Άλλη μία ιστορία δαιμονικής πλάνης που έχει να μας διδάξει πολλά για τα τεχνάσματα του πονηρού, όπου ο άγιος Ισαάκ του Κιέβου ο διά Χριστόν σαλός συναντά δύο λευκοφορεμένους «νέους».
Ο άγιος Ισαάκ είναι ένας από τους πρώτους Ρώσους αγίους ασκητές και μόνασε τον 11ο αιώνα στη λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Η ιερή αυτή μονή ιδρύθηκε από τον άγιο Αντώνιο του Κιέβου και αναδείχθηκε τα επόμενα χίλια χρόνια σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της ορθόδοξης πνευματικότητας, κυριολεκτικά φυτώριο αγίων, φυλάσσει δε στα σπλάχνα της πολλά σώματα αγίων άφθαρτα και μυροβλύζοντα, χωρίς φυσικά να είναι ταριχευμένα.
Ο Ισαάκ ήταν πλούσιος έμπορος που, μαθαίνοντας για τον άγιο Αντώνιο του Κιέβου, ένιωσε θείο ζήλο, «ξεφορτώθηκε» την περιουσία του μοιράζοντάς την στους φτωχούς και ήρθε να συναντήσει τον άγιο, με πρόθεση να μονάσει. Ο άγιος τον δέχτηκε και ο Ισαάκ επιδόθηκε σε υπεύθυνο και σοβαρό ασκητικό αγώνα, μέσω του οποίου ανέπτυξε λαμπρές αρετές.
Στη συνέχεια όμως θέλησε να προχωρήσει σε ένα δυσκολότερο στάδιο: να απομονωθεί σε ένα σπήλαιο, στην απόκρημνη όχθη του Δνείπερου. Πήρε την ευλογία του πνευματικού του και έζησε στη μόνωση του σπηλαίου για εφτά χρόνια, φορώντας, αντί για το κοινό τρίχινο μοναχικό ένδυμα, το δέρμα μιας κατσίκας, που το φόρεσε νωπό και το άφησε να στεγνώσει πάνω του.
Όμως ακόμη και με τόση πείρα, αποκτηθείσα με πολυετείς αγώνες, μια στιγμή εγωιστικής αδυναμίας ήταν αρκετή για μια σχεδόν ανεπανόρθωτη πτώση: κάποια νύχτα τον επισκέφτηκαν δύο λευκοφορεμένοι νέοι, που τον κάλεσαν να βγει έξω να προσκυνήσει το Χριστό, που τον επισκεπτόταν αυτοπροσώπως, γιατί ευαρεστήθηκε από τον αγώνα του.
Ο πολύπειρος ερημίτης ενέδωσε και προσκύνησε χωρίς ενδοιασμό το τρίτο πρόσωπο, που ακολουθούσε βαδίζοντας μέσα στη νύχτα. Αίφνης το όραμα άλλαξε μορφή: οι τρεις επισκέπτες έγιναν δαίμονες, που τον παρέσυραν σε αλλόφρονα χορό και, τρομοκρατώντας και απειλώντας τον με τη βεβαίωση ότι ήταν πια δικός τους, τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο. Σε οικτρή κατάσταση τον ανακάλυψε την άλλη μέρα ο ίδιος ο άγιος Αντώνιος και τον μετέφερε στο μοναστήρι, όπου χρειάστηκε δυόμισι χρόνια φροντίδας και προσευχής για να συνέλθει.
Μετά από τη δοκιμασία αυτή, η συμπεριφορά του αγίου για όλη του τη ζωή ήταν αλλοπρόσαλλη. Είναι σίγουρο ότι, από ένα σημείο και έπειτα, η πνευματική του διαύγεια είχε αποκατασταθεί πλήρως και ζούσε σε μια κατάσταση προσποιητής τρέλας, ως διά Χριστόν σαλός.
Η σαλότητα αυτή ήταν μια δικλείδα ασφαλείας, μια θωράκιση εναντίον της υπερηφάνειας, που τον βοήθησε να αναλάβει και να φτάσει σε μεγάλο ύψος αγιότητας. Κοιμήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1090 μ.Χ. και ενταφιάστηκε στο σπήλαιό του.
Ιστορίες πλάνης Του Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη