Εθνικά θέματα

28 Οκτωβρίου 1940 | Οι Γυναίκες της Πίνδου – Το μνημείο της Ζαγορίσιας Γυναίκας της Πίνδου

Κατά το διάστημα 28ης Οκτωβρίου έως 13 Νοεμβρίου 1940, εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας –και η αρχική απώθησή της- στο πλαίσιο της ευρύτερης δραστηριοποίησης της Ιταλίας στο θέατρο της Μεσογείου , κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το πρωί , στις 5.00π.μ., ξεκίνησε η επίθεση των ιταλικών στρατευμάτων με προσβολή θέσεων στην Ήπειρο, στα βορειοδυτικά σύνορα της χώρας με την Αλβανία. Τα αρκετά ασθενή τμήματα του ελληνικού στρατού, που βρίσκονταν στον Κεντρικό τομέα, συμπτύχθηκαν την ίδια ημέρα στη γραμμή Πάτωμα-Μούκα- Άνω Αρένα. Συνολικά, το απόσπασμα Πίνδου, υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη αριθμούσε 2.000 άνδρες, ενώ η Μεραρχία Αλπινιστών Τζούλια (Alpini Brigade Julia), αντιπαρέταξε 10.800 άνδρες.

Δυσχέρειες στον εφοδιασμό

Οι ελληνικές δυνάμεις που είχαν αναπτυχθεί στους τομείς Πίνδου και Ηπείρου,δηλαδή από το Γράμμο ως το Ιόνιο, όπου και εκδηλώθηκε η αρχική ιταλική επίθεση ήταν ιδιατέρως ασθενείς. Κατ΄ουσίαν στην περιοχή δραστηριοποιούνταν μονάχα η 8η Μεραρχία και η 3η Ταξιαρχία που ήταν πολύ υποδεέστερες σε αριθμό ανδρών και πυροβολικό από τον αντίπαλο. Υπήρχε επίσης μεγάλη ανεπάρκεια σε μεταγωγικά μέσα και στον εφοδιασμό, προβλήματα που μεγεθύνονταν εξαιτίας του ορεινού περιβάλλοντος και του πολικού ψύχους που επικρατούσε στην περιοχή. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και η ισχύς της ιταλικής αεροπορίας που δεν μπορούσε να ανασχεθεί από την ασθενή ελληνική αεροπορική δύναμη και τα ελάχιστα μέσα αντιαεροπορικής άμυνας.

Η προσφορά του ντόπιου πληθυσμού

Καθόλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων στη ΒΔ Ελλάδα και ειδικώς από την έναρξη της ιταλικής εισβολής (28η Οκτωβρίου) και της απώθησής της (13η Νοεμβρίου 1940) καθοριστική υπήρξε η αρωγή του ντόπιο πληθυσμού της περιοχής της Ηπείρου. Όπως επισημαίνεται, η εκδίωξη του εισβολέα είχε γίνει από επιστρατευμένες δυνάμεις με τη συνδρομή των χωρικών ,που έσπευσαν στο πεδίο της μάχης και συνέδραμαν ουσιαστικά στον εφοδιασμό. Με δεδομένη τη στράτευση των ανδρών, αποφασιστική υπήρξε η αρωγή των γυναικών στη προώθηση από τα μετόπισθεν πολεμοφοδίων, υγειονομικού υλικού και αντιστοίχως από το μέτωπο προς την ενδοχώρα των τραυματιών. Σε μαρτυρίες καταγράφεται και η συμμετοχή τους σε οχυρωματικά έργα και έργα γεφυροποιίας. Ο ηρωισμός αυτών των γυναικών, σε συνδυασμό με το διεθνή θαυμασμό για τις απροσδόκητες ελληνικές πολεμικές επιτυχίες, τις πρώτες για τους Συμμάχους επί ευρωπαϊκού εδάφους, συντέλεσαν στη δημιουργία του όρου «Οι Γυναίκες της Πίνδου», που γενικώς περιγράφει το σύνολο των εθελοντριών.

Μαρτυρίες

Γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά.

“7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ’ ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!” (Από το Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103)

Ζωντανό τείχος.

“Οι νικηταί της Πίνδου προχωρούσαν. Καθώς έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι, που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στο Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόσχωμα, που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς!”(Τάκης Ε. Παπαγιαννόπουλος, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 104)

Εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές.

“Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα. Πήγαιναν στο ρουμάνι μια ώρες δυο, φορτωνόταν τα ξύλα στην πλάτη και τα μετέφεραν στα σπίτια τους μέσα στα χιόνια. Εκάνανε βέβαια μια προμήθεια από το καλοκαίρι για τον χειμώνα, κάνανε για ένα μήνα, από κει και ύστερα. Πηγαίνανε πλέον μέσα στα χιόνια…” (Προφορική μαρτυρία Τάκη Τράντα, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού,Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103.)

Ποίηση: Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος συνέθεσε το ποίημα “Μάνα και Γιος”, αφιερωμένο στην ανώνυμη γυναίκα της Πίνδου.

Το μνημείο της Ζαγορίσιας Γυναίκας της Πίνδου

Στην είσοδο του κάμπου των Ασπραγγέλων βρίσκεται το μνημείο της Ζαγορίσιας Γυναίκας της Πίνδου που είναι αφιερωμένο στη μνήμη των γυναικών του Ζαγορίου που με αυταπάρνηση συνέβαλαν τα μέγιστα για να αποκρουστεί η εισβολή των Ιταλικών δυνάμεων το φθινόπωρο του 1940. Το άγαλμα στήθηκε στη περιοχή τον Οκτώβριο του 1993. Είναι έργο του Θεσσαλού γλύπτη Γιώργου Καλακαλλά και το ύψος του φτάνει τα 6 μέτρα, ενώ το βάρος του είναι 1,7 τόνους.Οι γυναίκες του Ζαγορίου στο πόλεμο του ’40 συμμετείχαν ενεργά στον αγώνα και σε αυτές οφείλεται ο έγκαιρος ανεφοδιασμός των Ελληνικών δυνάμεων που μάχονταν για να ανακόψουν την φασιστική εισβολή, η οποία μέσω της κοιλάδας του Αώου προσπαθούσε να φθάσει στο Μέτσοβο.

Οι Έλληνες στρατιώτες που τον Νοέμβρη του 1940 είχαν οχυρωθεί και πολεμούσαν στη περιοχή του Βρυσοχωριού, εξαιτίας της απόστασης αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα με την τροφοδοσία τους.
Το χωριό απείχε από τα Γιάννινα περίπου 80 χιλιόμετρα και ο οδικός άξονας, την εποχή εκείνη, σταματούσε στη μέση περίπου της διαδρομής.
Από εκεί ως το πεδίο των μαχών η μεταφορά των πυρομαχικών και αλλά και των υπολοίπων απαιτούμενων υλικών, γινόταν μέσω του παλιού ημιονικού μονοπατιού.
Η ανάγκη για την έγκαιρη τροφοδοσία των στρατιωτών μας ήταν μεγάλη και οι δυσκολίες που παρουσιαζόταν πολλές.

Ο Ελληνικός στρατός είχε επιτάξει τα άλογα της περιοχής και έτσι η μεταφορά γινόταν μόνο με τα γαϊδουράκια και κάποια αρρωστημένα και γερασμένα άλογα που είχαν παραμείνει στην ιδιοκτησία των κατοίκων της περιοχής.
Φυσικά τα λίγα αυτά διαθέσιμα μέσα δεν επαρκούσαν.
Τότε ανέλαβαν δράση οι γυναίκες του Ζαγορίου.
Φορτώθηκαν οι ίδιες τα υλικά και τα μετέφεραν μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια της περιοχής.
Τα υλικά έφταναν έγκαιρα στους Έλληνες στρατιώτες και η μάχη της Λάκκας Αώου κερδήθηκε.
Η Ιταλική οπισθοχώρηση ήταν πλέον γεγονός.

Στη προσφορά των γυναικών του Ζαγορίου αναφέρεται και το χρονογράφημα του δημοσιογράφου – πολεμικού ανταποκριτή Παύλου Παλαιολόγου, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1940 και που εμείς σήμερα αναδημοσιεύουμε:

« Μέτωπο, Δεκέμβριος
Καθυστερημένες φθάνουν οι επίσημες εκθέσεις στη Γενική Διοίκηση της Ηπείρου, για την δράσι των γυναικόπαιδων και των άμαχων, κατά την περίοδον της εισβολής των Ιταλών στο ελληνικό έδαφος!!
Αλλά και έτσι καθυστερημένες δε χάνουν τη σημασία τους.
Με τη λιτή γλώσσα, αποτελούν πολύτιμα ντοκουμέντα για τον ιστορικό πού θ’ ασχοληθεί, με την εποποιία της Ηπείρου. Δεν είναι έργο στο όποιον δεν επιδόθηκαν, δεν υπάρχει προσπάθεια που δεν προθυμοποιήθηκαν να καταβάλουν.
Στην αγκαλιά τους μετέφεραν τους τραυματίες οι γυναίκες.
Στην ράχη των ζώων τοποθετούσαν τους αιχμαλώτους τραυματίες και τους συνόδευαν από το πεδίο του πολέμου στα μετόπισθεν.
Και δεν περιορίζονται μόνον σε έργα ανθρωπισμού.
Κατασκευάζουν δρόμους, γέφυρες, μεταφέρουν πολεμοφόδια, κινδυνεύουν μαζί με τους στρατιώτες.
Γυναίκες, γέροντες, παιδιά, ιερείς —αντιγράφω την έκθεση — επισκεύασαν οδόν μήκους εξ χιλιομέτρων εις το τέρμα Καπεσόβου του Ζαγορίου. Άνθρωπος δεν έμεινε εις τα χωριά.

