Ορθοδοξία

Ο Βουδιστής μοναχός που έγινε Ορθόδοξος μιλά για γιόγκα, διαλογισμό και Ορθοδοξία

Ταράχθηκα συθέμελα. Καθόμουν αποσβολωμένος και αμίλητος. Σηκώθηκα και βγήκα έξω από το σπίτι. Πρέπει να ήταν τρεις και μισή τα ξημερώματα, και ένα χλωμό φεγγάρι μόλις που διακρινόταν πάνω από τον ωκεανό. Κάθισα στο κατώφλι του σπιτιού μας και άρχισα να κλαίω. Ο πόνος και ο νόστος μέσα μου δεν είχαν μειωθεί. Μάλλον είχαν φουντώσει περισσότερο. Είχα φτάσει στα όρια της τρέλας. Ήμουν σίγουρος πως κάτι συνέβαινε. Μόνο που δεν ήξερα τι. Έκλαψα με την καρδιά μου. Με λυγμούς. Τελικά, σήκωσα το κεφάλι και ρώτησα, «Ποιος είσαι;»

Μόλις ξεστόμισα εκείνες τις λέξεις, συνέβη κάτι το απίστευτο. Προσπαθήστε να καταλάβετε, πως δεν διαθέτω καμία αίσθηση του πρέποντος σε όσα περιγράφω. Δεν κατέχω καν τον τρόπο να εξηγήσω πώς ή γιατί συνέβη αυτό που συνέβη. Είμαι ο πλέον βλάκας. Δεν έχω καν το δικαίωμα να προσπαθήσω να εξηγήσω τι έγινε, ούτε και να προσπαθήσω να πω ότι εγώ – κατ’ οιονδήποτε τρόπο – κατανοώ ή αξίζω αυτό που έγινε. Πάντως, μόλις πρόφερα εκείνες τις λέξεις, γέμισα με ένα απαλό Φως. Ξέρω, είναι δύσκολο να κατανοηθεί, αλλά εγώ πράγματι γέμισα από αυτό το Φως. Δεν ήταν «ορατό» με την συνηθισμένη έννοια. Ήταν μια φωτεινότητα που με γέμιζε. Δεν μπορώ να περιγράψω εκείνο το Φως, ούτε να περιγράψω πώς ένα φως μπορεί να κουβαλάει μια «γνώση», πάντως εγώ ήξερα πως ένα Φως είχε διεισδύσει μέσα μου, και μάλιστα με γνώριζε προσωπικά. Ξέρω πως αυτό ακούγεται απίστευτο, αλλά συνέβη. Το Φως όχι απλώς με γνώριζε εμένα, τον Nilus, τον αψίθυμο γερο-παράξενο, που όλα τα είχε θαλασσώσει, αλλά με αγαπούσε κιόλας – με αγαπούσε πραγματικά.

Συγχωρήστε μου το παράτολμο θράσος, αλλά πρόκειται για αυτό ακριβώς που αισθανόμουν. Δεν έχω τον τρόπο να σας εξηγήσω πώς ήμουν σίγουρος γι’ αυτό, μόνο ότι ήμουν. Δεν ήξερα πώς να το ονομάσω. Ένοιωθα άβολα, όταν προσπαθούσα να πω «Θεός» ή «Χριστός», όμως ένοιωθα πως ετούτο έπρεπε να είχε σχέση με τον Θεό και τον Χριστό-Λόγο. Μόνο που δεν μπόρεσα να πείσω τον εαυτό μου να το ξεστομίσει. Μου φαινόταν υπερβολικά αδύνατο να το κάνω: ήταν τόσο γεμάτο από όσα είχα απορρίψει στην Χριστιανοσύνη (την Προτεσταντική Χριστιανοσύνη των παιδικών μου χρόνων). Μου ήταν αδύνατον να προφέρω αυτές τις λέξεις, παρ’ ότι αισθανόμουν πως είχε αποκοπεί μέσα μου ένα κομματάκι του Θεού, και πως αυτό το κομμάτι ήταν Αγάπη. Ένοιωθα την παρουσία της Αγάπης. Ένοιωθα μια Θεία Αγάπη. Ένοιωθα μια Αγάπη που ήρθε σε μένα προσωπικά, λες και είχε φωνάξει το δικό μου όνομα την στιγμή που με διαπερνούσε. Και όμως… λες και ήταν πάντοτε μέσα μου, χωρίς εγώ να το ξέρω. Σαν να διείσδυσε και να ανέβλυσε μέσα μου ταυτόχρονα. Ξέρω πως είναι δύσκολο να το φαντασθεί κανείς, αλλά δεν έχω άλλα λόγια που να μπορώ να επιστρατεύσω για να αποπειραθώ να το εξηγήσω αυτό το πράγμα. Αν υπήρχε κάποιος τρόπος για να σας τα πω όλα αυτά με περισσότερη σαφήνεια, θα το έκανα.

