρόπο και με τέτοιο σκοπό, ώστε να μείνει μετά για πάντα. Δηλαδή συνέβη κατά τέτοιον τρόπο, για να γίνει λειτουργικό, που σημαίνει ανθρωποσωτήριο, συνεχώς παρατεινόμενο, μέσω όλης της ιστορίας της εκκλησίας επί γης, μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία και σ’ όλη την αιωνιότητα. Και αυτή η λειτουργική για τον άνθρωπο σωτήριος μεταφορά και προέκταση των θείων γεγονότων μέσω της ζωής μας σ’ αυτή τη γη, είναι πράγματι η ζωή της Εκκλησίας, και το εορτολόγιο της εκκλησίας είναι πράγματι η λειτουργία της. Η λειτουργία του ζώντος Θεού που με ζωοποιεί και μας σώζει.

Ολόκληρο το Ευαγγέλιο και τα Καινοδιαθηκικά γεγονότα της ιστορίας της σωτηρίας, συνοψίζονται στο Ευαγγέλιο, δηλαδή στη χαρμόσυνη αγγελία της ενσαρκώσεως του Θεού, της ενανθρωπίσεως του Χριστού. Ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί, ο Θεός Λόγος έλαβε σώμα, έγινε άνθρωπος. Και αυτό ακριβώς το Θεανθρώπινο γεγονός είναι εκείνο που εμείς εορτάζομε τα Χριστούγεννα. Το συγκεκριμένο γεγονός είναι η κατά σάρκα γέννηση του Ιησού Χριστού ως ανθρώπου. Και γι’ αυτό είναι επίσης ένα συγκεκριμένο γεγονός και η Ορθόδοξη χριστιανική εορτή των Χριστουγέννων μας. Γιατί κάθε Ορθόδοξη εκκλησιαστική εορτή και ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα, είναι για μας ορθόδοξη, λειτουργική και ευχαριστιακή μετοχή και κοινωνία μας, και οικείωσή μας, προς το μυστηριακό αλλά και πραγματικό γεγονός της σαρκώσεως του σωτήρος Ιησού Χριστού, «δι’ ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν», ως λέγει η Εκκλησία. «Ότι ετέχθη ημίν σήμερον, Σωτήρ, ος εστίν Χριστός, Κύριος εν πόλει Δαυίδ».

2. Αντιρρήσεις για τη γιορτή των Χριστουγέννων

Εν τούτοις υπάρχουν πολλοί οι οποίοι ονομάζονται «Χριστιανοί» οι οποίοι αρνούνται, (όσο παράξενο και αν φαίνεται αυτό) να εορτάσουν αυτό το συγκλονιστικό και συνάμα χαρμόσυνο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητος. Έχουμε κατά νου τους επονομαζόμενους «Μάρτυρες του Ιεχωβά» οι οποίοι προβάλλουν τις αντιρρήσεις τους για το εάν πρέπει να εορτάζεται το γεγονός αυτό της σαρκώσεως του Κυρίου και όσο μας επιτρέψει ο χρόνος, καλούμαστε να δώσουμε όσες απαντήσεις μπορούμε, δίνοντας ταυτόχρονα και την πραγματική διάσταση αυτού του χαρμόσυνου γεγονότος.

Ας αρχίσουμε όμως θέτοντας τα βασικά ερωτηματικά που καλούμαστε να απαντήσουμε και να αναλύσουμε. Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι «εάν πρέπει να εορτάζονται τα Χριστούγεννα», και γενικότερα «εάν υπάρχουν εορτές για τους χριστιανούς». Εάν δηλαδή οι Χριστιανοί αρμόζει να εορτάζουν ορισμένα θρησκευτικά γεγονότα.

Στη συνέχεια το επόμενο ερώτημα, έχει πολλές όψεις. Θα μπορούσαμε λοιπόν να το θέσουμε ως εξής: «Πότε και πώς και τι πρέπει να εορτάζουν οι χριστιανοί;» Αυτό βέβαια το ερώτημα μπορούμε να το συγκεκριμενοποιήσουμε και πρέπει για την εορτή των Χριστουγέννων. Ένα άλλο ερώτημα που ακολουθεί, είναι το «από πότε άρχισαν οι Χριστιανοί να εορτάζουν τα Χριστούγεννα;» Και αυτό το θέτουμε όχι μόνο για την ιστορική διάσταση του θέματος, αλλά και διότι έχουν προσπαθήσει οι επονομαζόμενοι «Μάρτυρες του Ιεχωβά» που προηγουμένως αναφέραμε, να «αποδείξουν» ιστορικά, ότι αυτή είναι μία εορτή η οποία δήθεν εισήχθη πολύ αργότερα και κατ’ αυτό τον τρόπο επιχειρούν να δικαιολογήσουν το γιατί αρνούνται τον εορτασμό της. Ένα επιπλέον ερώτημα ή θέμα που μπαίνει και που έχει σχέση με αυτή την εορτή των Χριστουγέννων, είναι τα περί της προσκύνησης των Μάγων και περί του Αστέρος, που τους οδήγησε στο να αναζητήσουν και να προσκυνήσουν τον βασιλιά των Ιουδαίων.

Τέλος, θα διερευνήσουμε το πότε πρέπει να εορτάζομε τα Χριστούγεννα και αυτό διότι έχουν αναφερθεί αντιρρήσεις από την προαναφερθείσα ομάδα ανθρώπων, ότι δεν είναι αυτή η ορθή ημερομηνία, (ο Δεκέμβριος μήνας), αλλά τοποθετούν τη Γέννηση του Χριστού στο μήνα Οκτώβριο. Αυτές και άλλες ερωτήσεις, γύρω από το ζήτημα του εορτασμού της του Χριστού Γεννήσεως, θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε και να απαντήσουμε.

