Ορθοδοξία

Πρωτ. Γεώργιος Δορμπαράκης: Ο Πνευματικός και η θέση του

Άντε και πήγα στον ιερέα και εξομολογήθηκα, φτάνει αυτό;

Δέν θά ἀναφερθοῦμε στήν ἱστορία τοῦ θεσμοῦ τοῦ πνευματικοῦ τό πῶς ξεκίνησε ἡ ὕπαρξή του καί πῶς καθιερώθηκε στήν Ἐκκλησία.

Θεωροῦμε δεδομένη τήν ὕπαρξή του, ἐφόσον ἔχει παγιωθεῖ αἰῶνες τώρα ἡ παρουσία του στήν Ἐκκλησία καί μπορεῖ κανείς νά βρεῖ ἐρείσματα γι’ αὐτόν καί μέσα στήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή. Καί μόνον τό γεγονός ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή διακρίνει μεταξύ ἁπλῶν παιδαγωγῶν καί πατέρων, πού νυχθημερόν μοχθοῦν γιά τήν ἐν Χριστῶ γέννηση τῶν ἀνθρώπων (πρβλ. Α΄ Κορ. 4, 15):

«ἐάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ οὐ πολλούς πατέρας. Ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα»), εἶναι ἀρκετό γιά νά κατανοήσουμε τή θέση καί τή σημασία τοῦ πνευματικοῦ. Μέ ἄλλα λόγια ὁ πνευματικός εἶναι ὁ πατέρας πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖ, γιά νά καθοδηγεῖ τά τέκνα τοῦ Θεοῦ στό λιμάνι τῆς Βασιλείας Του, δηλ. στό νά αὐξάνονται οἱ πιστοί ἐν Χριστῶ «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4, 13).

Συνεπῶς ὁ πνευματικός χειραγωγεῖ τόν πιστό στόν Ἰησοῦ Χριστό, δακτυλοδεικτεῖ τόν οὐρανό, καί χαίρεται νά ἐξαφανίζεται ὁ ἴδιος προκειμένου οἱ ἄνθρωποι νά δένονται μέ τόν Σωτήρα τους Υἱό τοῦ Θεοῦ. Μοιάζει ἡ θέση του μέ τόν Ἰωάννη Πρόδρομο, πού διαλαλοῦσε ἐν ταπεινώσει «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι» (Ἰωάν. 3,30), ἐνῶ διαρκῶς παρέπεμπε τούς μαθητές του στόν Ἰησοῦ Χριστό. Κι ἀκόμη πιό πίσω μοιάζει μέ τόν Μωϋσῆ, πού ὅπως ἐκεῖνος καθοδηγοῦσε τούς Ἰουδαίους ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἔτσι κι αὐτός καθοδηγεῖ τούς πιστούς ἀπό τή δουλεία τῶν παθῶν τους στή γῆ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, στή σχέση τους, ὅπως εἴπαμε, μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό.

Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὁ πνευματικός ἔχει ὡς κύριο γνώρισμα τήν ταπείνωση καί τήν πάνω σ’ αὐτήν θεμελιωμένη θυσιαστική ἀγάπη. Εἶναι (πρέπει νά εἶναι) ἕτοιμος καί τήν ψυχήν αὐτοῦ νά θυσιάσει πρός χάρη τῶν πνευματικῶν τέκνων του, ὅταν βλέπει ὅτι ἀπαιτεῖται τοῦτο, κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας (πρβλ. Ἰωάν. 10,11 ἑξ.). Ἄν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἔσωσε κυρίως μέ τή σταυρική Του θυσία, ἄν ὁ ἴδιος μᾶς δίδαξε ὅτι ὁ καρπός θά ἔρθει μόνον «ἐάν ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσών εἰς τήν γῆν ἀποθάνῃ» (Ἰωάν. 12,24), ἄν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε ὅτι προτιμοῦσε νά γίνει ἀνάθεμα, προκειμένου νά σωθοῦν οἱ συμπατριῶτες του (πρβλ. Ρωμ. 9,3), κάτι πού καί ὁ Μωϋσῆς τό ζήταγε ἀπό τόν Θεό, δέν μπορεῖ ὁ πνευματικός πατέρας νά λειτουργήσει μέ διαφορετικό τρόπο.

Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας θεωρεῖ ὅτι τό διακόνημα τοῦ πνευματικοῦ δέν εἶναι γιά ὅλους. Μπορεῖ κάποιος νά εἶναι κληρικός καί λόγω τῆς ἱερωσύνης του δυνάμει νά μπορεῖ νά ἐξομολογεῖ, ὅμως ἡ Ἐκκλησία μας τό ἀρνεῖται. Κι εἶναι ὁ ἐπίσκοπος πού θά κρίνει σέ ποιόν θά ἀναθέσει τή λεπτή αὐτή ἀποστολή, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς ἡ σκληρότερη καί ὀδυνηρότερη ἴσως στό ἔργο ἑνός ἱερέως.

Κι εἶναι φορές πού ἀκριβῶς λόγω τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς ἀποστολῆς ἀπαιτεῖται ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπος νά ἄρει τό διακόνημα αὐτό ἤ καί ὁ ἴδιος ὁ πνευματικός νά ἀνακρούσει πρύμναν καί νά ἀποποιηθεῖ, ἴσως ἄχρι καί πάλι καιροῦ, τήν ἰδιότητά του αὐτή. Ὁμολογῶ κι ἐγώ ἐν ταπεινώσει ὅτι κάποιες φορές ἔχω βρεθεῖ σ’ αὐτόν τόν πειρασμό, νά σταματήσω γιά λίγο τή διακονία μου ὡς πνευματικός, ἀκριβῶς γιατί ἔρχομαι σέ συναίσθηση τοῦ τί ἀπαιτεῖται γι’ αὐτό καί τί Σταυρό συνιστᾶ γιά τόν κάθε πνευματικό!

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, πάνω στό συγκεκριμένο θέμα, στό ‘Εξομολογητάριόν του ἀναφέρει ὅτι «τήν πνευματική πατρότητα πρέπει νά ἀναλαμβάνουν καί νά ἀσκοῦν, μόνον ἐκεῖνοι πού ἔφθασαν μέ τήν ἄσκηση στήν ἀπάθεια. Αὐτή εἶναι ἡ ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα ὅμως, ἐπειδή γνωρίζει τίς ἀνάγκες καί τίς ἐλλείψεις τῆς ἐποχῆς του, συνιστᾶ στούς ἀρχιερεῖς νά ἐπιλέγουν τουλάχιστον τούς ἐμπειροτέρους καί γεροντοτέρους «καί τούτους νά καθιστῶσι πνευματικούς. Ἐπειδή αὐτοί διά τήν ἡλικίαν, εἶναι καί ἐμπειρότεροι εἰς τήν γνῶσιν, καί τά πάθη ἔχουν ὁπωσοῦν καταδαμασμένα». Δέν ἀποκλείει καί τούς νεωτέρους, ἄν αὐτοί διαθέτουν ἀρετή καί φρόνηση γεροντική. Υἱοθετεῖ ἀκόμη τήν ἄποψη νά γίνονται πνευματικοί «οἱ ἐν γάμῳ ἱερεῖς ὄντες, δηλ. καί κατά τά ἄλλα ἄξιοι, πάρεξ οἱ παρθένοι καί ἄγαμοι ἱερομόναχοι» (π. Βασιλείου Καλλιακμάνη, Ἡ πνευματική πατρότητα…).

Δέν θά ἐπιμείνω ἄλλο στή θέση τοῦ πνευματικοῦ. Θά ἤθελα ὅμως νά τονίσω τήν ἀναγκαιότητά του στή ζωή ἑνός Χριστιανοῦ, προκειμένου ὁ Χριστιανός αὐτός νά βοηθηθεῖ, καθώς εἴπαμε, στή σχέση του μέ τόν Χριστό καί τήν ὀρθή ἔνταξή του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

