Κήρυγμα

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς – Η θεραπεία των δύο τυφλών

Ο ευαγγελιστής λέει πως πρώτα ο Κύριος έβγαλε το δαιμόνιο κι έπειτα έκανε το βουβό άνθρωπο να μιλήσει. Η πράξη αυτή δείχνει πως ο Κύριος πάντα προχω­ρεί από την επιφάνεια στο κέντρο των πραγμάτων, βαθιά μέσα στη ρίζα τού κακού. Το πονηρό πνεύμα ήταν μέσα στον άνθρωπο, αλλά είχε δεσμεύσει και τη γλώσσα τού βουβού ανθρώπου. Έπρεπε λοιπόν να βγει πρώτα από τον άνθρωπο το πονηρό πνεύμα και τότε θα λύνονταν αυτόματα τα δεσμά και θα παραδίδονταν τα ηνία που αιχμαλώτιζαν το δαιμονισμένο. Γι’ αυτό ο Κύριος πρώτα έβγαλε το πονηρό πνεύμα κι έπειτα χάρισε στον άνθρωπο το νου και την ομιλία.

Το περιστατικό αυτό μας θυμίζει τον παραλυτικό, που πρώτα του είπε ο Κύριος, «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» και έπειτα «εγερθείς άρον σου την κλίνην και υπάγε εις τον οίκον σου» (Ματθ. θ’ 2, 6). Ήταν πάγια τακτική τού Χριστού να θεραπεύει πρώτα τον εσωτερικό άνθρωπο, το εσωτερικό του πάθος, κι έπειτα τη σωματική του αρρώστια. Θα μπορούσε να λύσει τη γλώσσα τού ανθρώπου και ν’ αφήσει το πο­νηρό πνεύμα μέσα του. Έτσι όμως τί θα είχε κατορ­θώσει; Γιατί να λύσει τη γλώσσα του; Για να μιλήσει το δαιμόνιο και να εκστομίσει βλασφημίες ενάντια στο Θεό και τον άνθρωπο; Γιατί να ελευθερώσει τον άνθρωπο από το μικρότερο κακό και να τον αφήσει δεμένο με τα μεγαλύτερα δεσμά; Μήπως μετά από λίγο καιρό ο διάβολος δε θα έδενε ξανά τη γλώσσα του και θα τον ξανάκανε βουβό;

Πόσο σοφά, πόσο σωστά είναι τα έργα Σου, Κύριε! Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να θαυ­μάζουμε την άπειρη σοφία Σου, να μάθουμε έτσι να ενεργούμε και μεις με τον ίδιο τρόπο, από το θεμέλιο προς την τελειότητα.

«Και εθαύμασαν οι όχλοι λέγοντες ότι ουδέποτε εφάνη ούτως εν τω Ισραήλ· οι δε Φαρισαίοι έλεγον εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. θ’ 33, 34). Μερικοί θαύμαζαν κι άλλοι μυκτήριζαν. Μερικοί χαίρονταν με το καλό κι άλλοι ενερ­γούσαν ενάντια στο καλό. Ο λαός, οι απλοί άνθρωποι, δόξαζαν το Θεό κι οι ηγέτες του σκέφτονταν τον πονηρό. Οι απλοί άνθρωποι ονόμαζαν το Χριστό «Υιό τού Δαβίδ» και «Κύριο», ενώ οι «σοφοί εν εαυτοίς» γραμματείς τον έλεγαν άρχοντα των δαιμονίων, απεσταλμένο τού Βεελζεβούλ. Οι τυφλοί βρήκαν το φως τους και τον είδαν. Οι κουφοί βρήκαν την ακοή τους και τον άκουσαν. Οι δαιμονισμένοι ελευθερώθηκαν και τον αναγνώρισαν. Οι άλαλοι μίλησαν και τον ομολόγησαν. Οι σοφοί αυτού του κόσμου όμως, με μυαλά σκοτισμένα από τις επίγειες επιδιώξεις και με καρδιές αποστεωμένες από τη ματαιότητα και το φθόνο, δεν μπορούσαν να δουν, ν’ ακούσουν, να γνωρίσουν και να ομολογήσουν τον Υιό τού Θεού, «η γαρ σοφία του κόσμου τούτου μωρία παρά τω Θεώ εστί» (Α’ Κορ. γ’ 19).

Ουδέποτε εφάνη ούτως εν τω Ισραήλ, αναφω­νούσαν με θαυμασμό οι άνθρωποι. Είναι αλήθεια πως ο Μωυσής, ο Ηλίας κι ο Ελισαίος έκαναν διάφορα θαύ­ματα, μα πώς; Με τη βοήθεια της πίστης, της νηστείας και της προσευχής από την πλευρά τους και τη χάρη τού Θεού από την άλλη. Τα θαύματα αυτά τα έκανε ο Θεός, μέσα από τους αγίους αυτούς ανθρώπους. Τα θαύματα του Χριστού όμως έγιναν με τη δική Του δύναμη και εξουσία. Η διαφορά μεταξύ τού Χριστού και των αρχαίων θαυματουργών είναι όπως η διαφορά ανάμεσα στον ήλιο και το φεγγάρι. Το φεγγάρι φέγγει με το φως που δανείζεται από τον ήλιο, ο ήλιος όμως είναι αυτόφωτος, λάμπει με το δικό του φως. Οι απρο­κατάληπτες κι απλές ψυχές των ανθρώπων ένιωθαν τη μεγάλη διαφορά, γι’ αυτό κι αναφωνούσαν: ουδέποτε εφάνη ούτως εν τω Ισραήλ.