Έπεσα στα γόνατα και μετά τεντώθηκα πρηνής στο έδαφος. Δεν μπορώ να πω πόση ώρα έμεινα έτσι, πάντως κάποια στιγμή αργότερα ανακάθισα, πάνω στα σκαλοπάτια, και πάλι έκλαψα. Δεν έχω τρόπο να εξηγήσω τι ακριβώς ένοιωθα. Ίσως να είναι λάθος να το λέω, αλλά είχα νοιώσει τα λόγια να με εγκαταλείπουν καθώς διείσδυε το Φως, και αισθάνθηκα μια «γνώση» μέσα μου, η οποία φαινόταν να γεννιέται με την Αγάπη. Ήξερα πως ο Θεός με αγαπούσε, και όμως, δεν μπορούσα να πω την λέξη «Θεός». Ήξερα πως με καλούσε ο Χριστός, όμως δεν μπορούσα να πω την λέξη «Χριστός».

Μέσα από τον Βουδισμό μου, είχα φτάσει σε κάποιες συνειδητοποιήσεις, κάποιες μικρές αναλαμπές κατανόησης της «Μεγάλης Εικόνας», δια του δασκάλου μου και των πρακτικών μου, αλλά τίποτε δεν θύμιζε ετούτο εδώ. Έλαμπα μέσα μου, από Αγάπη και μια «γνώση» για το Φως. Δεν ήταν μια πραγματική λάμψη – ορατή ή απτή – πάντως ένοιωθα πως έλαμπα μέσα μου. Δεν μπορούσα να διακρίνω αν ο Θεός λαχταρούσε για μένα ή εγώ για τον Θεό. Ήταν σχεδόν σαν να συναντηθήκαμε από κοινού μέσα σ’ αυτή την Λαχτάρα. Για πρώτη φορά, ο Νόστος – η Λαχτάρα – έμοιαζε να είναι η εμπειρία της παρουσίας του Θεού και η σχέση μου μαζί Του. Στον Βουδισμό συχνά μιλούσαμε για την εύρεση της παρουσίας της αντίληψής μας μέσα σε ένα περιστατικό ζωής. Στο tantra της γιόγκα, όσα βιώνουμε μας προσφέρουν την δυνατότητα να βιώσουμε τον φωτισμό εκείνη την στιγμή. Οι πρακτικές μας συχνά βασίζονταν στην εύρεση της παρουσίας μιας αντίληψης μέσα στο συναίσθημα ή τις συνθήκες ζωής που βιώναμε. Φαίνεται πως εγώ εντόπισα την παρουσία της αντίληψής μου, την στιγμή της λαχτάρας για (και από) τον Θεό, ως Φως και Αγάπη.