(α) Πρῶτα ἀπ’ ὅλα θά πρέπει νά θυμηθοῦμε ὅτι εἶναι τέτοια ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, πού τό στοιχεῖο τῆς κοινωνίας μέ τόν ἄλλο εἶναι δεδομένο. «Οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον ἐπί τῆς γῆς»! Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά εἶναι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ὥστε μαθαίνει καί γνωρίζει τόν ἑαυτό του μόνον σέ σχέση μέ τόν ἄλλο, πρωτίστως τόν Θεό ἀλλά καί τόν συνάνθρωπό του. Εἶναι γνωστή ἡ ἐπισήμανση τῶν ἀρχαίων ὅτι ὁ καθένας ἔχει τά σφάλματά του στήν πλάτη του, ἐνῶ βλέπει καθαρά τά σφάλματα τοῦ ἄλλου. Κι εἶναι ἐπίσης γνωστό τό περιστατικό πού καταγράφει ὁ μοναχός τοῦ 6ου μ. Χ. αἰώνα Ἰωάννης Μόσχος στό «Λειμωνάριόν» του, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο κάποιος κληρικός, ἐνῶ τελοῦσε λανθασμένα τήν πρόθεση στή Θ. Λειτουργία, ἀλλά ἔβλεπε Ἀγγέλους λόγω τῆς ἁγιότητάς του, διδάχτηκε ἀπό ἕνα διάκονο πού ἔτυχε κάποια φορά νά ἔρθει στό ναό του. Καί στήν ἐρώτηση τοῦ κληρικοῦ στόν Ἄγγελο πού παρευρισκόταν, γιατί αὐτός δέν τοῦ ἀπεκάλυπτε τό λάθος του, ὁ Ἄγγελος τοῦ ἀπάντησε: «ὁ Θεός θέλει ὁ ἄνθρωπος νά μαθαίνει καί νά διδάσκεται ἀπό τόν συνάνθρωπό του». Δέν εἶναι τυχαῖο ἄλλωστε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός μᾶς ἔσωσε, καθώς ἔγινε ἄνθρωπος, «ὁμοιοπαθής ἡμῖν», καί ὄχι ἄγγελος ἤ κάτι ἄλλο.

Ὁ πνευματικός λοιπόν ὡς ὁ ἄλλος συνάνθρωπος πού παρευρίσκεται στήν κατεξοχήν ὀρθή θέση τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τή θέση τῆς μετανοίας, μπορεῖ νά τόν βοηθήσει νά δεῖ τόν ἑαυτό του καί στά σημεῖα ἐκεῖνα πού ἀδυνατεῖ ὁ ἴδιος νά δεῖ. 

(β) Ὁ ἄνθρωπος δυστυχῶς ἀπαρχῆς ξέπεσε στήν ἁμαρτία. Κι εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας, ὁ ἐγωισμός, μέ τά παρακλάδια τῆς φιληδονίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς φιλοδοξίας, πού τόν κάνουν νά βλέπει παραμορφωτικά τόν ἑαυτό του. Ὄχι μόνον ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση μας λόγω τῆς κοινωνικότητάς της δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε ὀρθά τόν ἑαυτό μας, ἀλλά πολλῷ μᾶλλον ἡ ἁμαρτία μας. Διότι ἡ ἁμαρτία θολώνει τόν πνευματικό ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς μας, ὅπως τά σύννεφα καλύπτουν τήν καθαρότητα τοῦ οὐρανοῦ καί ἡ ἀκαθαρσία δέν ἀφήνει στόν καθρέπτη νά εἰκονίσει ὀρθά τό εἴδωλο, κατά τίς ὡραῖες εἰκόνες ἰδίως τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων. Στήν πνευματική πορεία μας λοιπόν ὁ πνευματικός εἶναι ἐκεῖ, γιά νά ἀποκαθιστᾶ μέ διάκριση τήν τραυματισμένη ὅραση τοῦ ἀνθρώπου. Νά τοῦ καθαρίζει τούς ὀφθαλμούς, ὥστε ὁ Χριστός καί ἡ Βασιλεία Του νά μή χάνονται ἀπό τό ὀπτικό του πεδίο. Εἶναι γεγονός ὅτι Χριστιανοί πού ἐπέλεξαν νά πορεύονται χωρίς πνευματικό ὁδηγό, τόσο πολύ τυφλώθηκαν, ὥστε νά θεωρήσουν τόν ἑαυτό τους τέλειο καί σχεδόν Θεό. Ἀκόμη καί καλόγεροι πού πλανήθηκαν τόσο, ὥστε νά ἀποκρύπτουν ἀπό τό γέροντά τους τούς λογισμούς τους, ἔφτασαν στό σημεῖο νά γκρεμοτσακιστοῦν, μέ τήν πεποίθηση ὅτι πέφτουν ἀντί τοῦ γκρεμοῦ στά χέρια τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ.

