Ορθοδοξία

Ο Βουδιστής μοναχός που έγινε Ορθόδοξος μιλά για γιόγκα, διαλογισμό και Ορθοδοξία

Η Μεγάλη Σαρακοστή είναι περίοδος έντονης πνευματικής αξιολόγησης. Ολόκληρη η εκκλησία αρχίζει ένα συλλογικό ταξίδι προς την Ιερουσαλήμ, μαζί με τον Χριστό. Ολόκληρο το 40ήμερο μεταμορφώνεται σε ένα κοσμικό δράμα, που αιωρείται μέσα σε ένα χρόνο που σπανίως είχα βιώσει στον Βουδισμό. Ο χρόνος έμοιαζε να σμικρύνεται σχεδόν αναλογικά με το πόσο μεγάλωναν οι ακολουθίες. Κατά περίεργο τρόπο, ο χρόνος χρησιμοποιόταν για να εξαφανίσει τον χρόνο.

Είχα παρευρεθεί σε μακροσκελείς τελετές και στον Βουδισμό. Περιστασιακά, είχα νοιώσει πως είχαν προχωρήσει πιο γρήγορα από το αναμενόμενο. Ποτέ όμως δεν είχα βιώσει τον χρόνο με την έννοια του «αιωνίου». Και πάλι, ξέρω πόσο δύσκολο είναι να κατανοηθεί αυτό, όμως, η παρατεινόμενη διάρκεια των ακολουθιών και των Λειτουργιών έμοιαζε να καταρρέει, μέσα σε μια αιωνιότητα άχρονη που δεν είχα ποτέ αισθανθεί τόσο έντονα… Η κάθε λέξη του ύμνου ή της ακολουθίας έμοιαζε να απευθύνεται σε μένα… Κάθε εδάφιο που αναφερόταν στους χαμένους και μπερδεμένους και ταλαιπωρημένους από τις περιστάσεις της ζωής, διαβαζόταν για μένα… Είχα ανακαλυφθεί από την Αγάπη, αλλά συνέχιζα να είμαι χαμένος… Έφευγα κάθε βράδυ, νοιώθοντας πως όλα όσα είχαν ψαλλεί ή διαβασθεί, ήταν ακριβώς αυτά που θα έλεγα εγώ, αν θα μπορούσα ποτέ να εκφωνήσω κάτι τόσο ωραίο και αληθινό. Άφησα την χορωδία να ψάλλει τις δικές μου δοξολογίες, και τον αναγνώστη να απαγγείλει την δική μου αγάπη. Καθώς η Σαρακοστή βάθαινε και γινόταν ακόμα πιο απέραντη και πλατύτερη (και ομολογουμένως πιο πένθιμη), άρχισα να βιώνω τον χρόνο μέσα στην εκκλησία όπως κανένα άλλο χρόνο.

Παρ’ ότι ξόδευα ώρες σε διαλογισμό και εβδομάδες σε μοναχική απομόνωση, ποτέ δεν είχε γίνει ο χρόνος τόσο στάσιμος. Οι ακολουθίες της Μεγάλης Σαρακοστής άρχισαν να με αλλάζουν. Ένα βράδυ, κατά την διάρκεια του Κανόνα της Εβδόμης Ώρας (νομίζω…), τα γόνατά μου λύγισαν… Κατάλαβα τον εαυτό μου να γονατίζει ενώπιον του Θεού και ένοιωσα φοβερά άσχημα που συγκρατιόμουν τόσο καιρό… Ένοιωσα τόσο κορόϊδο και υπερόπτης βλάκας… Τα πάντα μέσα μου μού είχαν πει για την Μεγάλη Αγαθή Καρδιά του Χριστού, και εγώ είχα αρνηθεί την αγκαλιά Του… Όταν το μέτωπό μου άγγιξε το πάτωμα, τότε ο Θεός άγγιξε την καρδιά μου… Με έπιασαν λυγμοί… Όταν ο πατήρ Βίκτωρ πλησίασε να θυμιατίσει την εικόνα, ήξερα πως είχε αντιληφθεί το κλάμα μου… Δεν μπορούσα να σταματήσω… Ντράπηκα τόσο πολύ… Ένοιωσα τόσο εκτεθειμένος… Τριγύρω μου ήταν ο κόσμος που συναναστρεφόμουν σε τακτική βάση, όλες τις τελευταίες εβδομάδες. Με είχαν δει αυθάδη, μέσα στον Βουδισμό μου, και φαίνονταν να κρατούν απόσταση από μένα. Με είχαν δει να κάνω πίσω. Με είχαν δει να κάνω τον σταυρό μου και να συνεχίζω να κάνω πίσω. Τώρα έβλεπαν τα γόνατά μου να λυγίζουν, και το μέτωπό μου να αγγίζει το ξύλινο πάτωμα, και εμένα να κλαίω, καθώς ο Θεός μου ράγιζε την καρδιά…

