Ορθοδοξία Blog

Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης

Εορτολόγιο 2020 | 3 Οκτωβρίου: Σήμερα γιορτάζει ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης

Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης που υπερείχε όλων ως προς τον πλούτο, την δόξα, την σύνεση και την σοφία, ήταν ένας από τους βουλευτές του Αρείου Πάγου στην Αθήνα.  Άκουσε τον απόστολο Παύλο να κηρύττει όταν ήλθε στην Αθήνα και πίστεψε δι αυτού στον Χριστό, βαπτίστηκε και χειροτονήθηκε έπειτα επίσκοπος της πόλεως, αφού μυήθηκε πρώτα τα της πίστεως από τον σοφό ‘Ιερόθεο. Μας άφησε συγγράμματα παράδοξα, θαυμαστά και υψηλότατα.

Ο άγιος αφού ερμήνευσε τον τύπο και της εκκλησιαστικής καταστάσεως, μετέβη έπειτα και στην Δύση, όταν βασιλιάς ήταν ο Δομετιανός. Στην πόλη των Παρισίων μάλιστα έκανε πολλά θαύματα, οπότε και του κόψανε το κεφάλι. Ένα θαύμα που είδανε πολλοί ήταν ότι μετά το μαρτύριό του κρατώντας το κομμένο κεφάλι του με τα χέρια του βάδισε δρόμο δύο μιλίων. Και δεν σταμάτησε πριν συναντήσει, κατά θεία πρόνοια ασφαλώς, κάποια γυναίκα ονόματι Κατούλα, στις παλάμες της οποίας εναπέθεσε το κεφάλι του σαν ένα θησαυρό.

Το ίδιο με αυτόν καρατομούνται και δύο μαθητές του, ο Ρουστικός και ο Ελευθέριος, οπότε τα σώματα των αγίων αυτών, μαζί με το μαρτυρικό σώμα του ιερού κήρυκα, ρίπτονται βορά στα θηρία και τα όρνεα. Μερικοί από τους πιστούς τότε πήραν τα λείψανα των αγίων και τα κατέθεσαν σε αφανές μέρος, λόγω του φόβου που υπήρχε από τους διώκτες. Οταν σταμάτησε ο φόβος των διωγμών, η μακάρια Κατούλα τα λείψανα των μαρτύρων τα κατέθεσε σε ένα κτίσμα, τρεις του μηνός Οκτωβρίου.

Ο Άγιος Διονύσιος ήταν κατά τον σωματικό του τύπο μεσαίου μεγέθους, λεπτός, λευκός κατά το χρώμα αλλά και λίγο κίτρινος, λίγο κοντός στην μύτη, δασύς στα φρύδια. Είχε βαθουλωτούς τους οφθαλμούς και μεγάλα αυτιά, ενώ είχε λευκά και μακριά μαλλιά, όπως και τα γένια του ήταν μετρίως μακριά, αλλά αραιά. Είχε λίγη κοιλιά και ήταν μακρυδάκτυλος. ‘Η σύναξή του τελείται στην αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία.

Ενώ ο άγιος Διονύσιος αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων ως ένας εκ των πρώτων και ελαχίστων που πίστεψαν στον Ιησού Χριστό από το κήρυγμα του αποστόλου Παύλου στην Αθήνα, όμως δημιουργήθηκε μεγάλο ιστορικοφιλολογικό πρόβλημα ως προς την γνησιότητα θεολογικών θεωρουμένων κειμένων του, τα οποία τιτλοφορήθηκαν μεν επ’  ονόματί του και άσκησαν πολύ μεγάλη επίδραση σε Ανατολή και Δύση, αμφισβητήθηκαν όμως ισχυρά τα νεότερα χρόνια, λόγω ‘της παντελούς έλλειψης κάθε αναφοράς στα έργα του Διονυσίου πριν από τον έκτο αιώνα, αλλά και της ίδιας της φύσης του κειμένου που απέχει πάρα πολύ από την άτεχνη απλότητα της πρώτης Χριστιανικής εποχής και στους γλωσσικούς όρους και στον τρόπο σκέψεως (π. Γεώργιος Φλορόφσκυ). Δεν πρόκειται βεβαίως να ασχοληθούμε εδώ με το πρόβλημα αυτό. Και διότι εκφεύγει των ορίων του απλού σχολιασμού της ζωής του αγίου Διονυσίου, αλλά και διότι ο υμνογράφος βάσει του οποίου κινούμαστε θεωρεί ως δεδομένη την ταυτότητα των κειμένων αυτών: είναι του αγίου Διονυσίου.