Ὁ πνευματικός λοιπόν εἶναι ἐκεῖ, γιά νά ἰσορροπεῖ τόν πιστό καί νά τόν φέρνει κάθε φορά στά μέτρα του. Νά τόν ἀποτρέπει ἀπό τίς τυχόν «φυσιώσεις», ἀλλά καί ἀπό τίς τυχόν καταβαραθρώσεις του. Νά τόν ἐλέγχει διακριτικά στίς ὑπερήφανες πτήσεις του, ἀλλά καί νά τόν παρηγορεῖ καί νά τόν ἐμψυχώνει στίς μελαγχολικές καθόδους του. Ποιός φυσιολογικός ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἔχει ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του; Καί ἡ μικρότερη δόση αὐτογνωσίας μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι πρέπει νά βάζουμε ἐρωτηματικό ἀκόμη καί στίς θεωρούμενες σωστές ἐπιλογές μας. Ἰδίως στή σημερινή ἐποχή πού καί ἡ ψυχιατρική ἐπιστήμη μᾶς ἐπιβεβαιώνει ἔξωθεν τό ἁμαρτωλό βάθος τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως γιά παράδειγμα τό συμπέρασμα ψυχιατρικοῦ συνεδρίου πρό ὀλίγου καιροῦ ὅτι σχεδόν τό 70% τῶν ἀνθρώπων, ἀπό στατιστικές ἔρευνες, εἶναι σέ κατάσταση ἀνισορροπίας, προβάλλει ἐπιτακτικότερη ἡ ἀνάγκη στόν πιστό γιά σχέση μέ τόν πνευματικό του. 

Ἡ θεολογική θεμελίωση, θά λέγαμε, αὐτῆς τῆς πραγματικότητας βρίσκεται στό πρόσωπο τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ: ἄν Ἐκεῖνος ἀποτελεῖ τό ἀληθινό ὅριο τοῦ ἀνθρώπου, κυριολεκτικά τό μέτρο τοῦ ἀπόλυτα ἰσορροπημένου ἀνθρώπου, ὡς «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος χωρίς ἁμαρτίας», κατά τή διατύπωση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἄρα κάθε ἄνθρωπος, ἀκόμη κι ὁ μεγαλύτερος ἅγιος, ἔχει στοιχεῖα κολοβώσεως καί ἀνισορροπίας. Ποιός λοιπόν, καί πάλι τό ἐπαναλαμβάνουμε, μπορεῖ νά καυχηθεῖ δι’ ἑαυτόν, χωρίς νά τόν θέτει ἐκτός πραγματικότητας;

(γ) Πέραν τούτων: ἡ πνευματική ζωή ἔχει πλῆθος παγίδων καί πειρασμῶν, πού ὀφείλονται ὄχι μόνον στήν ἀτέλεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί τή μόνιμη λειτουργία τῆς ἁμαρτίας μέ ὅλα τά παρακλάδια της, αλλά καί στήν ὕπαρξη καί ἐπενέργεια τῶν πονηρῶν δαιμονικῶν δυνάμεων. Ὁ ἀπ. Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφεσ. 6,12), ὁ δέ ἀπ. Πέτρος μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι «ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ, ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. 5,8).