Μου ράγισε την καρδιά εκεί, επί τόπου… Μπορώ να σας υποδείξω και το ακριβές σημείο… Με είχε καλέσει μέσα στη νύχτα. Είχε διεισδύσει μέσα μου σαν Φως. Τώρα, μου ράγισε την καρδιά… Δεν μπορώ να το εξηγήσω πιο καθαρά. Ο Θεός συνέτριψε την καρδιά μου, και την υπεροψία μου, και την μοναχικότητά μου, και είχε κάνει την μοναξιά κάτι το αδύνατο. Με κρατούσε μετέωρο μέσα στον χρόνο και στην Αγάπη, παρ’ ότι δεν μου άξιζε ούτε μια κεραία από αυτήν.

Τώρα ήμουν διαλυμένος από την Αγάπη. Ήμουν ζητιάνος. Είμαι ζητιάνος.

Οι εσπερινοί έγιναν πιο συχνοί και με περισσότερη ένταση. Η σύζυγός μου θύμωνε, που έλειπα τόσο πολύ, και είχαμε συχνές διαφωνίες. Δεν μου προσφερόταν πολλή προσωπική υποστήριξη για την συνέχιση αυτής της κίνησης προς την Χριστιανική Οδό. Οι φίλοι μου νόμιζαν πως τρελάθηκα. Οι Βουδιστές-μέλη του sangha δεν γνώριζαν καν για τον παράλληλο εκκλησιασμό μου. Όσο περισσότερο ένοιωθα την έλξη προς την εκκλησία, τόσο μεγαλύτερες ήταν οι δυνάμεις που με τραβούσαν προς τα πίσω. Οι αντιφάσεις, και η δική μου υποκρισία της συμμετοχής σε Χριστιανική εκκλησία ως Βουδιστής, έγιναν προφανείς ακόμα και σε μένα.

Εκείνο ακριβώς το βράδυ κατάλαβα πως δεν υπήρχε γυρισμός. Ήμουν ερωτευμένος, και έπρεπε να πλησιάσω όσο πιο κοντά μπορούσα σε εκείνη την Πηγή της Αγάπης. Νομίζω πως για ένα διάστημα ήμουν λιγάκι τρελός. Η λαχτάρα δεν έφευγε. Έμοιαζε να διογκώνεται με την πάροδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Έκλαιγα, με την παραμικρή αφορμή… Περπατούσα στον δρόμο και έβλεπα ένα ζευγάρι γερόντων να κρατιόνται χέρι-χέρι, και τα μάτια μου αμέσως βούρκωναν… Στις ακολουθίες και στην Λειτουργία χανόμουν… Στο άκουσμα της καμπάνας όταν άρχιζε να απαγγέλλεται το Πιστεύω, γυρνούσα αλλού το κεφάλι, δακρυσμένος… Λες και δεν ήταν αρκετό, που έσταζε η μύτη μου… Προσπάθησα να εξηγήσω στην γυναίκα μου πώς, ενώ μπορώ να προσκομίσω χιλιάδες εκδόσεις σπουδαίων βιβλίων για να υποστηρίξω κάθε πρόταση του Πιστεύω, θα κατέρρεαν όλα, μπροστά σε μια χούφτα δακρύων… Καθιέρωσα να κάθομαι σε μια γωνιά του ναού, επειδή ένοιωθα τόσο ντροπιασμένος. Μου έλειπε η μπροστινή σειρά, όπου άκουγα την χορωδία πιο καθαρά, αλλά προτίμησα την γωνία μου, και ένοιωθα σαν ζητιάνος που ζεσταίνει τα χέρια του σε υπαίθρια φωτιά φτωχών αστέγων.

