Ορθοδοξία

«Ο Γέροντας Ανανίας και ο νεαρός Δημήτρης μιλάνε για την Πίστη», Β’ μέρος

«Συνεχίζεις, Δημήτρη μου, τις καίριες ερωτήσεις σου, δείχνεις δηλαδή ότι πράγματι δεν έχεις κουραστεί. Πολύ σωστά ρωτάς τι γίνεται με τις αρετές αυτές. Λοιπόν… αφού κάνουμε τη διάκριση ότι αλλιώς κατανοεί ο αρχαιοελληνικός και όχι μόνο κόσμος τις αρετές κι αλλιώς ο χριστιανικός – οι χριστιανοί τις κατανοούμε ως καρπό της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στον καλοπροαίρετο άνθρωπο που συνεργάζεται με τον Θεό, ενώ οι υπόλοιποι τις κατανοούν κυρίως ως κατόρθωμα του ίδιου του ανθρώπου, συνεπώς μπορεί και να καυχηθεί αυτός για την απόκτησή τους – όλες οι αρετές προϋποθέτουν την αγάπη και οδηγούν σ’ αυτήν. Θέλω να πω ότι χωρίς την αγάπη, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, καμία αρετή δεν έχει αξία και σημασία.

Όπως μάλιστα ανέφερα μπορεί και να γίνει στοιχείο αρνητικό της ζωής του ανθρώπου, αν τον οδηγήσει στην υπερηφάνεια. Γιατί, Δημήτρη μου, σκέψου, τι είναι η πίστη στον Χριστό; Δεν είναι η αγάπη σ’ Εκείνον που Τον αποδέχεσαι με τον τρόπο που ήλθε: ως Διδάσκαλο, ως πνευματικό Βασιλιά, ως Αρχιερέα που θυσιάστηκε για τους ανθρώπους; Κι η ταπείνωση που μνημόνευσες: δεν είναι κι αυτή καρπός αγάπης προς Εκείνον, γιατί Τον αποδέχτηκες ως τον Δημιουργό σου, ως τον Προνοητή σου, ως τον Κυβερνήτη σου, συνεπώς με επίγνωση ότι χωρίς Αυτόν ούτε θα υπήρχες αλλ’ ούτε και θα μπορούσες κάτι να κάνεις ή να επιτύχεις; Κοίτα πόσο άμεσα και καθαρά μας το είπε ο Κύριος: “Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν”!

Τι άλλο θέλουμε για να είμαστε προσγειωμένοι στις μηδαμινές δυνατότητές μας, οι οποίες όμως μόλις ενισχυθούν από Εκείνον γίνονται παντοδύναμες, σαν να είμαστε κι εμείς ο ίδιος ο Χριστός! Γι’ αυτό και δεν μπορεί να υπάρξει ασφαλώς η αγάπη, όπως την αποκαλύπτει ο Χριστός, χωρίς την πίστη σ’ Αυτόν και χωρίς την ταπείνωση. Στο θέμα της ταπείνωσης μάλιστα πρέπει κανείς να επιμείνει. Γιατί οι άγιοί μας την θεωρούν ως τη βάση όλων των αρετών, συνεπώς και της ίδιας της αγάπης, πάντοτε όμως με την παρατήρηση που κάναμε: η αρετή ως καρπός της ενέργειας του Θεού στον άνθρωπο που θέλει τον Θεό στη ζωή του».

Έξυσε το κεφάλι του λίγο με αμηχανία ο Δημήτρης. Φάνηκε να κοκκινίζει λίγο, δείγμα ότι τα πράγματα άρχιζαν πλέον να… ξεφεύγουν. Το κατάλαβε αμέσως ο Γέροντας κι ένιωσε λίγο να τον ελέγχει η συνείδησή του. Σαν να προχώρησε πολύ, σαν να φόρτωσε πολλά την ψυχή του νεαρού συζητητή του.

«Αρκετά όμως, Δημήτρη. Μέχρις εδώ. Ό,τι και να ρωτήσεις και να πεις, δεν θα το δεχτώ, γιατί έχω αρχίσει να κουράζομαι. Πρέπει να διακόψουμε. Κάποια άλλη φορά, τώρα που γνωριστήκαμε, θα συνεχίσουμε. Φτάσαμε στα… όριά μας… δεν νομίζεις;»

«Χμ… ναι, Γέροντα», έκανε με αμηχανία ο Δημήτρης. «Νομίζω ότι έχω αρχίσει και χάνω… την μπάλα, που λένε».