Ἔτσι ὁ πνευματικός εἶναι ἀναγκαῖος καί γιά τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες κατά τίς ὁποῖες ὁ πιστός δέχεται ἐπιθέσεις δαιμονικές καί μπορεῖ εὔκολα νά πλανηθεῖ καί νά ἀποπροσανατολιστεῖ, ὅπως γιά παράδειγμα στίς περιπτώσεις ὁραμάτων καί κυρίως ὀνείρων. Δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἕνας πιστός εἶναι ἕτοιμος νά πιστέψει κάποιο ὄνειρό του μέ τήν ἐμφάνιση τάχα κάποιου ἁγίου ἤ καί τῆς Παναγίας, ἐνῶ φαίνεται καθαρά ὅτι πρόκειται περί φαντασίας ἤ ἀκόμη καί δαιμονικῆς ἐπηρείας. Στό συγκεκριμένο σημεῖο καλό εἶναι νά θυμόμαστε αὐτό πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅτι τά ὄνειρα τά πιστεύουν μόνον οἱ ἄπειροι καί οἱ ἄσοφοι, ἐνῶ οἱ ἔμπειροι καί σοφοί τά ἀπορρίπτουν καί δέν δίνουν σημασία. Κι ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, μέγας νηπτικός ἀσκητικός διδάσκαλος, σέ ἔργο του στή Φιλοκαλία φτάνει στό σημεῖο νά λέει ὅτι πρέπει να ἀπορρίπτουμε ἀκόμη καί τά ἐκ Θεοῦ προερχόμενα ὄνειρα, ἀπό τό φόβο μήπως γενικά πλανηθοῦμε ἀπό αὐτά. Κι ὁ πανάγαθος Θεός θά μᾶς ἐπαινέσει γι’ αὐτό, γιατί ἀκριβῶς τό κάναμε γιά νά ἀποφύγουμε πλάνη δαιμονική. 

Μέ ὅλα τά παραπάνω, ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ πνευματικοῦ εἶναι φανερή σέ ὅλους, ἀλλ’ ἐννοεῖται ἐκείνου τοῦ πνευματικοῦ, πού πορεύεται καί αὐτός ὀρθά στήν πνευματική ζωή, μέ ὑπακοή καί τοῦ ἴδιου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί στόν δικό του πνευματικό καί πού γι’ αὐτό μπορεῖ νά εἶναι κυβερνήτης τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν. Διαφορετικά, ὁ πιστός ἐρχόμενος σ’ ἐπαφή μέ μή διακριτικό πνευματικό, καταποντίζεται ἤ κινδυνεύει νά καταποντιστεῖ, σύμφωνα καί πάλι μέ τήν ὡραία εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει τίς περιπτώσεις ὅπου «συναντᾶ κανείς ναύτη ἀντί κυβερνήτη, καί ναυαγεῖ εὑρισκόμενος μέσα καί σ’ αὐτό τό λιμάνι»!

Ὁ ἅγιος Σιλουανός τοῦ Ἄθω ἀναφερόμενος σ’ ἐκεῖνον τόν ποιμένα πού πορεύεται κατά τή δική του ἁπλῶς γνώμη καί ὄχι ἀσκούμενος νά ἀνακαλύπτει «τί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθόν, τό εὐάρεστον καί τέλειον» (Ρωμ. 12,2), γράφει: «Πᾶσαι αἱ συμφοραί ἐπέρχονται εἰς ἡμᾶς, διότι δέν ἐρωτῶμεν τούς πνευματικούς πατέρας, οἵτινες ἐτέθησαν, ἵνα καθοδηγοῦν ἡμᾶς. Οἱ δέ ἱεράρχαι καί πνευματικοί, διότι δέν ἐρωτοῦν τόν Κύριον πῶς πρέπει νά ἐνεργήσουν» (ἀρχ. Σωφρονίου, ὁ ἅγιος Σιλουανός…).

Μέ τήν ἐπισήμανση αὐτή ἐρχόμαστε στό δεύτερο καί καθαυτό μέρος τῆς εἰσηγήσεώς μας, τήν ἐπιλογή πιά τοῦ πνευματικοῦ.