Έγραψα στον πατέρα Δαμασκηνό ο οποίος βρισκόταν στην Αλάσκα, και στον εφημέριο του Καθεδρικού Ναού της Αγίας Τριάδος, τον πατέρα Βίκτωρα Σοκολωβ, να τους ενημερώσω για όσα μου συνέβαιναν, και για την αυξανόμενη ανάγκη μου να εξετάσω την δυνατότητα για περαιτέρω εξερεύνηση της Ορθοδοξίας, με πιο σοβαρό τρόπο. Ο πατήρ Δαμασκηνός ανταποκρίθηκε με μια θαυμάσια επιστολή και ενθάρρυνση. Η καλοσύνη του με άγγιξε βαθύτατα. Ζήτησα να συναντηθώ με τον πατέρα Βίκτορα.

Ήξερα πως ο δάσκαλός μου θα επέστρεφε σύντομα, έτσι, του τηλεφώνησα και ζήτησα να προγραμματίσει λίγο χρόνο, για να τα πούμε οι δυο μας. Είχα παραβιάσει τους όρκους μου σ’ αυτόν, όχι επειδή είχα αρχίσει να ενστερνίζομαι τον Χριστιανισμό, αλλά επειδή δεν τον εμπιστευόμουν αρκετά, για να κατανοήσει την εμπειρία μου με το Φως Που Δεν Είναι Φως και Που Γνωρίζει Το Όνομά Μου.

Ένοιωθα πως, εφ’ όσον τηρούσε θέση αθεϊστική, δεν θα κατανοούσε εκ των προτέρων την ουσία της εμπειρίας του Φωτός. Εκείακριβώς είχα πατήσει τους όρκους μου. Είχα παραβιάσει την εμπιστοσύνη δασκάλου-μαθητού όταν δεν του ζήτησα τότε να με απαλλάξει από τους όρκους μου. Και ήταν ακριβώς πάνω σε εκείνη την παραβίαση, που μπόρεσα να ανοιχτώ στην πλήρη εκδήλωση του Αγίου Πνεύματος. Είχα δεσμεύσει ένα μέρος του εαυτού μου να μην ανοιχτεί, λόγω των όρκων που είχα πάρει.Εκείνοι οι Βουδιστικοί όρκοι ήταν κάποτε το επίκεντρο της ταυτότητάς μου και της ζωής μου. Προσπάθησα να πάρω τους όρκους αυτούς στα σοβαρά. Αγαπούσα τον Ρινποτσε. Ακόμα τον αγαπώ. Ένοιωθα μια απίστευτη ευθύνη να συνεχίσω μυστικά εκείνον τον συνειρμό και την μέθοδο που βοηθούσε τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν τα πρότυπα που τους αναχαιτίζουν όταν πρέπει να χαλαρώσουν και να εισδύσουν στην φυσική αγαθότητα του είναι και του μη-είναι. Είχα δεσμευθεί σ’ αυτό, και ελπίζω να έχει μείνει μέσα μου ένα κομμάτι εκείνης της δέσμευσης προς το αγαθό και της απελευθέρωσης.

Συναντήθηκε με τον Ρινποτσε και αρχίσαμε να συζητάμε. Ρώτησα αν μπορούσαμε να μεταφερθούμε από το καθιστικό του στο ιδιωτικό γραφείο του, για να έχουμε περισσότερη απομόνωση. Ξέρω πως είχε αντιληφθεί την αμηχανία μου. Του είπα τι είχε συμβεί. Προσπάθησα να του εξηγήσω πλήρως την εμπειρία με το Φως Που Δεν Είναι Φως και Που Γνωρίζει Το Όνομά Μου. Νομίζω πως «είδε» μέσα μου την πραγματικότητα αυτής της εμπειρίας. Μπορεί να καθρεφτιζόταν στα δάκρυά μου. Για άλλη μια φορά, χανόμουν μέσα σε εκείνα τα δάκρυα χαράς και τρόμου. Φοβήθηκα πως είχα κόψει το νήμα που με έτρεφε πνευματικά. Ζητούσα να με βγάλει από την γραμμή ενέργειας που διαπερνά τον κόσμο σαν ποτάμι. Με είχαν βγάλει από την φλέβα εκείνη. Ήμουν πια «εκείνος ο πρώην Βουδιστής». Μου είχαν αρπάξει όλους τους θεούς μου, τις εικόνες της συναίσθησης, τον τρόπο που καθρεφτιζόταν ο κόσμος. Τα Yidam και οι Προστάτες με τους οποίους μοιραζόμουν ένα κόσμο, δεν ήταν πλέον στη διάθεσή μου. Ήταν μια περίεργη απώλεια, αλλά ήταν και πανίσχυρη.

