Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου
κ.κ. Γεωργίου
Στήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν στιγμές κρίσιμες πού διαμόρφωσαν τό παρόν καί τό μέλλον της καί σημάδεψαν τήν πορεία τῆς πίστης καί τοῦ Χριστιανισμοῦ μέσα στούς αἰῶνες. Ἕνα τέτοιο γεγονός, μία σημαντική ἐπέτειος τήν ὁποία, ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, θυμούμαστε ἔντονα φέτος, εἶναι ἡ σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού συνεκλήθη πρίν ἀπό 1700 ἀκριβῶς χρόνια. Εἶναι, ὄντως, μία ἐπέτειος μέ παγχριστιανική ἐμβέλεια, ἀφοῦ ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποτελεῖ σημεῖο καμπῆς στήν Ἱστορία καί στή Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὡς γνωστό, συνεκλήθη ἀπό τήν Ἐκκλησία στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325 μ.Χ. Οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου ἄρχισαν, προκαταρκτικά, ἀπό τίς 20 Μαΐου, καί ἐπίσημα στίς 14 Ἰουνίου, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, καί ὁλοκληρώθηκαν στίς 25 Αὐγούστου.
Σκοπός τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου ἦταν ἡ ἀναζήτηση ὁριστικῶν λύσεων στά προβλήματα πού ἀπασχολοῦσαν τήν Ἐκκλησία, ἀμέσως μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν. Τό πρῶτο καί σημαντικότερο ἦταν ἡ αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ ἡ ὁποία ἔθετε σέ κίνδυνο τήν ἑνότητα ὄχι μόνο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὅπου ἐνεφανίσθη ἀρχικά, ἀλλά καί τῆς ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἀμφισβητοῦσε τήν ὀρθή πίστη.
Ἡ Ἐκκλησία, «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας», εἶχε νά ἀντιμετωπίσει πολύ νωρίς τίς αἱρέσεις πού διαστρέβλωναν τήν ἀλήθειά της. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός προειδοποίησε τούς ὀπαδούς του: «Βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ. Πολλοί γάρ ἐλεύσονται ἐπί τῷ ὀνόματί μου…». Κι ἀλλοῦ εἶπε: «Πολλοί ψευδοπροφῆται ἐγερθήσονται καί πλανήσουσι πολλούς». Πράγματι, ἦταν καί εἶναι πολύ σοβαρός ὁ κίνδυνος ἀπό τίς αἱρέσεις. Γι’ αὐτό κι ἡ Ἐκκλησία ἀντιτάχθηκε πάντα ἔντονα στίς αἱρέσεις καί προασπίστηκε τήν πίστη της μέ πολλές θυσίες. Εἶναι ἀλήθεια πώς οἱ ἐξωτερικοί ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας, καί τέτοιοι ἦταν οἱ εἰδωλολάτρες καί οἱ διωγμοί, συσπείρωναν τούς πιστούς, χαλύβδωναν τήν πίστη τῶν χριστιανῶν καί ἔθεταν σέ δεύτερη μοῖρα τίς μεταξύ τους διαφορές. Οἱ αἱρέσεις, ὅμως, ἦταν πολύ πιό ἐπικίνδυνες γιατί ἦταν κίνδυνος ἐκ τῶν ἔσω. Οἱ αἱρετικοί ἦταν «προβατόσχημοι λύκοι» πού δροῦσαν σάν πέμπτη φάλαγγα μέσα στήν Ἐκκλησία.
Ἡ ἐλευθερία στήν ἔκφραση καί στή λατρεία, πού ἀποκτήθηκε μέ τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, τό 313 μ.Χ., ἐνθάρρυνε τίς αἱρέσεις πού δροῦσαν ὡς φυγόκεντρες δυνάμεις στήν Ἐκκλησία. Ὅπως σήμερα παρατηρεῖται, ἰδιαίτερα μεταξύ τῶν μορφωμένων πού δέν προσεγγίζουν τά θέματα τῆς πίστης μέ τήν ταπείνωση καί διάθεση μαθητείας, σύγχυση μεταξύ πίστης καί ἐπιστήμης, ἔτσι καί τότε γινόταν σύγχυση ὅρων τῆς Θεολογίας καί ὅρων τῆς Φιλοσοφίας. Κύριος ἐκπρόσωπος αὐτῆς τῆς ὁμάδας, ὡς γνωστόν, ἦταν ὁ Ἄρειος, πού παρά τή μόρφωση καί τήν ἀσκητικότητά του, ταύτιζε τούς ὅρους τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας «γεννᾶσθαι» καί «γίγνεσθαι», καθώς καί τό «γεννᾶν» μέ τό «ποιεῖν». Στή Θεολογία, ὅμως, αὐτό ὁδηγοῦσε στήν κακοδοξία, γιατί διαφορετική ἔννοια ἔχει τό «ὁ Πατήρ γεννᾶ» τόν Υἱό ἀπό τό «ὁ Πατήρ ποιεῖ (δημιουργεῖ) τόν Υἱό». Τό τελευταῖο ὁδηγοῦσε στό ὅτι ὁ Υἱός ἦταν κτιστός, ποίημα καί δημιούργημα τοῦ Πατρός. Αὐτό ὁδηγοῦσε φυσικά καί στήν κακοδοξία τῆς μή δυνατότητας σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄν ὁ Χριστός ἦταν δημιούργημα τοῦ Θεοῦ – Πατρός, ὅσο τέλειος καί νά ’ταν, δέν θά μποροῦσε νά σώσει τό ἀνθρώπινο γένος. Ἕνας ἄνθρωπος, ὅσο τέλειος καί νά ’ναι, τό πολύ – πολύ πού μποροῦσε νά πετύχει ἦταν νά σώσει τόν ἑαυτό του.
