Ορθοδοξία

«Ο Γέροντας Ανανίας και ο νεαρός Δημήτρης μιλάνε για την Πίστη», Β’ μέρος

«Γιατί λέτε, Γέροντα, ότι χωρίς να ξέρω χαρακτηρίζω τον Χριστό ρατσιστή;», Β' μέρος

Λοιπόν, να συνεχίσουμε στο θέμα του… ρατσισμού! Πρέπει να…» – ένας ξαφνικός θόρυβος προερχόμενος απ’ έξω, από τη μικρή αυλή του κελιού, διέκοψε τον λόγο του Γέροντα. Και οι δύο έστρεψαν το κεφάλι τους ενστικτωδώς προς την πλευρά της θύρας του κελιού. Ο Δημήτρης κοίταξε ερωτηματικά τον π. Ανανία, ο οποίος σηκώθηκε, άνοιξε τη θύρα, κοίταξε ερευνητικά ένα γύρο.

«Είναι κανείς εδώ;» φώναξε δυνατά, αλλά απάντησε δεν πήρε. Στάθηκε λίγο ακόμη αναποφάσιστος, κι ύστερα μπήκε και πάλι μέσα. «Ίσως κάποια από τις γάτες που έχω να έριξε κάτι», είπε, «μάλλον για να δηλώσει κι εκείνων την παρουσία. Τα ζωντανά του Θεού… τους αρέσει να παίζουν και να κυνηγιούνται». Πήγε προς τη θέση του, αφού έριξε λίγο νερό ακόμη στο ποτήρι του Δημήτρη, έβαλε και στο δικό του κι ήπιε κάνοντας το σημείο του Σταυρού.

«Λοιπόν, πού είχαμε μείνει, Δημήτρη μου;» «Στο θέμα του ρατσισμού, Γέροντα. Κάτι ξεκινήσατε να λέτε». «Α, ναι! Το θέμα του… ρατσισμού», επανέλαβε και χαμογέλασε. «Πρέπει να προσέξεις ιδιαίτερα σ’ αυτό. Μπορεί στον κόσμο τούτο πια, τον πεσμένο στην αμαρτία, αλλά αναγεννημένο από τον Χριστό, να υπάρχουν πολλές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, μπορεί να έχουμε ανθρώπους που να διακρίνονται για τη φυσική ευφυΐα τους και τα λοιπά σωματικά και πνευματικά προσόντα τους, αλλά αυτό δεν παίζει ρόλο στο θέμα της αγιότητας.

Όπως είπαμε, όλοι οι άνθρωποι είμαστε κλημένοι γι’ αυτήν, γιατί αυτόν τον σκοπό μάς έθεσε απαρχής ο Δημιουργός μας, όμως ιδιαιτέρως αφότου ήρθε ο Χριστός, μας ενέταξε στον εαυτό Του, μας έκανε μέλη Του, που θα πει ότι όταν ο άνθρωπος βαπτιστεί και χριστεί, μετέχει δε στα μυστήρια της Εκκλησίας, κατεξοχήν στο μυστήριο της μετανοίας και της θείας κοινωνίας, έχει τις δυνάμεις του Χριστού ως ένας άλλος Χριστός· η όποια αδυναμία του μεταποιείται σε δύναμη, δηλαδή δεν υπάρχει πια «δεν μπορώ», γιατί είναι σαν να αρνείται το βάπτισμά του.

Έχεις ακούσει ή έχεις διαβάσει πόσο ωραία το έλεγε ο άγιος Παΐσιος, ο μεγάλος κι αυτός σύγχρονος Γέροντας του Όρους;

«Δεν υπάρχει δεν μπορώ», έλεγε. «Υπάρχει μόνον δεν θέλω. Και υπάρχει το δεν θέλω, γιατί δεν αγαπώ».

Λοιπόν, αν πει κάποιος ότι «δομικά» δεν είναι φτιαγμένος για τα υψηλά, όπως χαρακτηριστικά ανέφερες, τότε πράγματι αποδίδεις στον Χριστό μας τον τίτλο του «ρατσιστή» – δίνει τα πολλά μόνο σε λίγους… Μα ο Χριστός μας δίνει τα πάντα σε όλους, αρκεί να το θέλουν. Δεν είναι τσιγκούνης, Δημήτρη μου, ο Χριστός και Θεός μας. Το λέει και η Γραφή:

«οὐκ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεός τό Πνεῦμα». Δεν παίρνει σταγονόμετρο για την προσφορά της χάρης Του ο Θεός. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος θα συνεχίσει και θα επισημάνει: «Ὁ Θεός που δεν φείστηκε του Ίδιου του Υιού Του και Τον έστειλε στον κόσμο και θυσιάστηκε, πώς μαζί μ’ Αυτόν δεν θα μας χαρίσει τα πάντα;» Η αγάπη συνεπώς του Θεού είναι ίδια για όλους, ο Θεός μας δεν κάνει διακρίσεις, εμείς πάντοτε είμαστε το πρόβλημα…».