Τελείως αιφνιδιαστικά, ζήτησα να αποδεσμευτώ από τους όρκους μου. Τα λόγια αυτά πετάχτηκαν από το στόμα μου σαν από έκρηξη. Αισθάνθηκα απαίσια. Άκουσα τα λόγια μου να ζητάνε να απαλλαγώ από τους όρκους μου, και ένοιωσα πως είχα προδώσει έναν άνθρωπο που αγαπούσα και που με αγαπούσε ειλικρινά. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Πνευματικός Πατέρας μου επί σχεδόν οκτώ χρόνια. Ήξερα πως τον πονούσα. Τον πονούσα, επειδή με αγαπούσε και εγώ το γνώριζα αυτό, αλλά και επειδή είχα δεσμευθεί να προστεθώ στην φλέβα της γραμμής αυτής μέχρι να έχουν απελευθερωθεί όλα τα όντα. Ήταν κάτι περισσότερο από ένα προσωπικό όρκο σ’ αυτόν μόνο. Το ήξερα αυτό. Εκείνες οι μέθοδοι θεώρησης και αναγνώρισης μέσα στο απέραντο εύρος των όντων και κόσμων και ενεργειών ήταν τα κεντρικά σημεία αναφοράς της ζωής μου. Μέσα στον Βουδισμό υπάρχουν ρυάκια απελευθέρωσης που κατέχουν συγκεκριμένες κοσμολογίες και τρόπους θεώρησης του κόσμου. Όλα τους αναφέρονται στην βάση της θρησκείας τους περί συμπόνοιας και εγρήγορσης. Εγώ ζητούσα να ΜΗΝ συμμετέχω σε οτιδήποτε άλλο, εκτός από το sangha.

Όλα χαράχθηκαν σε μια θλίψη. Ο Ρινποτσε είπε πως θα με ελευθέρωνε από τους όρκους μου. Μου είπε να εξερευνήσω το Χριστιανικό Μονοπάτι επί ένα χρόνο, και, αν ήθελα, εντός εκείνου του χρόνου, θα μπορούσα να επιστρέψω στους όρκους μου.Είχε αντιληφθεί πως πέρασα κάποιο είδος μεταμόρφωσης, αλλά δεν έχω ιδέα τι ακριβώς «είδε». Όπως πάντα, ήταν υπέρμαχος της καλοσύνης και μου έδωσε περιθώρια ευρυχωρίας, μια τέτοια τρομερή στιγμή. Πάντα κατάφερνε να αντιστρέψει μια στιγμή αναταραχής του είναι… Γι’ αυτό ήταν τόσο καλός δάσκαλος για μένα. Αντέστρεψε τα πρότυπα της αντίδρασής μου προς τον κόσμο. Όμως, χάρη στην εμπειρία του Φωτός του Θεού, όλα αυτά υποσκελίσθηκαν. Του είπα πως δεν πρόκειται να του αποκρύψω τίποτε, και πως σκόπευα να εμβαθύνω όσο μπορούσα στην εμπειρία αυτή. Μου είπε πως η μόνη υποχρέωση που είχα πλέον απέναντί του, ήταν να είμαι καλός Χριστιανός.

Νομίζω πως κλάψαμε μαζί. Έτσι το θυμάμαι τουλάχιστον. Αλλά μπορεί να ήταν μόνο εγώ. Τον άφησα, σε μια κατάσταση σοκ. Σαν να είχε μόλις πεθάνει κάποιος. Με διακατείχε ένα απαίσιο συναίσθημα… σαν να είχε συμβεί κάποιο δυστύχημα όπου όλα μετά αλλάζουν, μέσα σε μια στιγμή. Εκείνη η φρικτή στιγμή, όπως όταν ο δεκαπεντάχρονος πιτσιρικάς κρατάει ένα πιστόλι και ξαφνικά πιέζει την σκανδάλη… Είναι εκείνη η σαρωτική στιγμή βεβαιότητας και τρόμου, όταν κάτι γεννιέται και κάτι ξεθωριάζει την τελευταία στιγμή… Ο Ρινποτσε πάντα προσπαθούσε να μας δείξει πώς να μεταβάλλουμε τέτοιες στιγμές, σε «σημεία εγρήγορσης».

