Μία φορά ήταν μια γριά και κάθε πρωί έβγαινε στο δάσος και μάζευε ξύλα για τή φωτιά της καί χορταράκια, για να φάει. Καθώς γύριζε μια μέρα φορτωμένη στον ώμο τα ξύλα και στην ποδιά της τα χόρτα, στο δρόμο συναντάει τον χάροντα.
-Γεια και χαρά σου, χάροντα, του λέει, για ποιόν με το καλό;
-Για του λόγου σου θεία, τής λέει ο χάροντας.
Άντε, ετοιμάσου να σε πάρω.
-Τώρα, του λέει, να πάω σπίτι να ξεφορτωθώ και να ετοιμαστώ. Και για νάχω καλό ρώτημα, σαν πώς θέλεις να ετοιμαστώ;
– Όπως θέλεις εσύ, απαντάει ο χάροντας.
Τότε ή γριά πηγαίνει στο σπίτι, άνάβει τό τζάκι καί βάζει νά βράσει τά χόρτα. Ύστερα έπιασε νά ζημώσει ψωμιά, έφτιαξε καί κουλούρια γιά συγχώρεση.
Υστερα έστρωσε τραπέζι καί περίμενε νά ψηθοϋν τά ψωμιά.
Τότε παρουσιάσθηκε o χάροντας καί τή ρωτάει:
-Ε, ετοιμάστηκες θειά;
-Περιμένω γιέ μου νά βράσουν τά χόρτα, νά ξεφουρνίσω τό ψωμί καί νά φαμε. Δέν κάθεσαι καί του λόγου σου νά φας μαζί μου;
-Μά δέν μ’ έχεις κακία θειά, πού θά σου πάρω τήν ψυχή;
-Μπά, γιατί νά σού΄χω κακία.
Όπου τήν πας τήν ψυχή μου, θάρχομαι κι εγώ μαζί.
-Καί τό κορμάκι σου, που θά το αφήσεις εδώ; ξαναρωτάει ό χάροντας.
– Ε, αυτό είναι δική μου υπόθεση, απαντάει ή γριά. Εγώ θά τό παραδώσω στόν Θεό καί θά μου τό φυλάει. Είδες πού βάζομε σταυρό πάνω απ’ τά μνήματα;
Απάνω στήν ώρα έβρασαν καί τά χόρτα, μύρισε καί τό ψωμί στό φουρνο καί ή γριά κατέβασε τό φαΐ, ξεφούρνισε κι έβαλε στό τραπέζι δυό πιάτα χόρτα καί κάμποσες φέτες ψωμί.
Ό χάροντας όμως φαίνονταν στενοχωρημένος καί δέν ήθελε νά φάει.
Δέν μου κάνει κέφι νά παίρνω ανθρώπους, πού δέν κλαίνε, λέει στή γριά.
Καί δεν μου λές κι εμένα τό λόγο; λέει ή γριά.
Τί σημασία έχει άν κλαίνε ή όχι;
“Οταν κλαίνε καί θρηνουνε, μόνο τότε είναι δικοί μου καί τούς πάω στήν κόλαση. Όταν είναι ευχαριστημένοι καί ήσυχοι, μου τούς παίρνει o Θεός καί τούς πάει ίσια στόν Παράδεισο.
-Γι’ αυτό κι έχεις κακό όνομα, του λέει ή γριά. Φάε λίγο νά ζεσταθεί ή ψυχή σου, νά κάνεις τό σταυρό σου, μήπως καί πάψεις νά κολάζεις τόν κόσμο.
Τότε o χάροντας έσκασε απ’ τό κακό του, πετιέται επάνω καί φεύγει λέγοντας.
-’Εσένα έτσι κι έτσι χαμένη σ’ έχω. Τί κάθομαι καί χασομερώ μαζί σου.
Έτσι έφυγε o χάροντας κι ή γριά ζει ακόμα καί ποιος ξέρει πόσο ακόμα θά ζει καί θά ‘ναι καί ευχαριστημένη καί καλόγνωμη.
Από: ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΓΙΑΣ ΝΑΠΑΣ