Ἡ ἐπιλογή τοῦ Πνευματικοῦ

Ἄν, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, εἶναι τόσο καίρια ἡ θέση τοῦ πνευματικοῦ, κατανοοῦμε πόσο καίρια καθίσταται καί ἡ ἀνάγκη τῆς ὀρθῆς ἐπιλογῆς του. Κι ἐδῶ ἀναφύονται ἄλλα προβλήματα, πού σχετίζονται μέ τήν εὐθύνη τοῦ ἴδιου τοῦ πιστοῦ. Γιατί πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας τό θέμα τῆς ἐπιλογῆς τό ἀφήνει στόν πιστό. Ἐνῶ γιά τά ἄλλα μυστήρια τῆς πίστεώς μας συνήθως μᾶς παραπέμπει στήν ἐνορία μας, διότι αὐτή συνιστᾶ τήν πνευματική μας οἰκογένεια στήν περιοχή πού ζοῦμε, – μολονότι καί γι’ αὐτό, τή γεωγραφική καί συνεπῶς στατική ἔννοια τῆς ἐνορίας, ἔχουν ἀπό πολύ καιρό ἤδη ἀρχίσει νά ἀκούγονται καί ἄλλες ἀπόψεις καί νά κατατίθενται καί διαφορετικές προτάσεις -, στό θέμα τῆς ἐξομολόγησης καί τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης, τό θέμα δηλ. τοῦ πνευματικοῦ, τό ἀφήνει, καθώς λέμε, ἀνοικτό. Εἶναι σάν τόν ἰατρό πού ἐπιλέγει κάποιος. Μπορεῖ ἐλεύθερα νά πάει σέ ὅποιον θέλει, καί ὄχι ἀναγκαστικά σ’ αὐτόν τῆς γειτονιᾶς του. 

Τήν ἀνάγκη γιά ὀρθή ἐπιλογή πνευματικοῦ τόνιζε πολύ συχνά καί ὁ γέροντας Πορφύριος, ἐπαναλαμβάνοντας παρεμφερῶς μάλιστα τά λόγια τοῦ ὁσίου Ποιμένα: «σέ πρόσωπο πού ἡ συνείδησή σου δέν σέ πληροφορεῖ, μήν ἐμπιστεύεσαι τήν ἐξομολόγησή σου», ἐνῶ ἕνα περιστατικό πού καταγράφεται στά διάφορα κυκλοφορούμενα Γεροντικά εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικό γιά τό θέμα αὐτό καί ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά τό θυμίσω:
«Ἕνας νέος μοναχός πολεμήθηκε ἀπό σαρκική ἐπιθυμία καί πῆγε νά ἐξομολογηθῆ σέ κάποιο γέροντα Ἐρημίτη. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀσυνήθιστος νά δέχεται ἀπό ἄλλους λογισμούς, μόλις ἄκουσε τήν ἐξομολόγησι τοῦ νέου, ταράχτηκε, ἀγανάκτησε καί τόν ἔλεγε ἀνάξιο τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ὁ μοναχός ἔχασε τελείως τό θάρρος του, ἀκούοντας τόν ἐρημίτη νά ἐκφράζεται ἔτσι, ἔπεσε σέ ἀπόγνωσι κι ἀποφάσισε νά γυρίση πίσω στόν κόσμο. Στό δρόμο συνάντησε τόν ἀββᾶ Ἀπολλώ, πού εἶχε φήμη ἐμπείρου πνευματικοῦ. Μέ μιά ματιά πού τοῦ ἔριξε, ὁ Γέροντας κατάλαβε τήν ταραχή τῆς ψυχῆς του.

– Γιατί εἶσαι θλιμμένος, τέκνον μου; τόν ρώτησε μέ καλωσύνη.

Ὁ ἀδελφός δέν ἔδωσε ἀπόκρισι. Ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώς ὅμως ἐπέμενε νά τόν ἐρωτᾶ μέ τόσο ἐνδιαφέρον, πού στό τέλος λύγισε καί τοῦ ἐξωμολογήθηκε τόν πόλεμό του καί τήν ἀπελπισία πού τοῦ εἶχαν φέρει τά λόγια τοῦ ἐρημίτη.

– Γιατί ἀπελπίζεσαι, παιδί μου; τοῦ εἶπε τότε ὁ Γέροντας. Ἐγώ σ’ αὐτή τήν ἡλικία ἀκόμη πειράζομαι ἀπό τέτοιες ἐπιθυμίες. Γύρισε πίσω στό κελλί σου καί συνέχισε μέ θάρρος τόν ἀγῶνα σου. Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ δέν θά σ’ ἀφήση ἀβοήθητο.