Για πρώτη φορά στη ζωή μου, υπήρχε μια Θεία Αγάπη, μια Αγάπη που γνώριζε το όνομά μου. Δεν ξέρω πόση ώρα καθόμουν στα σκαλοπάτια. Ο ουρανός φάνηκε να ξημερώνει, αλλά δεν θυμάμαι πότε μπήκα στο σπίτι. Σίγουρα αποκοιμήθηκα κάποια στιγμή, αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς πότε έγινε αυτό, παρ’ ότι -όταν ξύπνησα- διαπίστωσα πως ακόμα φορούσα τα ρούχα μου.

Το επόμενο πρωί όταν διηγήθηκα στην σύζυγό μου τα όσα συνέβησαν, της είπα πως «Ένα Φως Που Δεν Είναι Φως και Που Γνωρίζει Το Όνομά Μου» είχε διεισδύσει μέσα μου. Δεν ήξερα πώς αλλιώς να το αποκαλέσω. Περιέγραψα την εμπειρία, αλλά και πάλι δεν κατόρθωσα να προφέρω την λέξη «Θεός», ούτε να χρησιμοποιήσω το όνομα «Χριστός».

Το ονόμασα «Ένα Φως Που Δεν Είναι Φως και Που Γνωρίζει Το Όνομά Μου»

Φυσικά, η σύζυγός μου – σαν τυπική Καλιφορνέζα – με ρώτησε αν ήμουν «φτιαγμένος». Γελάσαμε και οι δυο. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που αυτό ανήκε στις επιλογές μας (το κάπνισμα οιουδήποτε είδους ήταν απαγορευμένο στο sangha μας), όμως μου έδωσε την προσοχή της και εγώ της έδωσα όλες τις λεπτομέρειες. Ήξερα ήδη, σε εκείνη την φάση, πως όλα είχαν αλλάξει. Κατά κάποιον τρόπο, η Αγάπη είχε μπει στην εικόνα, και η ζωή όπως την ήξερα γκρεμιζόταν γύρω μου. Ο δάσκαλός μου ήταν αθεϊστής, και ο Βουδισμός που είχα διδαχθεί δεν πρότεινε επ’ ουδενί την ιδέα ενός Θεού-Δημιουργού, ούτε μιας θεότητας που να είναι πηγή Αγάπης. Μιλούσαμε για συμπόνοια και σοφία, καλοσύνη και αντίληψη, αλλά σπανίως αναφερόταν η λέξη Αγάπη, και σίγουρα όχι σε συνάφεια με Θεϊκή Αγάπη. Η σύζυγός μου είχε τρομοκρατηθεί. Το καταλάβαινα. Όσο και να το καλαμπουρίζαμε το θέμα, το αντιλαμβανόταν πως όλα είναι «στον αέρα». Δεν γνώριζε πού θα με οδηγούσε αυτό. Είχαν σταθεροποιηθεί αρκετά, όλα τα πράγματα της ζωής μας. Εκείνο το βράδυ, όλα ταρακουνήθηκαν ως τον πυρήνα τους, και η σύζυγός μου το διαισθάνθηκε.

Όταν Το Φως Που Δεν Είναι Φως και Που Γνωρίζει Το Όνομά Μου με διαπότισε με τον εαυτό του, γνώρισα πράγματα που δεν μπορούσα να εξηγήσω. Βίωσα μια προσωπική Αγάπη από μια Πηγή που ήταν πέρα από κάθε τι που είχα βιώσει μέχρι τότε. Ήταν υπέροχη και ταυτόχρονα τρομερή. Γιατί όμως δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη λέξη Θεός ή Χριστός; Τι ήταν αυτό που με κρατούσε; Η σκέψη πως θα μπορούσε να ήταν οιοσδήποτε εκ των δύο, μου έφερνε ισχυρό ρίγος, και όμως, για πρώτη φορά, φαινόταν πως ήταν δυνατόν. Ήταν δυνατόν, να είναι του Θεού η Αγάπη αυτή. Ήταν δυνατόν, αυτή να ήταν μια εμπειρία του Χριστού. Κατά κάποιον τρόπο, μπορεί να φταίω και εγώ ο ίδιος που το έβλεπα σαν κάτι ‘ρετρό’, αν το ομολογούσα. Δεν ήταν δα επιθυμία μου να γίνω Χριστιανός. Εγώ κριτικάριζα τους Χριστιανούς ως υποκριτές και βλάκες, χρόνια τώρα. Σαν Βουδιστής, ήμουν κατά τι πιο συγκρατημένος και ευγενικός σ’ αυτά, αλλά πάντως δεν είχα κανένα σκοπό να γίνω Χριστιανός, ούτε είχα καμία επιθυμία να εξερευνήσω αυτό το μονοπάτι. Ποτέ δεν κατάφερα να απαλλαγώ από την ιδέα ύπαρξης ενός Θεού, παρ’ ότι ο Ρινποτσε μου έλεγε πως θα έπρεπε να καταπιαστώ με την ιδέα του Θεού, συσχετίζοντάς την όμως με την μομφή. Μεμφόμουν τον Θεό για πολλά πράγματα στη ζωή μου. Μου έλεγε ο Ρινποτσε πως, για να ωριμάσω πνευματικά, θα έπρεπε να εγκαταλείψω την θεωρία της μομφής. Είχε δίκιο.

Ένας κόσμος ανοιγόταν, και ένας άλλος αποσυρόταν. Οι όρκοι που είχα πάρει γενόμενος ένας Ngakpa, ήταν δια βίου όρκοι. Η υποχρέωση που είχα αναλάβει εθεωρείτο «υποχρέωση πολλαπλών ζωών» στον δάσκαλό μου και στην γραμμή μου. Και να που τώρα βρέθηκα αντιμέτωπος με το γεγονός πως υπάρχει ένας Δημιουργός της Αγάπης, μια Πηγή Αγάπης και ένα Πνεύμα Αγάπης, που δεν μπορούσε ο Βουδισμός μου να εξηγήσει, και το οποίο γεγονός -λόγω της εμπειρίας που βίωσα- δεν μπορούσα να αρνηθώ. Πάλευα μέσα μου, για το τι έπρεπε να κάνω. Δεν είχα κανένα πλαίσιο που θα μπορούσε να με βοηθήσει να ξεμπερδέψω αυτή την εμπειρία. Ο αθεϊσμός του δασκάλου μου έμοιαζε να αποκλείει την δυνατότητα να μου δείξει κατανόηση για την πραγματικότητα που μόλις ζωντάνεψε μέσα στη ζωή μου. Είχα υποστεί μια εμπειρία η οποία μάλλον γύρισε τα μέσα έξω στον Βουδισμό μου. Η δομή της πρακτικής μας, και η καθοδήγηση του δασκάλου μου, φάνταζαν περιορισμένα, και –οφείλω να ομολογήσω- ατελή. Ήμουν σίγουρος πως ο δάσκαλός μου έκανε λάθος για τον Θεό. Τι να έκανα όμως;

Ο Παντελεήμων-David Walker είναι ο βελονιστής μου, και μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Αμερική (σ.μ: Orthodox Church in America -OCA- πρόκειται για κανονική αυτόνομη Εκκλησία που υπάγεται στο Πατριαρχείο της Ρωσίας). Συζητούσαμε επί μήνες περί Βουδισμού και Χριστιανοσύνης, όσο καιρό μου έκανε θεραπεία. Την επόμενη εβδομάδα, είχα ραντεβού μαζί του. Αφού χαιρετηθήκαμε, μου είπε: ‘έχω ένα βιβλίο για σένα, που πιστεύω θα απολαύσεις.’ Ήταν το: “Χριστός: το Αιώνιο Τάο”, του Ιερομονάχου Δαμασκηνού. (σ.μ. Βιβλίο βασισμένο στις σημειώσεις του π. Σεραφείμ Ρόουζ). Εκείνο το βράδυ, βυθίστηκα στο βιβλίο αυτό. Δεν έχω ιδέα πότε πήγαινα για ύπνο, αλλά το διάβαζα μέρες ολόκληρες, και μου έδωσε μια βάση για το ξεμπέρδεμα της εμπειρίας που βίωνα, σε σχέση με Το Φως Που Δεν Είναι Φως και Που Γνωρίζει Το Όνομά Μου.