Επανειλημμένως καταρχάς ο εκκλησιαστικός ποιητής (κατεξοχήν ο άγιος Θεοφάνης) τονίζει την ιδιαίτερη σχέση του αγίου με τον απόστολο Παύλο. Ο απόστολος ήταν ο ψαράς που τον “ψάρεψε” στα δίχτυα του Χριστού με το αγκίστρι της χάρης του Θεού. Σ᾽ αυτόν μαθήτευσε που ήταν θεατής των ουρανίων αφού έφτασε μέχρι τρίτους ουρανούς, γι᾽ αυτό έγινε κι ο ίδιος ουράνιος μύστης. Του Παύλου έγινε αληθινό θείο απεικόνισμα και λόγω ακριβώς της κοινωνίας του με αυτόν και τους άλλους αποστόλους αξιώθηκε να δει και το ζωαρχικό σκήνος της σεβασμιωτάτης Θεοτόκου πάνω στο νεκροκράββατό της. Κι αιτία της υπακοής του αυτής στον άγιο απόστολο ήταν, κατά τον υμνογράφο, η σύνεση που τον διέκρινε στην ζωή του. Ο υμνογράφος τονίζει το τελευταίο αυτό, διότι πολλοί άκουσαν τον μεγάλο απόστολο, αλλά ελάχιστοι τον υπήκουσαν. Ως γνωστόν η παρουσία του αποστόλου Παύλου στην ᾽Αθήνα στέφθηκε σχεδόν από απόλυτη…αποτυχία. Αυτή είναι η ανθρώπινη εκτίμηση, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των ᾽Αθηναίων τον ειρωνεύτηκαν για το κήρυγμά του και γελώντας σηκώθηκαν κι έφυγαν. Πλην όμως ελαχίστων. Κι αυτοί οι ελάχιστοι, μεταξύ των οποίων Διονύσιος ο αρεοπαγίτης, γυνή τις ονόματι Δάμαρις και τινες συν αυτοίς᾽ απετέλεσαν τελικώς την ‘μαγιά᾽ προκειμένου να ριζώσει η χριστιανική πίστη στα μεταγενέστερα χρόνια.

