Αποτελεί αναντίρρητο γεγονός ότι έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου το ενδεχόμενο πολεμικής αναμέτρησης με την Τουρκία βρίσκεται πιο κοντά από οποιαδήποτε άλλη στιγμή από το 1974 έως σήμερα.
Και ένας από τους λόγους που φθάσαμε σε αυτό το σημείο είναι το ότι η ελληνική πλευρά περιφρόνησε τη στρατιωτική αποτροπή και εγκλωβίστηκε σε μια φαντασίωση αναφορικά με τον πυροσβεστικό ρόλο κάποιων (υποτιθέμενα) ισχυρών διεθνών παραγόντων.
Μια παράλληλη, συνδεδεμένη με την πρώτη φαντασίωση, είναι η “διπλωματική απομόνωση” της Άγκυρας, η οποία σερβίρεται από έναν πανίσχυρο επικοινωνιακό μηχανισμό στην αγωνιούσα ελληνική κοινή γνώμη, έτσι ώστε να καλυφθεί το γεγονός ότι η Τουρκία έχει συντρίψει τις μέχρι τώρα ελληνικές “κόκκινες γραμμές” και έχει την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων, αποδομώντας κομμάτι κομμάτι την ελληνική εθνική κυριαρχία.
Και είναι δεδομένο ότι όταν η αντίπαλη πλευρά έχει την πολυτέλεια να αποφασίζει αυτή για τον χρόνο, τον τόπο και το είδος της πίεσης που θα ασκήσει, τότε έχει ένα τεράστιο πλεονέκτημα.
Όπως επίσης, είναι περίπου αναπόφευκτο πως αν η αμυνόμενη πλευρά βγάλει αυτοβούλως από την εξίσωση της αντιπαράθεσης την επιλογή της στρατιωτικής αποτροπής (deterrence), τότε ωθεί τον επιτιθέμενο να υιοθετήσει ολοένα και περισσότερο απειλές πολεμικής δράσης, ενταγμένες σε πολιτικές εξαναγκασμού (coercion), ώστε να προωθήσει τις θέσεις του.
Με άλλα λόγια, η…..
[the_ad id=”183767″]