«Οὐ μοιχεύσεις». Τί εἶνε μοιχεία; Ὁ Ποινικὸς Κῶδιξ, πονηρὴ ἀλεποῦ, δὲν δίνει ὁρισμό, καὶ γι᾽ αὐτὸ πολὺς θόρυβος μεταξὺ τῶν νομικῶν γιὰ τὴν ἔννοια τῆς μοιχείας.
Μοιχεία, ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, εἶνε νὰ πιάνῃ σχέσεις ὁ παντρεμένος ἄντρας μὲ ξένη γυναῖκα καὶ ἡ παντρεμένη γυναίκα μὲ ξένο ἄντρα. Κ᾽ εἶνε αὐτὸ ἁμάρτημα; Εἶνε. Γιατί;
Πρῶτον, διότι εἶνε φόνος. Ὑπάρχουν φόνοι σωματικοὶ καὶ φόνοι ἠθικοί. Ἡ μοιχεία φονεύει ἕνα εὐγενέστατο αἴσθημα ποὺ ὑπάρχει στὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων, αἴσθημα ποὺ τὸ φύτευσε ὁ οὐρανὸς – τὸ εὐλόγησε ὁ Θεός, αἴσθημα ἀρχαῖο ὅπως ὁ κόσμος· καὶ τὸ αἴσθημα αὐτὸ εἶνε ἡ ἀγάπη, ἡ ἁγνὴ ἀγάπη ποὺ συνδέει δύο ὑπάρξεις, ἄντρα καὶ γυναῖκα, καὶ τὶς ἑνώνει σὲ μία ἑνότητα ἀδιάρρηκτη, ὥστε ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν εἶνε πλέον δύο ἀλλὰ ἕνα. Μὲ τὸ γάμο ἄντρας καὶ γυναίκα «ἔσονται εἰς σάρκα μίαν» (Γέν. 2,24 = Ματθ. 19,5). Ὄχι μόνο τὰ κορμιὰ ἀλλὰ καὶ οἱ ψυχὲς ἑνώνονται σὲ μία ἑνότητα.
Ὅπως δύο χημικὰ στοιχεῖα ἑνώνονται κι ἀποτελοῦν μία νέα οὐσία, κατὰ παρόμοιο τρόπο γυναίκα καὶ ἄντρας στὸ μυστήριο τοῦ γάμου ἑνώνονται κι ἀποτελοῦν μία νέα ὕπαρξι. Καὶ ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ οὔτε τὸ κεφάλι χωρὶς τὸ σῶμα οὔτε τὸ σῶμα χωρὶς τὸ κεφάλι, ἔτσι καὶ στὸ γάμο, κεφαλὴ εἶνε ὁ ἄντρας καὶ σῶμα ἡ γυναίκα· ἡ μοιχεία εἶνε ἕνα μαχαίρι τοῦ διαβόλου ποὺ κόβει τὸ κεφάλι καὶ τὸ ἀποχωρίζει ἀπὸ τὸ σῶμα ποὺ σπαρταράει. Εἶνε διακοπὴ ἱεροῦ δεσμοῦ. Γι᾽ αὐτὸ λέω ὅτι ἡ μοιχεία εἶνε φόνος καὶ γι᾽ αὐτὸ στὸν Δεκάλογο προτάσσεται τοῦ «οὐ φονεύσεις».
Εἶνε ἀκόμη ἡ μοιχεία ἀπάτη, ἀθέτησις ὑποσχέσεως. Ὁ μοιχεύων ἀθετεῖ μία ὑπόσχεσι, ἕνα ὅρκο. Ἐδῶ ἔχουμε ἀπάτη πρώτου μεγέθους. Διότι ὁ νέος καὶ ἡ νέα ποὺ ἔρχονται σὲ γάμο δὲν ὁδηγοῦνται στὸ δημαρχεῖο ἢ κάπου ἀλλοῦ· ὁδηγοῦνται στὸ ναό, στὸν ἅγιο αὐτὸ τόπο, ἐνώπιον τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τοῦ Ἐσταυρωμένου, τοῦ Εὐαγγελίου, ἐνώπιον ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ἐνώπιον συγγενῶν καὶ φίλων. «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος!» (Γέν. 28,17).
Αὐτά, ἐὰν πιστεύουμε.Ὅποιος δὲν πιστεύει, ἂς κάνῃ πολιτικὸ «γάμο» στὸ δημαρχεῖο. Στὸ ναὸ δίνει ἱερὴ ὑπόσχεσι καὶ δακρύζουν οἱ εἰκόνες, ὅτι θὰ μείνῃ πιστὸς μέχρι θανάτου. Μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χωρίζει τὸ ἀντρόγυνο. Ὅταν λοιπὸν ἀθετῇς τὴν πίστι στὸ σύντροφο ἢ τὴ σύντροφό σου, δὲν κάνεις ἄλλο παρὰ ν᾽ ἀποδεικνύεσαι ἀπατεώνας πρώτου μεγέθους.