Τα λόγια του ίδιου του ποιητή πάνω στις παραπάνω αλήθειες ηχούν με τρόπο κελαρυστό: «Σοφά ο ένθεος Παύλος με το αγκίστρι της χάρης καθώς κήρυξε σε ψάρεψε, ιεροφάντορα. Κι αφού σε είδε ως σκεύος εκλογής του Θεού σε έκανε να δείς τα απόρρητα» («᾽Αγκίστρω της χάριτος σοφώς ο Παύλος ο ένθεος, δημηγορήσας εζώγρησεν, ιεροφάντορα, και των απορρήτων θεωρόν ειργάσατο, σε σκεύος εκλογής θεασάμενος») (στιχ.εσπερινού). «Μαθήτευσες στον θείο Παύλο, τον θεατή των ουρανίων, και έγινες κι εσύ αμέσως ουράνιος μύστης και κήρυκας του Θεού» (‘Τω Παύλω τω θείω μαθητευθείς, τω των ουρανίων, Διονύσιε, θεατή, ουράνιος μύστης παραυτίκα και θεηγόρος εχρημάτισας᾽)(ωδήα΄). «Σαν θείο απεικόνισμα πράγματι του σκεύους της εκλογής, δηλαδή του Παύλου, διδάσκεις τα θεία μυστήρια με τον φωτισμό του Πνεύματος» («’Ως του σκεύους υπάρχων της εκλογής, απεικόνισμα θείον ως αληθώς, τα θεία μυστήρια εκδιδάσκεις τω Πνεύματι») (κάθισμα όρθρου). «Αξιώθηκες να γίνεις θεατής των αγίων αποστόλων και να μετάσχεις του κόπου τους, γι᾽ αυτό και έγινες συγκοινωνός και της δόξας τους. Μαζί με αυτούς δε έσπευσες να δείς το σώμα το πράγματι ζωαρχικό της μόνης και σεβασμιωτάτης Θεοτόκου» («’Αγίων αποστόλων αξιωθείς θεατής χρηματίσαι και σύμπονος, συγκοινωνός γέγονας της δόξης και συν αυτοίς επί την θέαν έσπευσας σώματος του όντως ζωαρχικού της μόνης Θεοτόκου και σεβασμιωτάτης» (ωδή θ´). «Είχες ωραίο γνώρισμά σου, θεόφρον, την θεοπρεπή σύνεση, γι᾽ αυτό και υπέκλινες το αυτί σου στον θείο μυσταγωγό Παύλο» («Συνέσει θεοπρεπεί, θεόφρον, καλλωπιζόμενος, τω θείω μυσταγωγώ το ούς σου υπεκλινας») (ωδή ς´).

Ο ποιητής Θεοφάνης, ο οποίος είπαμε θεωρεί γνήσια τα επ᾽ ονόματι του αγίου Διονυσίου κείμενα, αναφέρεται σε αυτά προκειμένου να τονίσει την θεολογική εμβρίθεια του αγίου, ο οποίος μυημένος στα επουράνια φώτισε με τον λόγο του και την αγία Τριάδα και τις τάξεις των αγίων αγγέλων και την ίδια την ᾽Εκκλησία.
‘Με φιλοσοφικό τρόπο, αλλά και μυστικά και με ευσέβεια, θεόφρον μάκαρ Διονύσιε, όσο ήταν δυνατό από την ομοίωσή σου με τον Θεό, έκανες ένθεη ανάπτυξη των θείων ονομάτων᾽ (‘᾽Εμφιλοσοφώτατα Θεώ, μάκαρ Διονύσιε, ως δυνατόν ομοιούμενος, των ονομάτων συ, μυστικώς των θείων, ευσεβώς εξήπλωσας, την ένθεον, θεόφρον, ανάπτυξιν᾽) (στιχηρό εσπερινού).

Έκανες με την αρετή ίδιο τον νού σου με τους αγγέλους, Πάτερ Διονύσιε, γι᾽ αυτό και έγραψες σε ιερά βιβλία την υπερκόσμια ευταξία της ιεραρχίας των αγγέλων, σύμφωνα με την οποία ρύθμισες και τα συστήματα της ᾽Εκκλησίας, μιμούμενος τις τάξεις των αγγέλων) (‘᾽Αγγέλοις ομότιμον τον νούν, Πάτερ Διονύσιε, δι᾽ αρετής εργασάμενος, την υπερκόσμιον της ιεραρχίας ευταξίαν, πάνσοφε, εν βίβλοις ιεροίς ανιστόρησας, καθ᾽ ην ερρύθμισας ᾽Εκκλησίας τα συστήματα, ουρανίων τας τάξεις μιμούμενος᾽) (στιχηρό εσπερινού).