Ἡ ἀρειανή κακοδοξία ὑπῆρξε ἡ κυριότερη καί δυναμικότερη πρόκληση γιά τήν Ἐκκλησία. Ἦταν, πραγματικά, μία νάρκη στά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας διότι πέραν τῆς ἀμφισβήτησης τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔθετε σέ κίνδυνο καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιπλέον, διασποῦσε καί τήν ἑνότητα τῆς αὐτοκρατορίας. Γι’ αὐτό κι ἔπρεπε νά ἀντιμετωπιστεῖ γρήγορα. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὑπογραμμίζοντας τήν ἐπιτακτική αὐτή ἀνάγκη, λέει ὅτι ὑπῆρξε «χρεία κατεπείγουσα» καί «αἰτία εὔλογος» ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου.
Ἐπειδή, ἀκόμα κτιζόταν ἡ Κωνσταντινούπολη, ὁ αὐτοκράτορας διέμενε προσωρινά στή Νικομήδεια. Γι’ αὐτό κι ἐπελέγη ὡς τόπος σύγκλησης τῆς Συνόδου ἡ πλησιόχωρη Νίκαια γιά νά μπορεῖ νά πηγαινοέρχεται ὁ Κωνσταντῖνος πού προήδρευε τῆς Συνόδου. Ἐκεῖ, οἱ Πατέρες ἔθεσαν τά θεμέλια τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πού ὁμολογοῦμε διά μέσου τῶν αἰώνων. Ἰδιαίτερα ἑστίασαν τήν προσοχή τους στό Δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ ὁποίου ἀμφισβητήθηκε, ἀπό τόν Ἄρειο, ἡ θεότητα καί τό Ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα. Ἐξέθεσαν μέ σαφήνεια τήν πρό πάντων τῶν αἰώνων γέννησή Του ἀπό τόν Πατέρα, θέτοντας σέ ἀντιδιαστολή τό «γεννηθέντα» μέ τό «οὐ ποιηθέντα», τόν ρόλο Του στή δημιουργία, ἀφοῦ δι’ Αὐτοῦ «τά πάντα ἐγένετο», τήν ἐνανθρώπηση, τή σταύρωση, τήν ταφή, τήν Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψή Του στούς οὐρανούς καί τήν ἀναμενόμενη δεύτερη ἔλευσή Του γιά νά κρίνει «ζῶντας καί νεκρούς». Τό Σύμβολο τῆς Πίστεως πού υἱοθετήθηκε στή Σύνοδο τῆς Νίκαιας διατύπωνε μέ σαφήνεια τίς κεντρικές ἀλήθειες τῆς Χριστιανικῆς πίστης, ἀποτέλεσε θεμέλιο γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἔχει παραμείνει ἀμετάβλητο στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅλες οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως εἶναι καταγεγραμμένες μέσα στήν Ἁγία Γραφή.Ἡ Σύνοδος δέν διατύπωσε νέες ἀλήθειες σέ θέματα πίστεως, οὔτε καί πρόσθεσε κάτι νέο. Βασιζόμενη στήν Ἁγία Γραφή καί τήν ἀποστολική παράδοση ἐντόπισε τίς ἤδη ἀποκεκαλυμμένες ἀλήθειες πού ὑπῆρχαν ὡς διδασκαλία στήν Ἐκκλησία καί τίς ἐξέφρασε μέ σαφήνεια, θεολογική ἀκρίβεια, ἀλλά καί μέ συνοπτικό τρόπο, δηλαδή μέ σύντομες ἁπλές φράσεις, ὥστε νά εἶναι πιό κατανοητές καί νά ἀφομοιώνονται εὔκολα ἀπό τό σύνολο τῶν πιστῶν, ἐνισχύοντας τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Η Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος δέν περιορίστηκε μόνο στό ζήτημα τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ἀλλά μεταξύ ἄλλων ἀσχολήθηκε καί ἔθεσε ὁριστικό τέρμα στήν ἀσυμφωνία μεταξύ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ὡς πρός τόν χρόνο τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα, κάτι τό ὁποῖο ἀπασχολεῖ ἔντονα καί σήμερα τούς Χριστιανούς.