Ἡ μοιχεία εἶνε ἀκόμη μεγάλη ἀταξία στὶς σχέσεις τοῦ ἀνδρογύνου. Γιατί; Ὁ Θεὸς «τὰ πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησε» (Ψαλμ. 103,24). Ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριωτέρους σκοποὺς τοῦ γάμου εἶνε ἡ διαιώνισις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἡ τεκνογονία, τὸ νὰ φέρῃς παιδιὰ στὴ ζωή. Ἀλλὰ τὰ παιδιά, τὰ γνήσια παιδιά, μοιάζουν στοὺς γονεῖς. Ὅπως τὰ προϊόντα ἑνὸς ἐργοστασίου φέρουν ἐπάνω τὴ σφραγῖδα του, ἔτσι καὶ τὰ γνήσια παιδιά, μόλις τὰ δῇς καταλαβαίνεις ποιοί εἶνε οἱ γονεῖς τους, φέρουν τὴ «σφραγῖδα» τους. Ὅταν λοιπὸν ἐσὺ ἀπατᾷς τὸν ἄντρα ἢ τὴ γυναῖκα σου, δημιουργεῖς σύγχυσι στὸ γένος.
Τὰ παιδιὰ δὲν θὰ μοιάζουν στὸν πατέρα· κι ἀλλοίμονο ἂν ὁ σύζυγος σχηματίσῃ τὴν ὑπόνοια ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ γεννήθηκε δὲν εἶνε δικό του· ἡ ζωή του εἶνε πλέον τυραννία, κόλασις. Ὁ μοιχὸς μοιάζει μὲ ἕνα πουλί, τὸν κοῦκκο. Ὁ κοῦκκος εἶνε μοιχὸς ὁ ἄθλιος. Παίρνει τὰ ἀβγά του καὶ τὰ βάζει σὲ ξένη φωλιά. Ἐκεῖ ἐπῳάζονται, ἐκκολάπτονται, καὶ μεγαλώνουν τὰ πουλιά. Κι ὅταν μεγαλώσουν οἱ κοῦκκοι, πετᾶνε ἔξω ἀπὸ τὴ φωλιὰ τὰ νόμιμα – γνήσια παιδιὰ τῶν πουλιῶν τῆς φωλιᾶς. Σὰν τὸν κοῦκκο λοιπὸν κ᾽ ἐσύ, ὁ μοιχὸς ἢ ἡ μοιχαλίδα, γεννᾷς ξένα παιδιὰ ποὺ δὲν ἔχουν καμμία ὁμοιότητα με τὸ νόμιμο σύντροφό σου.
Ἡ μοιχεία εἶνε ἀκόμη ἕνα κομπολόι ἀπὸ πλῆθος ἐγκλήματα· φιλονικίες, ἔριδες, δηλητηριάσεις, φόνοι…, ὅ,τι φανταστῇς. Καὶ μόνο ἀπὸ τ᾽ ἀποτελέσματα ἂν τὴ ζυγίσουμε, θὰ τὴν χαρακτηρίσουμε ὡς μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες κοινωνικὲς πληγές. Στὴν Πάτρα μιὰ νεαρὴ γυναίκα, ποὺ ὑπωψιαζόταν ὅτι ὁ ἐραστής της τὴν ἀπατᾷ, γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθῇ, μπῆκε σὰν τίγρις στὸ σχολεῖο, ἅρπαξε τὸ κοριτσάκι τοῦ ἐραστοῦ της ποὺ τὴν ἐγκατέλειψε καὶ τὸ ἔπνιξε. Θηρίο κάνει τὸν ἄνθρωπο ἡ μοιχεία.
Ἀλλὰ τὸ χειρότερο ―ἂν εἶσαι Χριστιανός― ποιό εἶνε· ἡ μοιχεία εἶνε παράβασις ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ· ὄχι τοῦ ἀνθρωπίνου ποινικοῦ κώδικος ἀλλὰ τῆς οὐρανίου νομοθεσίας. Καὶ ὅπως ἀπὸ τὰ δέκα δάχτυλά σου κανένα δὲν κόβεις, ἔτσι καμμιά ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ καταργῇς ἀλλὰ ὅλες νὰ τὶς τηρῇς. Τὸ «Οὐ μοιχεύσεις» εἶνε θεία ἐντολή. Τὴν παραβαίνεις; τότε φωτιὰ καὶ φλόγα καὶ κάμινος σὲ περιμένει.
((†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Απόσπασμα από ομιλία, η οποία έγινε στον ι. ναό Αγ. Νικολάου Πευκακίων – Αθηνών 27-11-1966