Οι Φαρισαίοι δεν αρνούνταν τη θαυματουργική δύναμη του Χριστού. Αν μπορούσαν βέβαια θά ‘χαν αρνηθεί όλα τα θαύματα, θα τα έκρυβαν, θα κατέ­φευγαν σε ψευδομάρτυρες για να πιστοποιήσουν τα ψέματά τους, όπως στην ανάσταση του Χριστού. Δεν μπορούσαν όμως ν’ αρνηθούν αυτά που έγιναν μπρο­στά σε μεγάλα πλήθη ανθρώπων. Το ξαναλέμε πως δεν αρνούνταν το θαύμα, μα το ερμήνευαν με το δικό τους πονηρό και πανούργο τρόπο. Εν τω άρχοντι των δαι­μονίων εκβάλλει τα δαιμόνια, έλεγαν. Το είπαν αυτό για τον Κύριο σε διάφορες περιπτώσεις κι Εκείνος τους έδωσε σκληρή και αποστομωτική απάντηση. «Ει ο σατανάς ανέστη εφ’ εαυτόν και μεμέρισται, ου δύναται σταθήναι» (Μάρκ. γ’ 23-26), τους είπε. (Βλ. επίσης και Ματθ. ιβ’ 24-26)· Λουκ. ια’ 17-18).

Είναι, αλήθεια πως είναι πολύ σκληρό για τον άνθρω­πο, ανεξάρτητα από τη διανοητική του επάρκεια, να φανταστεί πιο γελοία, ασυνεπή και ανόητη ερμηνεία των έργων τού Χριστού, απ’ αυτήν που σκέφτηκε ο σκοτισμένος νους των γραμματέων τού Ισραήλ και των αρχόντων τού έθνους. Να βγουν τα δαιμόνια από τον άνθρωπο με τη βοήθεια του σατανά! Αυτό είναι το ίδιο περίπου με το να ισχυριστούμε πως, «σκοτώνει κάποιος τα παιδιά κάποιου πατέρα, με τη βοήθεια τού πατέρα τους!» Ή να επιτίθεται και να εξολοθρεύει ένα στρατό με τη βοήθεια του διοικητή. Δεν είναι ψέμα πως ο φθόνος είναι τυφλός. Θά ‘λεγε κανείς πως ο φθόνος είναι και ανόητος. Γιατί ο φθόνος δεν κάνει μόνο την καρδιά σκληρή σαν πέτρα και τυφλώνει το νου, αλλά μπερδεύει και τη γλώσσα. Έτσι δεν ξέρει τι λέει κι επομένως όλα όσα εκφέρει η φθονερή γλώσσα, ακούγονται γελοία κι ανόητα.

Ο Κύριος δεν έδωσε σημασία σ’ αυτήν την ανόητη κακεντρέχεια των φθονερών αρχόντων τού λαού, αλλά πορεύτηκε ήρεμα το δρόμο Του, το δρόμο της σωτηρίας όλων εκείνων που του εμπιστεύτηκε ο Πατέρας, ώστε «ουδείς εξ αυτών απώλετο» (Ιωάν. ιζ’ 12). Γι’ αυτό και καταλήγει το σημερινό ευαγγέλιο:

«Και περιήγεν ο Ιησούς τας πόλεις πάσας και τας κώμας διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ» (Ματθ. θ’ 35). Οι πόλεις και τα χωριά ήταν το ίδιο γι’ Αυτόν. Δεν αναζητούσε τις πόλεις και τα χωριά, αλλά τους ανθρώπους. Ο ευαγγελιστής μιλάει για όλες τις πόλεις και τα χωριά, για να δείξει το ζήλο τού Χριστού. «Ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με» (Ψαλμ. ξη’ 9). Για τον Κύριο μια μέρα ήταν σαν χίλια χρόνια. Το έργο τού Χριστού ήταν τριμερές, όπως βγαίνει καθαρά από τα λόγια τού ευαγγελιστή: Δίδασκε, κήρυττε το Ευαγ­γέλιο της Βασιλείας και θεράπευε κάθε αρρώστια και ασθένεια των ανθρώπων. Δίδασκε, δηλαδή ερμήνευε το πνεύμα της πρώτης Δημιουργίας και του Παλαιού νόμου. Κήρυττε, έθετε τα θεμέλια της Νέας Κτίσης, της Βασιλείας τού Θεού, της Εκκλησίας των Αγίων. Θεράπευε, έδινε δηλαδή τη μαρτυρία τής διδαχής και του κηρύγματός Του με τα έργα Του.

Όλ’ αυτά ο Κύριος τα έκανε από αγάπη όχι μόνο για το λαό τής εποχής εκείνης, για τους συγχρόνους Του, αλλά και για μας. Ο Κύριος είναι σύγχρονος με όλους όσοι υπήρχαν και θα υπάρξουν. Τό ‘κανε αυτό ώστε με το φως Του ν’ ανάψει το καντήλι τής ψυχής μας· με την αγάπη Του να συναντήσει την πίστη μας· με τη συνάντηση αυτή της αγάπης τού Θεού με την πίστη μας να πραγματοποιηθεί το θαύμα τής σωτηρίας μας: η θεραπεία τής πνευματικής μας τύφλωσης, της παράνοιάς μας και κάθε αρρώστιας και ασθένειας.

Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Ζώντος Θεού, ελέησέ μας! Βοήθησέ μας να μάθουμε να δοξολογούμε το όνομά Σου με το σώμα μας, με το λαό μας κι όλους τους ανθρώπους, ζωντανούς και νεκρούς. Να υμνούμε το όνομά Σου, μαζί με τ’ όνομα του πανένδοξου και άναρχου Πατέρα και το πανάγιο και ζωοποιό Σου Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)
Πηγή: kirigmata.blogspot.com