Γνώριζα πως υπήρχε μια Πηγή Αγάπης και μια Ενέργεια Αγάπης, όμως δίσταζα να το αποκαλέσω «Άγιο Πνεύμα». Είχα αφήσει πολύ πίσω μου την Χριστιανοσύνη των παιδικών μου χρόνων. Οι λέξεις αυτές συνέχιζαν να σκαλώνουν στο λαρύγγι μου.

Ο David μου πρότεινε να προσπαθήσω να πάω σε μια Ορθόδοξη εκκλησία και ανέφερε ένα Ορθόδοξο Χριστιανικό Ναό της Αμερικής το Σαν Φρανσίσκο. Όμως, αυτό φάνταζε πολύ αλλόκοτο, και πολύ μεγάλη δέσμευση προς μια θρησκεία που είχα προ πολλού παρατήσει. Επιζητούσα κάτι που δεν στηριζόταν σε κάποιο ιδρυματικό πλαίσιο. Το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσα, ήταν να μπλέξω με μια εκκλησία. Στο κάτω-κάτω, ήμουν Βουδιστής. Γιατί παρασυρόμουν προς μια άλλη θρησκεία, και ειδικά τον Χριστιανισμό; Είχα δεσμευθεί στον δάσκαλό μου και στην γραμμή μου. Δεν θα έπρεπε να εξερευνώ σε τέτοιο προχωρημένο στάδιο μια οποιαδήποτε άλλη μορφή λατρείας. Έλα όμως, που ο Βουδισμός μου δεν άγγιζε ούτε αναγνώριζε τις εμπειρίες που μόλις βίωσα, σε σχέση με το Θείο. Γνώριζα -με την ίδια βεβαιότητα που γνώριζα οτιδήποτε άλλο- πως η εμπειρία που βίωσα του Φωτός Που Δεν Είναι Φως και Που Γνωρίζει Το Όνομά Μου ήταν πραγματική και αληθινή. Ο δάσκαλός μου έλεγε πως δεν υπάρχει Θεός, και εγώ βίωσα την Θεία Αγάπη προσωπικά.

Αντιστεκόμουν στην ιδέα της εκκλησίας, όμως, η Ορθοδοξία διέθετε μια αρχαία παράδοση προσήλωσης, και μια μέθοδο για την εμβάθυνση και την διαπλάτυνση της προσωπικής αίσθησης της μεταμορφώσεως του εαυτού σε σχέση με το Θείο. Το βιβλίο του πατρός Δαμασκηνού με έκανε δεκτικό, τουλάχιστον στην δυνατότητα της εξερεύνησης (χωρίς δέσμευση) μιας Χριστιανικής παράδοσης που ήταν πολύ πέρα από οποιαδήποτε Χριστιανική παράδοση που είχα ακούσει ποτέ. Τηλεφώνησα στον Καθεδρικό Ναό Αγίας Τριάδος (ένας Ορθόδοξος Χριστιανικός Ναός της Αμερικής στο Σαν Φρανσίσκο.) Το τηλέφωνο το σήκωσε ένας άνδρας, και τον ρώτησα αν οι ακολουθίες τελούνται στα Αγγλικά. Μου απάντησε με μια βαρειά, Ρωσική προφορά: «σε σπαστά μόνο». Έσκασα στα γέλια. Με καταγοήτεψε το ανέκφραστο στυλ του χιούμορ του. Σημείωσα τις ώρες των Λειτουργιών και τον ευχαρίστησα.