Οδηγούσα πάνω από την γέφυρα του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο, όταν μου ήρθε ξαφνικά η σκέψη πως, πέρα από την θλίψη αυτή, υπήρχε η αίσθηση της βεβαιότητας πως η απόφασή μου ήταν σωστή. Οφειλόταν στην περίεργη, γλυκόπικρη ανάμνηση του Φωτός Που Δεν Είναι Φως και Γνωρίζει Το Όνομά Μου. Ακόμα και μέσα στην στενοχώρια εκείνη, το Φως ήταν παρόν. Άρχισα να θυμάμαι, και να επαναφέρω τα πάντα στη μνήμη μου, από το μεταμεσονύχτιο κάλεσμα και την αναζήτηση διαρρηκτών… Όλο τον ξεχνάω τον Θεό. Αυτό είναι το κουσούρι μου. Είχα ξεχάσει τον Θεό επί είκοσι ολόκληρα χρόνια… Με είχαν κυριολεκτικά καλέσει να ξυπνήσω, με οδήγησαν μέχρι την εξώπορτα, και με είχαν καλέσει να μπω μέσα… Προσπάθησα να θυμηθώ την πρώτη φορά που έκανα τον σταυρό μου, και το σημείο όπου ο Θεός μου ράγισε την καρδιά.

Καμιά φορά, ο Θεός πρέπει να μας χτυπήσει με ένα καδρόνι στο κεφάλι, προκειμένου να καταλάβουμε τι μας γίνεται. Το στομάχι μου είχε γίνει ένας κόμπος, και όμως, κάπου υπήρχε ένα μικρό στίγμα που έλεγε πως τα πράγματα ήταν εντάξει. Ήταν ένα μικρό επίκεντρο γαλήνης. Αυτός ο κυκλώνας είχε ένα μάτι. Η αμφιβολία και η θλίψη δεν ήταν παρά η ατμόσφαιρα που περιέβαλλε αυτό το μικρό στίγμα βεβαιότητας για την αγάπη του Θεού. Ήταν ζήτημα επίμονης ανάκλησης στη μνήμη κατά την διάρκεια της ημέρας, για να διαπιστώσω πως ήταν παρούσα.

Κάποια φορά, σε ένα τηλεοπτικό επεισόδιο των «X Files», η πρωταγωνίστρια στο τέλος του επεισοδίου κλείνει με τα λόγια: «Ας υποθέσουμε πως (ο Θεός) καλεί συνεχώς, και κανείς δεν Τον ακούει». Προ ετών, θα σχολίαζα πως «είναι ζήτημα συχνοτήτων». Σήμερα πιστεύω πως είναι ζήτημα Χάριτος. Τελικά, υπήρχε ένας προορισμός σ’ αυτήν την περίεργη συμβολή χρόνου-περιστάσεων-Μυστηρίου. Μέσα σ’ αυτό το μεγάλο δράμα φαίνεται να υπάρχει Οικονομία για την ύπαρξη ενός κενού, ώστε μια κεντρική Πηγή Αγάπης που γίνεται Λόγος και Πνεύμα να σαρώσει όσα είναι και δεν είναι, καλώντας όλους και όλα πίσω στην Θεία Αγάπη. Δεν μπορώ να κάνω πιο σαφή εξήγηση. Αλλά φαίνεται πολύ πιθανό να έχω και απόλυτο δίκιο. Έστειλα e-mail στον πατέρα Βίκτορα, ενημερώνοντάς τον πως είχα ελευθερωθεί από τους όρκους μου. Ζήτησα συνάντηση, προκειμένου να μάθω πού θα πήγαινα από δω και πέρα. Συνέχιζα να εκκλησιάζομαι μέσα στην Μεγάλη Σαρακοστή. Όταν έφθασε η ημέρα του Πάσχα, ήμουν κουρασμένος. Για να λέμε την αλήθεια, ήμουν εξαντλημένος. Είχα στραγγίσει και αδειάσει τελείως, εκτός από εκείνο το μικρό Φως που βρισκόταν κάπου στο βάθος. Τα πάντα είχαν αναποδογυριστεί. Νομίζω πως έτσι πρέπει να έγινε η σειρά των γεγονότων. Και όμως, ολόκληρη η ροή και συμβολή των περιστάσεων έμοιαζε με παλίρροια και άμπωτη σε κάπως πιο γρήγορους ρυθμούς που δεν μπορούσα να παρακολουθήσω… Τα μέσα-έξω γυρίστηκαν όλα, μέσα σε ελάχιστους μήνες… Θύμιζε ένα τραγούδι με τίτλο «Τσακωτός, μεσ’ το Εκτυφλωτικό το Φως»…

