Ο αββάς Μακάριος περπατούσε κάποτε στην έρημο, και βρήκε ένα κρανίο νεκρού πεταμένο στο έδαφος και όταν το κούνησε με την ράβδο του, του μίλησε το κρανίο και ο Άγιος του απάντησε…
– Ποιος είσαι εσύ;
– Εγώ ήμουν αρχιερέας των ειδώλων και των ειδωλολατρών που απέμειναν σε αυτόν τον τόπο.
Εσύ δεν είσαι ο Μακάριος ο πνευματοφόρος, που όποια ώρα σπλαγχνισθείς τους ευρισκόμενους στην κόλαση και ευχηθείς για αυτούς, ανακουφίζονται λίγο;
– Ποια είναι η ανακούφιση και ποια η τιμωρία;
– Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόσο είναι το πυρ από κάτω μας, ενώ στεκόμαστε μέσα στο πυρ από τα ποδιά έως το κεφάλι και δεν είναι δυνατό να δεί κανείς τον άλλον πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά το πρόσωπο του καθενός είναι κολλημένο προς την πλάτη του άλλου.
Όταν λοιπόν εσύ εύχεσαι για μας, τότε βλέπει κανείς λίγο το πρόσωπο του άλλου. Αυτή είναι η ανακούφιση.
Και κλαίγοντας ο Άγιος είπε:
– Αλίμονο στην μέρα που γεννήθηκε ο άνθρωπος αν αυτή είναι η ανακούφιση από….
την τιμωρία! Υπάρχει άλλη βάσανος χειρότερη;
– Χειρότερη βάσανος είναι από κάτω μας.
– Και ποιοί είναι εκεί;
– Εμείς με την δικαιολογία ότι δεν γνωρίσαμε τον Θεό, ελεούμαστε λίγο τουλάχιστον, ενώ εκείνοι που είχαν γνωρίσει τον Θεό και Τον έχουν αρνηθεί, είναι από κάτω μας.
Πηγή: www.orthodoxia-ellhnismos.gr