Κυριακή, επτά Φεβρουαρίου. Ξύπνησα, ντύθηκα, και είπα στη γυναίκα μου πως θα πήγαινα να βρω μια εκκλησία. Σοκαρίστηκε.

«Τι είπες;» μου φώναξε.

«Ξέρω. Ξέρω. Μη ρωτάς. Θα επιστρέψω σε λίγο.»

Έβρεχε καταρρακτωδώς, και οι δρόμοι ήταν σχετικά άδειοι. Οδήγησα μέχρι την πόλη του Σαν Φρανσίσκο και μου ήρθε στο νου μια αχνή εικόνα μιας Ρωσικής εκκλησίας με γαλάζιους τρούλους στην άλλη άκρη της πόλης. Στο ευρετήριο, ο Καθεδρικός Ναός είχε διεύθυνση την οδό Γκρην, και είχα την εντύπωση πως πήγαινα στην σωστή κατεύθυνση. Κάποια στιγμή, εντόπισα τον τρούλο και τον σταυρό… Ποτέ δεν βρίσκεις χώρο για στάθμευση στην συνοικία εκείνη, έτσι, καθώς πλησίαζα, είπα μέσα μου: «αν καταφέρω να σταθμεύσω, θα σταματήσω. Αν όχι, θα πάω στα χάμπουργκερ.» Την στιγμή που το είπα, κάποιος έβαζε όπισθεν και έφευγε από ένα χώρο απέναντι από την εκκλησία… «Εντάξει, εντάξει. θα πάω».

Μπήκα μέσα στην εκκλησία την 7η Φεβρουαρίου 1999. Δεν το ήξερα εκείνη την ημέρα, αλλά ήταν η Κυριακή του Ασώτου.

Στο Tantra γιόγκα, όλα τα αισθητήρια πεδία χρησιμοποιούνται στην πρακτική μας. Δεν απαρνούμεθα τις αισθήσεις, μονάχα τις χρησιμοποιούμε για να «ανοίξουμε» και να χαλαρώσουμε για να μπούμε στην φυσική κατάσταση του φωτισμού μας. Μπαίνοντας μέσα στον ναό, ένοιωσα μια απλόχερη διάχυση φωτός και ευωδίας. Με υποδέχθηκαν στην είσοδο και με καλωσόρισαν. Όταν ρωτήθηκα «αν είμαι Ορθοδοξία», αποκρίθηκα άμεσα (και μάλλον άγαρμπα) πως δεν είμαι Χριστιανός – είμαι Βουδιστής. Έμεινα όρθιος, στις τελευταίες σειρές, και παρακολουθούσα. Καθώς άρχισε η Λειτουργία, η μουσική και οι ψαλμοί και οι αναγνώσεις έμοιαζαν να γεμίζουν τον χώρο όσο το φως και οι ευωδίες. Ολόκληρη η λειτουργία έμοιαζε να ξεδιπλώνεται σε ένα είδος πολύπλοκης τελετουργίας των αισθήσεων. Ήταν υπέροχο, και με τρόμαζε μέχρι θανάτου… Υπήρχε κάτι, που φάνταζε σωστό… Μακάρι να μην ήταν τόσο Χριστιανικό…

…Μετά την λειτουργία, με προσκάλεσαν να φάω μεσημεριανό μαζί με τους άλλους συμπολίτες. Πήγα. Η κουβέντα ήταν καλή, και μάλιστα έδειξαν ενδιαφέρον για τον Βουδισμό μου. Έφυγα, με την αίσθηση πως είχα ανακαλύψει ένα νέο είδος Χριστιανισμού. Σίγουρα όχι τον Χριστιανισμό των παιδικών μου χρόνων. Ξαναπήγα την επόμενη Κυριακή.