Συναντήθηκα με τον πατέρα Βίκτορα και συζητήσαμε. Μου πρότεινε μερικά βιβλία και με ενθάρρυνε να συνεχίσω τον εκκλησιασμό. Μου υπενθύμισε πως υπήρχε μια ομάδα μελέτης κάθε λίγες εβδομάδες, μετά τον Εσπερινό. Οι συναντήσεις αυτές ήταν πολύ φιλικές. Δεν ήξερε ο ίδιος πότε ακριβώς το είπε, πάντως, ήταν μια από τις πιο σημαντικές συμβουλές που θα μπορούσε κανείς να δώσει σε ένα Βουδιστή που προσέβλεπε στον Χριστό. Το είπε φευγαλέα, και με κάπως πρόχειρο τρόπο. Σταμάτησε απότομα, γύρισε και μου είπε: «Ακόμα και τίποτα να έχεις, εσύ πρόσφερέ Του αυτό το ‘τίποτα’». Εκείνη ακριβώς την στιγμή, ο Θεός έκανε τον κόσμο να φαίνεται πλουσιοπάροχος και ο πατήρ Βίκτωρ είχε βοηθήσει προς τούτο. Κατάλαβα πως μπορούσα να προσφέρω οτιδήποτε στον Θεό. Μπορούσα να Του προσφέρω την λύπη μου, την κατάθλιψή μου, τον θυμό και την δυσπιστία μου. Εδώ που τα λέμε, ίσως -σε μια πιο καλή ημέρα- να Του προσφέρω λίγη χαρά, ή ακόμα, μια δέσμη ευτυχίας… Ήταν πολύ σημαντικό πράγμα για μένα, αυτό που μόλις άκουσα. Τώρα, αν αυτό είναι παράφραση κάποιου άλλου ή όχι, δεν μ’ ενδιαφέρει. Εκείνη τη στιγμή, οι λέξεις ήταν του πατρός Βίκτορα, και με συνοδεύουν παντού από τότε. Ποτέ, από τότε, δεν έχει υπάρξει στιγμή που να μην είχα να προσφέρω κάτι στον Θεό.

Όσο πιο κοντά πλησίαζα στην εκκλησία, τόσο πιο στενόχωρα ήταν τα πράγματα στο σπίτι. Έλειπα πολύ στην Νταϊάν, και μου το γνωστοποιούσε με τρόπο καθόλου λεπτό. Φυσικά, μετά από 23 χρόνια (τότε), ήξερε πως η λεπτότητα δεν είχε «πέραση» σε μένα. Είμαι υπερβολικά χαζός. Οι πιο δύσκολοι προσωπικοί αποχωρισμοί ήταν με τους αγαπημένους μου φίλους στην Βουδιστική ομάδα. Ζήτησα την άδεια του δασκάλου μου να διηγηθώ ολόκληρη την ιστορία στα αδέρφια μου, τους vajra (οι πιο στενοί συγγενείς μου μέσα στην ομάδα), για να ξέρουν ακριβώς τι μου είχε συμβεί. Φοβάμαι πως δεν φάνηκε να μοιραζόμαστε καμία κοινή βάση εμπειρίας ή γλώσσας. Ό,τι και αν τους έλεγα, εκείνοι έβλεπαν μόνο πως είχα πατήσει τους όρκους μου. Ήταν πολύ επίπονο και δύσκολο να με ακούνε αυτοί οι άνθρωποι. Όπως σας είπα, διακυβεύονταν περισσότερα από μια περιορισμένη ομάδα ανθρώπων. Μιλάμε εδώ για την συνέχιση μιας ολόκληρης Γραμμής, και ο όρκοι μου αποτελούσαν μέρος εκείνου του καθήκοντος. Η οργή τους ήταν στην ουσία ένας τρόπος απόδειξης της αφοσίωσής τους στον Ρινποτσε. Ένοιωθαν προδομένοι και πληγωμένοι και θυμωμένοι μαζί μου. Διαρρήγνυα ένα μεταξύ μας πνευματικό δεσμό. Είχαν δίκιο. Όμως εγώ συνέχιζα να δυσκολεύομαι πάρα πολύ να κατανοήσω αυτό που έμοιαζε με απουσία αγάπης σ’ αυτούς. Γεννήθηκε έκτοτε μια παρατεταμένη σιωπή ανάμεσά μας.

Στις 23 Μαϊου 1999 Βαπτίσθηκα μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αμερική.

Nilus Stryker – strannik.com