Χρησιμοποιώντας καί τίς ἐπιστημονικές γνώσεις Ἀλεξανδρινῶν ἀστρονόμων, ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ὅρισε ὅπως τό Πάσχα ἑορτάζεται τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. Ἄν, ὅμως, μέχρι τήν ἡμέρα αὐτή δέν ἔχει ἑορτασθεῖ τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων, τότε τό Χριστιανικό Πάσχα νά ἑορτάζεται τήν Κυριακή μετά τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων. Καί τοῦτο γιά δύο λόγους: Πρῶτα, γιατί ἔτσι ἔγινε καί χρονικά. Τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων τή χρονιά πού σταυρώθηκε ὁ Χριστός γιορτάστηκε τό Σάββατο (λέει τό Εὐαγγέλιο «ἦν γάρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σαββάτου) καί ὁ Χριστός ἀναστήθηκε τήν ἑπομένη («τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων»), τήν Κυριακή. Καί δεύτερον, τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων ἦταν τύπος καί προεικόνισμα τοῦ δικοῦ μας Πάσχα. Κι ὁ τύπος προηγεῖται πάντα τοῦ γεγονότος.
Εἶναι χαρακτηριστικό τό ἀνακοινωθέν τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τόν περασμένο Σεπτέμβριο, πού καλεῖ ὅλους στόν σεβασμό τῶν προϋποθέσεων πού ἔθεσε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ὥστε τό Πάσχα νά ἑορτάζεται μετά τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων.
Σημαντικό ὑπῆρξε, καί τό κανονικό ἔργο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ Σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ τήν κανονική ἐπίλυση διαφόρων ζητημάτων γιά τά ὁποῖα ἐξέδωσε εἴκοσι κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται σέ θέματα ἐκκλησιαστικῆς ὀργάνωσης, διοίκησης, ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας, σέ θέματα λατρείας καί τέλος σέ θέματα χριστιανικοῦ βίου.
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, πέρα ἀπό τή θεολογική της σημασία, εἶχε καί βαθύ καί ἄμεσο ἀντίκτυπο στήν καθημερινή ζωή τῶν πιστῶν. Ἡ Σύνοδος βοήθησε τούς πιστούς νά κατανοήσουν καλύτερα τή σχέση τοῦ Χριστοῦ, ὡς Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ μέ τόν Θεό Πατέρα καί τή σημασία τῆς Σαρκώσεως καί Σταυρώσεώς Του γιά τή σωτηρία τους. Αὐτή ἡ θεολογική ἀκρίβεια ἐνίσχυσε τήν πίστη τους στήν ἀπολυτρωτική ἀξία τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καί δημιούργησε τό θεμέλιο γιά τήν πνευματική τους ζωή, μέ κεντρικό πρόσωπο τόν Σωτῆρα Χριστό. Ἐπιπλέον, ἡ Σύνοδος, μέ τήν ὁριοθέτηση τῶν ὀρθόδοξων ἀληθειῶν, προσέφερε στούς πιστούς μιάν ἀσφαλῆ βάση γιά τήν πίστη τους. Οἱ χριστιανοί μποροῦσαν νά βασίζονται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά νά πορεύονται στή ζωή τους, νά ἀντιστέκονται στούς πειρασμούς καί νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπιπλέον, τό Σύμβολο τῆς Νικαίας ἐντάχθηκε στή λατρεία καί οἱ πιστοί ἄρχισαν νά προσεύχονται καί νά διακηρύσσουν τήν πίστη τους μέ μεγαλύτερη σαφήνεια, ὁμολογώντας τή θεία καί ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πίστη αὐτή συνόδευε τούς πιστούς στήν καθημερινή τους ζωή, στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί στήν ἀτομική τους προσευχή.
Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἐπέτειος τῶν 1700 ἐτῶν ἀπό τή σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μᾶς προσφέρει τήν εὐκαιρία νά προσεγγίσουμε μέ πνεῦμα μαθητείας τίς ἀποφάσεις της, πού ἀποτελοῦν ὁδοδεῖκτες στόν δρόμο τῆς σωτηρίας μας. Παράλληλα, μᾶς δημιουργεῖ καί πνευματική ἐγκαύχηση γιά τή συμμετοχή στίς ἐργασίες της καί τῆς δικῆς μας παλαίφατης Ἐκκλησίας. Ὅπως μαρτυροῦν τά πρακτικά τῆς Συνόδου σ’ αὐτήν πῆραν μέρος οἱ Ἐπίσκοποι Πάφου Κύριλλος ἤ Κυριακός, Σαλαμῖνος Γελάσιος καί Τριμυθοῦντος Σπυρίδων.
Γιορτάζοντας φέτος τήν 1700ή ἐπέτειο ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εὔχομαι ὅπως ἡ ἐντρύφηση στά κείμενα τοῦ ἀφιερώματος αὐτοῦ τοῦ τεύχους, συμβάλει στήν ἀνάδειξη καί κατανόηση τῆς θεολογικῆς σημασίας τῆς Συνόδου καί τῆς σπουδαιότητάς της γιά θέματα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
*Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 61 (Μάιος – Αύγουστος 2025), σελ. 84-88.