Άρχισα να παρακολουθώ τα λόγια της Λειτουργίας. Πολύ σύντομα, άρχισα να πηγαίνω σε μερικές βραδινές ακολουθίες, και έμεινα κατάπληκτος με όσα απαγγέλλονταν. Δεν είχα ξανακούσει για θεολογία που τραγουδιόταν και ψαλόταν μαζί με τα αναγνώσματα. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι όλο και περισσότερο πως υπήρχε ένας Χριστιανισμός μέσα στην Ορθοδοξία που ήταν πιο απέραντος και πιο βαθύς απ’ ότι γνώριζα. Επίσης άρχισα να ακούω αναφορές για το Φως, το Φως που έμοιαζε να έχει πολλά κοινά με την εμπειρία μου του Φωτός Που Δεν Είναι Φως και Που Γνωρίζει Το Όνομά Μου. Υπήρχε μέχρι και μια θεολογία που αναγνώριζε το Φως, και που χρησιμοποιούσε αυτό το Φως ως περιγραφή για το πώς ο Θεός, Λόγος και το Άγιο Πνεύμα καλεί και αγαπά… Άρχισα να αισθάνομαι πιο άνετα με τις λέξεις Θεός και Χριστός.

Βέβαια, η σύζυγός μου και οι φίλοι μου ένοιωθαν πάρα πολύ άβολα ακούγοντάς με, όταν άρχισα να χρησιμοποιώ εκείνες τις απεχθείς λέξεις. Οι περισσότεροι γνωστοί μου βουβάθηκαν, όταν άκουσαν πως πήγαινα σε Χριστιανική εκκλησία, πολλώ μάλλον σε Ορθόδοξη Χριστιανική εκκλησία. Συνέχιζα να πηγαίνω στην Βουδιστική ομάδα μου, και ήξερα πως, όταν ο δάσκαλός μου θα ερχόταν τον Μάρτιο, έπρεπε να μιλήσουμε. Ένοιωθα σαν να κινούμαι κλεφτά, πηγαίνοντας σε Χριστιανική εκκλησία. Δεν το επιθυμούσα αυτό. Όμως έπρεπε να ξεδιαλύνω τις εμπειρίες μου, και αισθανόμουν πως η εκκλησία πρόσφερε κάποια δυνατότητα για τις απαντήσεις που ούτε ο δάσκαλός μου, ούτε η Βουδιστική γραμμή μου κατάφερναν να μου δώσουν…

Το βιβλίο του πατρός Δαμασκηνού είχε γίνει ο καταλύτης για αυτή την εξερεύνηση, και το ξεδίπλωμα της εκκλησίας μέσα στη ζωή μου έμοιαζε να είναι μια σχεδόν φυσιολογική πρόοδος από το αρχικό εκείνο διάβασμα του βιβλίου. Όσο περισσότερο πήγαινα στις θείες Λειτουργίες, τόσο περισσότερο ένοιωθα πως εδώ ήταν το μέρος που θα ένοιωθα άνετα ως Χριστιανός. Πρέπει να καταλάβετε όμως, πως ποτέ δεν έκανα χρήση αυτής της λέξης. Ακόμα αντιστεκόμουν. Ακόμα δίσταζα. Τριγυρνούσα σαν κλέφτης, στις παρυφές της Χριστιανοσύνης, τόσο μέσα στις σκιές των κεριών όσο και στο φως. Κρατιόμουν με το ζόρι να μην κάνω μετάνοιες ή να σταυροκοπηθώ… Σκέφτηκα πως το παράκανα… Ήμουν ακόμα Βουδιστής, απλώς επισκεπτόμουν τον Χριστιανισμό. Αυτή η ιδέα μου επέτρεπε να συνεχίζω τον εκκλησιασμό, χωρίς καμία δέσμευση… Ένα βράδυ, η Μάτουσκα Βαρβάρα με πλησίασε και με ρώτησε αν ήθελα να μάθω πώς να κάνω τον σταυρό μου. Όταν απάντησα «ναι», ξάφνιασα τον εαυτό μου.