Ας είμαστε λοιπόν πολύ συγκεκριμένοι, γιατί είναι σημαντικό να δούμε από κοντά τις θέσεις αυτών των μικρών ομάδων των λεγομένων «Χριστιανών», όπως είναι οι λεγόμενοι «Μάρτυρες του Ιεχωβά».

Μια πρώτη δικαιολογία που προβάλλεται, είναι η ακόλουθη: «Οι εορτές γενικώς και ειδικά αυτή της Γεννήσεως του Κυρίου, δεν είναι αυτό που φαίνεται, αλλά έχει (και έχουν οι εορτές), μία παγανιστική, μη Χριστιανική προέλευση, και μάλιστα συχνά συνοδεύονται από ελευθεριάζουσες πράξεις και δραστηριότητες, όπως είναι η οινοποσία, η μέθη, η πορνεία και άλλα. Αυτό αναφέρεται και αυτή τη δικαιολογία επικαλείται, το βιβλίο «Τα Πάντα Δοκιμάζετε..» στη σελίδα 241. Είναι βιβλίο των λεγομένων «Μαρτύρων του Ιεχωβά».

Ένα δεύτερο επιχείρημα που προβάλλεται, είναι ότι οι γιορτές δεν μνημονεύονται στην Αγία Γραφή εκτός κάτω από αρνητικές περιστάσεις, όπως οι συντροφιές των γεννεθλίων, στις οποίες κάποιος πάντοτε θανατώθηκε. Και προβάλλεται η περίπτωση τόσο των γεννεθλίων του Φαραώ όπου άνθρωποι θανατώθηκαν, όσο και των γεννεθλίων του Ηρώδη κατά τα οποία θανατώθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής. Προβάλλεται αντ’ αυτού η αντίληψη ότι η μόνη προσταγή του Κυρίου για να γιορτάζουμε κάτι, είναι «το Δείπνο του Κυρίου». Όλα αυτά βρίσκονται στο ίδιο βιβλίο «Τα Πάντα Δοκιμάζετε» στη σελίδα 235 -236.

Και ένα τελευταίο επιχείρημα και αντίληψη – αιτιολογία που προβάλλεται, είναι ότι οι γιορτές γενικώς ειδωλοποιούν κάτι ή κάποιον άλλον εκτός του Θεού, και η Αγία Γραφή λέει «φεύγετε από την ειδωλολατρία» και δεν είναι οι Χριστιανοί μέρος του κόσμου, δεν είναι εκ του κόσμου, και συνεπώς γιατί να γιορτάζουν πράγματα τα οποία ειδωλοποιούν οτιδήποτε; Αυτά από το ίδιο βιβλίο που αναφέραμε, από τη σελίδα 241 και 242.

Τέλος σχετικά με τα Χριστούγεννα, προβάλλουν το επιχείρημα ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, και έτσι, γιατί να γιορτάζει κανείς, κάποια ημερομηνία που συμπίπτει με το χειμερινό ηλιοστάσιο που εορταζόταν παλιά από τους λάτρεις του ήλιου;

Προτού να εξετάσουμε αυτές τις αντιρρήσεις, ας δούμε κάποιες αρχές, γενικές αρχές πρώτα, που τόσο οι λεγόμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά, όσο και οι Χριστιανοί συμφωνούμε, ότι είναι βασικές και δεν επιδέχονται περαιτέρω διαπραγμάτευση. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε την ερμηνεία που δίνουν οι λεγόμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά σ’ αυτά, και θα αποκαλύψουμε την ασυνέπεια της Εταιρίας Σκοπιά και την αποτυχία τους να αντιληφθούν τη Χριστιανοσύνη.

Κατ’ αρχήν να πούμε ότι η Αγία Γραφή είναι πολύ σαφής όταν λέει μερικά πράγματα, τα οποία δεχόμαστε: Ότι δεν είμαστε εκ του κόσμου. Και εμείς πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να έχουμε κοσμικό φρόνημα, κατά το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, 17/ιζ κεφάλαιο, 16 εδάφιο. Ότι πρέπει να απέχουμε από το πονηρό, σύμφωνα με την προτροπή του αποστόλου Παύλου, στην Α΄ Θεσσαλονικείς, 5/ε: 22. Ότι δεν συμμετέχουμε, και πρέπει να αποφεύγουμε να συμμετέχουμε στα έργα τα άκαρπα του σκότους, σύμφωνα με την προς Εφεσίους επιστολή επίσης του αποστόλου Παύλου, 5/ε: 11, και 13/ιγ: 12. Και ότι δεν υπάρχει κοινωνία ανάμεσα στο φως και στο σκότος, σύμφωνα με τη Β΄ Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου, 6/στ: 14. Όλοι όσοι ισχυριζόμαστε ότι είμαστε Χριστιανοί, πράγματι πιστεύουμε, και θέλουμε να ζούμε μ’ αυτές τις αρχές. Η αντιπαράθεση αρχίζει, όταν αυτές οι αρχές ερμηνεύονται για να τεθούν σε εφαρμογή στην καθημερινή ζωή.

Πηγή: Μιχάλης Μαυροφοράκης και Αγάπιος Ματσαγκούρας-Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: “Ορθοδοξία και Αίρεση”, του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του- www.oodegr.com