Δεν διστάζει λοιπόν ο υμνογράφος για τον παραπάνω λόγο να χαρακτηρίσει τον άγιο Διονύσιο ως ‘Τριαδικόν θεολόγον᾽ (ωδή γ´) και ‘διόπτραν ουρανού᾽ (οίκος συναξαρίου). ῎Εκθαμβος μάλιστα για την φιλοσοφική και θεολογική διάνοια του αγίου σημειώνει: ‘Νομίμως φιλοσοφών, σοφίας δώρων επέτυχες. ᾽Ενθέως θεολογών, ορθόδοξα δόγματα, παμμάκαρ, κατέλιπες᾽ (ωδή ς´) (Φιλοσοφώντας νόμιμα πέτυχες τα δώρα της σοφίας. Θεολογώντας ένθεα μας άφησες ορθόδοξα δόγματα, παμμάκαρ). Για να καταλήξει με θαυμαστό τρόπο: ”Ο βίος σου θαυμαστός, ο λόγος θαυμασιώτερος, η γλώσσά σου φωταυγής, το στόμα πυρίπνοον, μάκαρ Διονύσιε. ‘Ο δε νούς σου, Πάτερ, ακριβώς θεοειδέστατος᾽ (ωδή ς´) (‘Ο βίος σου, μακάριε Διονύσιε, θαυμαστός, ο λόγος σου θαυμασιότερος, η γλώσσα σου γεμάτη φως, το στόμα σου με την πνοή της φωτιάς του Κυρίου, ο δε νούς σου ακριβώς σαν να είναι του Θεού).

Σαν να προσγειώνεται όμως κάποια στιγμή ο άγιος ποιητής και αφήνει τα υψιπετή κείμενα του Διονυσίου. Βλέπει τι πρόκειται ενώπιόν του, δηλαδή ο ίδιος ο άγιος, με το διπλό στεφάνι του που δεν είναι τα κείμενά του αλλά η ιερωσύνη του και το μαρτύριό του. Και σημειώνει: Κέρδισες τον Παράδεισο, γιατί ήσουνα αρχιερέας όπως τον θέλει ο Θεός, και συγκέρασες την ιερωσύνη σου με το αίμα του μαρτυρίου σου.

Της θείας βασιλείας εν ουρανοίς κληρονόμος εγένου ως έννομος αρχιερεύς, Πάτερ, ως αήττητος αθλητής, ιερωσύνης χρίσματι αίμα συγκεράσας μαρτυρικόν. Διό διπλούς στεφάνους απείληφας αξίως, ιερομύστα Διονύσιε᾽ (ωδή θ´) (῎Εγινες κληρονόμος της θείας βασιλείας των Ουρανών ως έννομος αρχιερέας, Πάτερ, κι ως αήττητος αθλητής. Γιατί συγκέρασες το χρίσμα της ιερωσύνης με το μαρτυρικό σου αίμα. Γι᾽ αυτό έλαβες άξια διπλά στεφάνια, ιερομύστα Διονύσιε).

Δεν νομίζουμε ὅτι εἶναι τυχαία ἡ ἀναφορά αὐτή τοῦ ἁγίου ποιητῆ στήν κατακλείδα τοῦ κανόνα του. Εἶναι ἴσως σάν νά μᾶς λέει: μπορεῖ νά ἔχει γράψει περίφημα κείμενα ὁ ἅγιος, μπορεῖ νά περιέγραψε τόν οὐράνιο κόσμο μυημένος ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο καί φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τελικῶς ἡ εἴσοδος στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐξαρτήθηκε μᾶλλον ἀπό τό πόσο νόμιμα κινήθηκε πάνω στήν κλήση του ἀπό τόν Θεό κι ἀπό τό πόσο ἔμεινε σταθερός μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του πάνω στήν πίστη, ἀκόμη καί μέ τήν προσφορά τοῦ αἵματός του. Ο ἅγιος Διονύσιος ὄντως ῾τήν πίστιν τετήρηκε᾽, γι᾽ αὐτό καί ῾γνωριμωτέρα γέγονε δι᾽ αὐτοῦ ἡ τῶν ᾽Αθηνῶν πανευκλεής Μητρόπολις᾽(ὠδή η´).

παπα Γιώργης Δορμπαράκης
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