Ορθοδοξία

Γιαυτό ακόμη και μά­γοι και αι­ρε­τι­κοί με­ρι­κές φο­ρές συ­νι­στούν την Θεί­α Κοι­νω­νί­α

Μιά κυ­ρί­α ἀ­πό ἕ­να χω­ριό, ἦρ­θε πρίν με­ρι­κά χρόνια νά μέ δῆ. Μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἦρ­θε στίς Ρο­βι­ές στό πανηγύρι καί κα­τά τό ἔ­θος κοι­νώ­νη­σε.

Ὅμως, ἐ­νῶ κα­τά­πι­ε τό “ζμί” (ζουμί–αἷ­μα Κυ­ρί­ου), τό “κοψί­δι” (ψίχα–σῶ­μα Κυ­ρί­ου) ἔ­μει­νε κά­τω ἀ­πό τήν γλῶσσα καί δέν μπο­ροῦ­σε νά τό κα­τα­πι­ῆ.

Πή­γα­νε σέ ἕ­να σπίτι, τούς κέ­ρα­σαν κα­φέ καί πα­ξι­μά­δι, τά ἔ­φα­γε, ἀλ­λά τό κομ­μα­τά­κι δέν κα­τέ­βαι­νε.

Τό εἶ­πε στήν γειτόνισ­σα καί τήν πα­ρα­κά­λε­σε νά τό σκουν­τή­ση μέ τό χέ­ρι της.

Φύ­γα­νε ἀ­πό τίς Ρο­βι­ές.

Στόν δρό­μο εἴχα­νε ψω­μί καί τυ­ρί καί φά­γα­νε σέ μιά πη­γή πού στα­μα­τή­σα­νε.

Αἰ­σθάν­θη­κε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­κό­μα ἐ­κεῖ τό ψιχου­λά­κι καί αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι μο­σχο­βο­λά­ει.

Ἔ­βα­λε τό δά­κτυ­λο καί τό σκουν­τοῦ­σε καί αὐ­τό ἔ­βγαι­νε ἔ­ξω πά­λι στήν γλῶσ­σα της.

— Τί ἦ­ταν αὐ­τό, π. Ἰ­ά­κω­βε; μέ ρώ­τη­σε.

— Μή­πως εἶ­χες κα­νέ­να ἁ­μάρ­τη­μα καί πῆ­γες νά κοι­νω­νή­σης καί δέν ἤ­σουν ἄ­ξια καί ἱ­κα­νή νά πᾶς νά κοινω­νή­σης;

Μή­πως μέ καμ­μιά σου γει­τό­νισ­σα τά εἶ­χες χα­λά­σει;

— Ναί, πα­πά μου!

Ἦρ­θε ἡ κότ­τα τῆς γει­τό­νισσας στήν αὐ­λή μου καί τήν ἔ­δι­ω­ξα λέ­γον­τας “ἴ­σου! νά φᾶς τήν νοι­κο­κυ­ρά σου, νά ψο­φή­ση ἡ νοι­κο­κυ­ρά σου!”.

Καί ὕ­στε­ρα σάν νά μέ φώ­τι­σε ὁ Θε­ός τό βράδυ καί μοῦ εἶ­πε:

“Δέν πᾶς νά πά­ρης συγ­χώ­ρη­ση ἀ­πό τήν γει­τό­νισ­σα;”.

“Νά πά­ω”, εἶ­πα. Στόν δρό­μο ὅ­μως πού πή­γαι­να, μοῦ εἶ­πε ὁ λο­γι­σμός:

“Ἔ! δέν εἶ­ναι τί­πο­τα. Καί ἡ δι­κή μου πά­ει σέ αὐ­τήν καί αὐ­τῆς ἔρ­χε­ται σέ μέ­να”.

«Βλέ­πε­τε τί τῆς εἶ­πε ὁ δι­ά­βο­λος; Καί ἐ­νῶ πῆ­γε νά κοι­νω­νή­ση, δέν κοι­νώ­νη­σε, δι­ό­τι εἶ­χε κα­τα­ρα­στῆ τήν γει­τό­νισ­σά της».

«Καί μιά ἄλ­λη φο­ρά, ἕ­να παλ­λη­κά­ρι ἦρ­θε νά κοι­νω­νή­ση καί δί­στα­ζα λί­γο μέ­σα μου νά τό κοι­νω­νή­σω. Φαί­νε­ται θά εἶ­χε κά­ποι­ο πνευ­μα­τι­κό κώ­λυμα.

Ὅ­ταν, λοι­πόν, τό κοι­νω­νοῦ­σα, ἕ­νας πα­ρευ­ρι­σκό­με­νος μονα­χός, ἀ­ρε­τῆς ἄν­θρω­πος, εἶ­δε νά φεύ­γη ἀπό τήν ἁ­γί­α Λα­βί­δα μιά χρυ­σή λάμ­ψη, νά περ­νᾶ πά­νω ἀ­πό τό κε­φά­λι μου καί νά πά­η πά­νω στήν ἁ­γί­α Τράπε­ζα καί κά­θησε ἐ­κεῖ.

Με­τά τήν ἀ­κο­λου­θί­α, μοῦ τό εἶ­πε ὁ μο­να­χός καί μοῦ εἶ­πε ὅ­τι τό ἔ­βλε­πε (τό παλ­λη­κά­ρι) μαῦ­ρο στό πρό­σω­πο.

«Βλέ­πε­τε; Κοι­νω­νᾶ­με ἀλ­λά δέν κοι­νω­νᾶ­με!

Γι᾽ αὐ­τό καί οἱ μά­γοι καί οἱ αἱ­ρε­τι­κοί με­ρι­κές φο­ρές συ­νι­στοῦν καί θεί­α Κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά φρον­τί­ζουν νά μήν (μᾶς ἀφήσουν νά) σκε­φτοῦ­με (γιά) νά προ­ε­τοι­μα­στοῦ­με σωστά».

 

ΑΠΟΣΜΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ: Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ

[the_ad id=”108846″]