Ξέρω πως ακούγεται παράδοξο, αλλά το σταυροκόπημα άλλαξε το πώς έβλεπα τον εαυτό μου, και πώς ξεκίνησα να λατρεύω έμπρακτα. Ήταν το πρώτο σημείο που έκανα δημοσίως, σε ένδειξη πως εμπιστευόμουν τον Χριστιανισμό, και πως άρχισα να βλέπω τον εαυτό μου εντός του Χριστιανικού πλαισίου. Είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Είναι μια τόσο απλή πράξη, αλλά, κατά πολλούς τρόπους έγινε η πρώτη μου πράξη Χριστιανικής αποδοχής. Έγινε το πρώτο σημείο «ένδυσης εν Χριστώ». Είχα ανατραφεί να μισώ τον Παπισμό. Ο πατέρας μου είχε ανατραφεί Γερμανός Λουθηριανός και μισούσε την Καθολική εκκλησία. Ακόμα το κουβαλούσα αυτό μέσα μου. Παρά ταύτα, εγώ έκανα τον σταυρό μου εκείνο το βράδυ και τα επόμενα, καθώς άρχισα να πηγαίνω σε όλο και περισσότερες λειτουργίες και να προσβλέπω στην Ορθοδοξία για απαντήσεις και ένα νέο τρόπο αφοσίωσης.

Στον Βουδισμό της Vajrayana, βλέπεις τον δάσκαλό σου σαν ένα φωτισμένο ον, το οποίο αντιπροσωπεύει πλήρως το μονοπάτι σου προς εκείνο τον στόχο. Βάζουμε εδαφιαία μετάνοια στον δάσκαλό μας, σε ένδειξη απόλυτου σεβασμού και σε ένδειξη της εξάρτησής μας από αυτόν για την πνευματική μας πρόοδο και ολοκλήρωση. Εγώ έβαζα μετάνοιες στον δάσκαλό μου χωρίς κανένα ενδοιασμό (το μόνο εμπόδιο ήταν τα κιλά μου και τα γόνατά μου). Στην Ορθόδοξη εκκλησία βάζουμε μετάνοιες ενώπιον του Θεού, ενώπιον του Χριστού, ενώπιον του Αγίου Πνεύματος. Βάζουμε και μετάνοιες ενώπιον των εικόνων των αγίων, σε ένδειξη αφοσίωσης και σεβασμού. Εγώ ακόμα αρνιόμουν να κάνω μετάνοιες. Κάτι υπήρχε, μέσα σ’ αυτή την εμμονή μου, που δεν ήταν λογικό. Έβλεπα, πόσο αλλόκοτο ήταν να βάζω μετάνοιες σε ένα δάσκαλο και να επιμένω να μην το κάνω ενώπιον Θεού.Μου φαινόταν κάπως πιο εύκολο να εμπιστευτώ έναν άνθρωπο παρά το Θείο. Έκανα τον σταυρό μου, αλλά δεν έκανα μετάνοιες. Εδώ με τράβηξαν κυριολεκτικά από το κρεβάτι, με κάλεσαν με τέτοιον τρόπο που μέχρι εγώ τον άκουσα, και βίωσα μια τέτοια απίστευτη εμπειρία Φωτός και Αγάπης με τρόπο τόσο προσωπικό, και όμως, η υπερηφάνεια μου και η ισχυρογνωμοσύνη μου συνέχιζαν να αντιστέκονται σε μια πιο πλούσια και πληρέστερη εκδήλωση αφοσίωσης… Δεν λύγιζα… Δεν θα «έκλινα τον αυχένα» στον Θεό… Κάτι συνέχιζε να αντιστέκεται δυναμικά στο κάλεσμα του Χριστού και της Ορθόδοξης εκκλησίας… Κι ας ήξερα πως δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω ξανά.