Τά παρηγορητικά λόγια τοῦ καλοῦ πνευματικοῦ ἰατροῦ ἀναπτέρωσαν τίς ἐλπίδες τοῦ ἀπελπισμένου. Γύρισε στό κελλί του, ἀποφασισμένος νά συνεχίση τόν ἀγῶνα του, ὥσπου νά τόν ἐπισκεφθῆ ἡ χάρις, γιά νά τόν ἀπαλλάξη ἀπό τόν πόλεμό του.
Ἀφοῦ πρόλαβε τήν καταστροφή τοῦ νέου, θέλησε ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώς νά διορθώση καί τοῦ ἐρημίτη τήν ἀπειρία. Πῆγε ἔξω ἀπό τό κελλί του καί προσευχήθηκε στόν Θεό νά παραχωρήση νά ἔλθη καί σ’ αὐτόν ὁ ἴδιος πόλεμος.

Δέν πρόλαβε νά τελειώση τήν προσευχή του κι εἶδε μπροστά του ἕναν πανύψηλο ἀράπη νά ρίχνη βέλη πύρινα ἐναντίον τοῦ γέρου ἐρημίτη. Ἐκεῖνος παρευθύς ἄρχισε νά στριφογυρίζη, σάν μεθυσμένος, ἀπό τήν ἄλογη ἐπιθυμία. Ἄπειρος καθώς ἦταν σέ παρόμοιο ἀγώνα, συγχύστηκε, καί μή μπορώντας πολύ ν’ ἀντέξη, πῆρε τόν ἴδιο δρόμο γιά τήν πολιτεία, πού πρίν ἀπό λίγο εἶχε τραβήξει ὁ νέος. Ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώς ὅμως τόν πρόφτασε.

– Ποῦ πηγαίνεις τόσο συγχυσμένος, ἀδελφέ; τόν ρώτησε.

Ἐκεῖνος ἀπό τή ντροπή του δέ σήκωνε κεφάλι ν’ ἀπαντήση.

– Γύρισε στό κελλί σου, τοῦ εἶπε ἐπιτιμητικά ὁ γέροντας, κι ἔχε τόν ἑαυτό σου ἀγνοημένο ἀπό τό Διάβολο. Δέν σοῦ δόθηκε εὐκαιρία νά παλαίψης μαζί του, γι’ αὐτό οὔτε μιᾶς ἡμέρας πειρασμό δέν κατώρθωσες νά ὑπομείνης. Καί ἄλλη φορά μήν ἐπιχειρήσης νά συμβουλέψης ἄλλον, ἀφοῦ ὁ ἴδιος εἶσαι ἄπειρος καί ἀδίδαχτος.

Ἀφοῦ τόν συμβούλεψε ὅσο ἔπρεπε, ἔκανε προσευχή στόν Κύριο ὁ Γέροντας, κι εὐθύς ἀπαλλάχτηκε ἀπό τόν πόλεμο ὁ ἐρημίτης.

– Πήγαινε τώρα στό κελλί σου, τοῦ εἶπε, καί παρακάλεσε τόν Θεό νά σοῦ χαρίζη σύνεσι» (Γεροντικόν, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/κη 1969, σελ. 347 ἑξ.).
Συνεπῶς: ἡ ἐπιλογή τοῦ πνευματικοῦ εἶναι κρίσιμο καί καίριο θέμα καί πρέπει μέ μεγάλη εὐθύνη νά ἀντιμετωπίζεται ἀπό ὅλους, καί τούς πνευματικούς καί τούς λαϊκούς ἀδελφούς. Μέ τί κριτήριο ὅμως γίνεται πολλές φορές ἡ ἐπιλογή αὐτή ἀπό πολλούς; Δυστυχῶς κι ἐδῶ λειτουργεῖ συχνά τό στοιχεῖο τοῦ ἐγωϊσμοῦ. Δηλ. ἡ ἐπιλογή γίνεται ὄχι μέ γνώμονα τό πνευματικό συμφέρον, ἀλλά τήν κοσμικότητα καί τήν ἐπιφάνεια, γεγονός πού δημιουργεῖ τρόμο στούς ἐν ἐπιγνώσει χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι βλέπουν ὅτι ἀκόμη καί στά τίμια καί καίρια τῆς πίστεως τόν πρῶτο λόγο, ἔστω καί μέ λανθάνοντα τρόπο, τόν ἔχει ἡ ἁμαρτία. 

 

Από το βιβλίο «Καρδία Καιομένη» των εκδόσεων ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ

[the_ad id=”154252″]