Σταμάτησε ο Γέροντας και η σιωπή, για αρκετό διάστημα, έγινε ο ηγεμόνας του μικρού κελιού. Σιωπή όμως μόνον εξωτερική. Γιατί αφενός ο Δημήτρης πάσχιζε να χωνέψει όλα αυτά που άκουγε και να τα βάλει σε μια τάξη μέσα στο μυαλό του – βαθιά μέσα στην καρδιά του ένιωθε την αλήθεια τους που του προκαλούσε μία πρωτόγνωρη γαλήνη και ηρεμία – αφετέρου ο Γέροντας είχε αποδυθεί στον αγώνα της προσευχής, δηλαδή της μυστικής συνομιλίας του με τον Κύριο, συνεπώς η σιωπή ήταν η επιφάνεια, ενώ οι εσωτερικές κραυγές ήταν πολύ δυνατές και ζωντανές.

«Υπάρχουν κι άλλα πολλά βεβαίως, παιδί μου, στο συγκεκριμένο θέμα», έσπασε την εξωτερική σιωπή κάποια στιγμή ο Γέροντας, «που ίσως χρειαστεί άλλη φορά να συνεχίσουμε.  Θα μου επιτρέψεις όμως ακόμα δύο σημεία να σημειώσω. Πρώτον, ότι ενώ η αγιότητα είναι κλήση και προοπτική για όλους τους ανθρώπους, αλλά την αποδέχονται κατά φυσικό λόγο μόνον οι χριστιανοί, όμως κι εδώ υπάρχουν σκαλοπάτια. Άλλος αγιάζει περισσότερο, άλλος λιγότερο, άλλος ακόμη πιο λίγο. Κι αυτό όχι γιατί ο Θεός δεν προσφέρεται εξίσου – αυτό το εξηγήσαμε μόλις προηγουμένως – αλλά γιατί η αποδοχή του Θεού από τους ανθρώπους έχει διαβαθμίσεις. Κατά τον ευαγγελικό λόγο, άλλος καρποφορεί εκατό, άλλος εξήντα, άλλος τριάντα. Που σημαίνει ότι κι εκείνος που ανταποκρίνεται, μπορεί να μη δώσει το εκατό τοις εκατό της ψυχής του στον Κύριο, άρα να δέχεται τη χάρη και την ενέργειά Του, αλλά μόνο στον βαθμό που έχει ανοίξει την καρδιά του».

«Συνεπώς, το κριτήριο αγιότητας, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, είναι η  αγάπη προς τον Θεό», είπε ο Δημήτρης, «αυτό μου λέτε;» «Ακριβώς, παιδί μου», είπε συγκινημένος ο Γέροντας, βλέποντας την ετοιμότητα του νέου να κατανοήσει τον κάθε λόγο του. «Όταν μιλάμε για αγιότητα, τελικώς μιλάμε για το ποσόν και το ποιόν της αγάπης που τρέφουμε απέναντι στον Κύριο και Θεό μας, κατά την εντολή που απαρχής έδωσε στον άνθρωπο: “Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος”.

Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν και διαλείμματα στην πορεία της αγιότητας. Ο χριστιανός βρίσκεται αδιάκοπα υπ’ ατμόν, σαν το καράβι που έχει αναμμένες και ζεσταμένες τις μηχανές του. Αν τυχόν σταματήσει η μηχανή, αν σταματήσει δηλαδή η εν αγάπη στροφή προς τον Θεό, την ίδια ώρα αρχίζει η κατρακύλα. Ο ίδιος ο Κύριος το βεβαίωσε: “Ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ, κατ’ ἐμοῦ ἐστι· καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει”. Η πορεία λοιπόν είναι πάντοτε προς τα εμπρός, δηλαδή προς την αγάπη. Και πρέπει να προσθέσουμε αυτό που νομίζω ότι γνωρίζεις κι εσύ πολύ καλά. Η αγάπη αυτή προς τον Θεό συνυπάρχει και συμβαδίζει με την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Γιατί μετά την εντολή αγάπης προς τον Θεό ο Ίδιος έδωσε και την εντολή αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Κι όχι σαν μια δεύτερης ποιότητας εντολή, αλλά όμοια με την πρώτη. “Αγαπήσεις τόν πλησίον σου  ὡς σεαυτόν”».

«Ώστε, Γέροντα, γίνομαι άγιος αν αρχίζω να αγαπώ τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου». «Ναι, Δημήτρη μου. Χρησιμοποίησες μάλιστα το σωστό ρήμα, όπως και στην αρχή της κουβέντας μας: γίνομαι άγιος. Όπως έδωσε και ο Θεός την εντολή: “Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι”. Γιατί μιλάμε πάντοτε για μία διαρκή εξέλιξη και ανέλιξη του ανθρώπου· για μία διαρκή άνοδό του που δεν τελειώνει ποτέ. Και δεν τελειώνει ποτέ, γιατί όπως καταλαβαίνεις, δεν έχει τέλος ο Θεός. Όσο η απειρία είναι χαρακτηριστικό Του, τόσο και η επέκταση του ανθρώπου προς Αυτόν δεν έχει τελειωμό. “Ἀτέλεστος τελειότης” λέγεται από τους Πατέρες μας τούτο».

«Να ρωτήσω όμως κάτι εδώ, Γέροντα; Σας κουράζω, το καταλαβαίνω, αλλά μου δημιουργήθηκε η απορία». Ένευσε θετικά ο Γέροντας, ο οποίος ήπιε κι αυτός λίγο νερό, οπότε συνέχισε ο Δημήτρης. «Φτάνει μόνον η αγάπη; Τι νόημα έχουν τότε οι άλλες αρετές, όπως η πίστη ή η ταπείνωση για παράδειγμα; Διαρκώς ακούμε γι’ αυτές κι ότι χωρίς αυτές δεν υπάρχει καν χριστιανισμός».