Να σου λένε, «καλημέρα, έχετε καρκίνο κι ένα μήνα ζωής». Κι εσύ να κοιτάς ψηλά συλλαβίζοντας με τρεμάμενες λέξεις «δόξα τω Θεώ, είμαι εδώ για ότι θέλεις Κύριε…». Αυτό είναι αγιότητα.
Μια αγιότητα που δεν είναι μονάχα στα μοναστήρια,
ούτε πάντα φοράει ράσο.
Μια ανώνυμη αγιότητα πασών των καθημερινών ανθρώπων, που παλεύουν και μάχονται στην κοιλάδα των δακρύων, που κωπηλατούν στις λίμνες του βίου,
δίχως να διαλέγουν μπουνάτσα ή τρικυμία.
Είναι η αγιότητα του κ. Γιώργου, με τα μεγάλα ζεστά μάτια,
το βαθύ χαμόγελο και το φως που κατακλύζει κάθε σπιθαμή της ύπαρξης του.
Τον επισκέφτηκα στο νοσοκομείο.
Δεν με άφησε στιγμή να τον λυπηθώ.
Δεν που επέτρεψε να στεναχωρηθώ.
Ήταν όλος φως, πίστη και ελπίδα.
Πήγα να το παρηγορήσω και έφυγα αναπαυμένος.
Πήγα να τον στηρίξω και έφυγα ενισχυμένος.
Πήγα να του πω και έμαθα.
Πήγα να τον δω και με είδε μέσα από το φως της αιωνιότητας.
Με τράβηξε στο μέρος του, έσκυψα και μου είπε στο αυτί,
«..Πάτερ μου, δόξα τω Θεώ για ότι έζησα, για ότι είδα, γεύθηκα και άγγιξα.
Για ότι μου χάρισε Εκείνος και ήταν πολλά.
Είμαι έτοιμος να φύγω.
Είμαι εδώ σε ότι προστάξει Εκείνος που μου έδωσε την ζωή.
Αυτός με έφερε εδώ αυτός θα με πάρει και για το Αλλού.
Τις βαλίτσες τις ετοίμασα, τα πράγματα είναι στην θέση τους,
είμαι ήδη στην αποβάθρα και περιμένω το τρένο να με ταξιδεύσει…..».
Κάποια στιγμή μέσα στους φρικτούς πόνος του αποκοιμήθηκε και η γλυκιά υπέροχη γυναίκα του, ψιθύρισε «αχ τι μας βρήκε…», άνοιξε τα μάτια του και ειπε «μην παραπονιέστε, μην αγανακτείτε…δόξα τω Θεώ μονάχα να λέτε….».
Ο κυρ Γιώργος δεν έφυγε ακόμη, είναι εδω άλλα μας μιλάει από Άλλού.
Ζει μέσα στην μεγάλη αγκαλιά της γυναίκας και των παιδιών του, κι ολων εκείνων που τον αγαπάμε.
Ζει και προσμένει, γιατί όπως ο ίδιος μου είπε,
«καλέ μου πάτερ, εγώ μια ζωή για αυτή την στιγμή ετοιμαζόμουν..»
Με χαιρέτησε και μου ζήτησε να με φιλήσει.
Έσκυψα και ευωδίαζε.
Έτσι είναι τα φιλιά της αγιότητας, γεμάτα φως χρώματα και αρώματα.
π. Λίβυος