Σηκώθηκαν και βγήκαν έξω να αναπνεύσουν λίγο φρέσκο αέρα. Η γάτα που πράγματι είχε κάνει τη ζημιά, τότε που ακούστηκε ο θόρυβος  – βρέθηκε ότι είχε ρίξει μία μικρή στάμνα με νερό – έτρεξε αμέσως προς τον Γέροντα και άρχισε να τρίβεται στα πόδια του. Την έπιασε εκείνος, τη χάιδεψε λίγο και την άφησε με πολλή στοργή κάτω. «Η παρέα μου», είπε, «κι αυτή και οι άλλες». Δεν απόσωσε κι άλλες τρεις φάνηκαν που ‘τρεξαν κι αυτές κοντά του νιαουρίζοντας και δείχνοντας την αγάπη τους…

Ο Γέροντας με τον Δημήτρη στο πλάι του άρχισε να του δείχνει την… πραμάτεια του μικρού περιβολιού του. Του εξηγούσε το τι καλλιεργούσε, τι υπήρχε, ανοιγόταν στην ευρύτερη περιοχή, μιλώντας για τη χλωρίδα και την πανίδα του τόπου. Ο Δημήτρης θαύμαζε τον πλούτο γνώσεων του Γέροντα, όχι μόνο των θεολογικών, αλλά αυτήν τη φορά και των βοτανολογικών, όπως και παρατήρησε κάτι που αναστατωμένος όπως ήλθε δεν είχε επισημάνει. Τα χέρια του Γέροντα… Σκληρά, ροζιασμένα, χέρια εργάτη και δουλευταρά.

Το κατάλαβε ο Γέροντας. «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγεῖ τόν ἄρτον σου”, Δημήτρη μου. Αν δεν φυτέψω, δεν καλλιεργήσω, δεν φροντίσω γενικότερα, δεν θα έχω αυτά που είναι εντελώς απαραίτητα για τη διαβίωσή μου εδώ. Είναι και ο τρόπος που λέει και ο απόστολος: “Ὑποπιάζω τό σῶμα μου καί δουλαγωγῶ”. Μαζί με τις πνευματικές ασκήσεις, είναι εντελώς απαραίτητες και οι σωματικές. Μάλιστα θα σου έλεγα ότι αν δεν ξεκινήσει κανείς από τα σωματικά, δύσκολα περνά στα πνευματικά. Αυτό και σου προτείνω, Δημήτρη. Καλές οι αναζητήσεις, καλές οι συζητήσεις, αλλά κινητοποίησε όσο μπορείς και το σώμα σου από πλευράς εργασίας. Η σωματική κόπωση, θα το δεις πολύ σύντομα, θα σε ισορροπήσει πνευματικά. Γιατί είμαστε σώμα και ψυχή. Και τα δύο χρειάζονται τα δικά τους».

Ήταν και οι τελευταίες κουβέντες του Γέροντα, ο οποίος αγκάλιασε τον Δημήτρη, τον ασπάστηκε, του ευχήθηκε καλή επάνοδο και καλή πνευματική πορεία. «Και μην ξεχνάς τις επισκέψεις σου στον πνευματικό σου, Δημήτρη. Εκείνος θα σε καθοδηγεί στα πνευματικά μονοπάτια της ζωής σου. Κι όποτε θέλεις, να έρχεσαι να ξεκουράζεσαι στο ταπεινό κελάκι μου, παρέα και με τις γατούλες του Θεού. Στην ευχή του Χριστού και της Παναγίας».

«Ευλογείτε, Γέροντα. Σας ευχαριστώ με την καρδιά μου. Να εύχεστε…», είπε ο Δημήτρης κι ασπάστηκε το ροζιασμένο και δουλεμένο χέρι του, καταβρέχοντάς το με τα δάκρυά του…

Πρώτο μέρος ΕΔΩ

Πηγή: ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ-παπα Γιώργης Δορμπαράκης