Και εννέα ετών ακόμα παιδιά εβοήθησαν εις την κατασκευήν της γέφυρας Κοκκόρου.
Πέντε ετών παιδάκια έζωσαν και εκείνα τες ποδιές και μετέφεραν χαλίκια. Οι αιχμάλωτοι βλέποντας αυτόν τον συναγερμόν εξέφραζαν την εκπληξίν τους.
Εξαιρετικές περιποιήσεις στο στρατό μας, απ’ όποιο χωριό και αν περνουσε. Εις το Τσεπέλοβο τριακόσιοι άνδρες φιλοξενήθηκαν ανά δέκα ως δεκαπέντε, στα διάφορα σπίτια.
Έφθαναν βρεμένοι, κουρασμένοι από τη μακρότατη πορεία. Έτρεχαν οι γυναίκες να τους στεγνώσουν, να τους αλλάξουν, να τους πλύνουν τα ρούχα, να τα μαντάρουν.
Οι χωρικοί φιλοτιμούνται ποιος να προσφέρει τα περισσότερα τρόφιμα.
Ψωμί, φασόλια, πατάτες, καρύδια, σφάγια στη διάθεση των στρατιωτών.
Όταν δε ο στρατός εστάλη στα ύψη της Γκαμήλας, τα όποια και κατά τους θερινούς ακόμα μήνες είναι σκεπασμένα με χιόνι, όλα τα σπίτια έδωσαν από μια χοντρή βελέντζα και από δύο σακιά, για να μη κρυώνουν οι φαντάροι μας.
Δεκαπενταετείς έφηβοι, γυναίκες, γέροι, άλλοι φορτωμένοι στις πλάτες, άλλοι με τα ζώα των, μετέφεραν συνεχώς όλα τα πολεμοφόδια από το Καπέσοβο στο Βρυσοχώρι. Περπατούσαν επί δύο ήμερες, σε δρόμους, άλλοτε φοβερά, δύσβατους και άλλοτε φοβερά λασπώδεις.
Στη μάχη έξω απ’ το Τσεπέλοβο, ο αξιωματικός πολεμούσε με άνδρες, που είχαν μείνει νηστικοί επί τέσσαρες μέρες και τα κατσάβραχα είχαν σχίσει τα παπούτσια των πολεμιστών.

Πήρε το τηλέφωνο και ζητούσε να του στείλουν επειγόντως ψωμί και άρβυλα…
Τα σύρματα ήταν κομμένα… θα χρειαζόταν πολύς καιρός ως που ν’ ακουσθή και να φθάσουν τα τρόφιμα από τα Γιάννινα.
Ένας τηλεφωνητής του Τσεπελόβου, αντιληφθείς τις ανάγκες ειδοποίησε τους κατοίκους και αμέσως αι γυναίκες του Τσεπελόβου φορτώθηκαν στις πλάτες παπούτσια, και ότι τρόφιμα υπήρχαν, και τράβηξαν για την πρώτη γραμμή.
Ο σταθμάρχης Δοβράς με τις γυναίκες του χωρίου δέθηκαν με τριχιές και ζεύτηκαν τα κανόνια τα οποία ανέβασαν στα απόκρημνα υψώματα.
Ο σταθμάρχης Βωβούσης εγκατέλειψε το Σταθμό και πήγε να πολεμήσει με τους άνδρας του, και τους άλλους, που προσεφέρθησαν, εναντίον των Ιταλών, έως ότου έφυγαν από το Ελληνικό έδαφος.

Κάτοικος της Λαΐστης έρριξεν εννέα τενεκέδες πετρέλαιο και κατέστρεψαν μια γέφυρα για να εμπόδιση τη διέλευση του εχθρού.
Τρόφιμα – διαβάζω σε μια έκθεση – δεν έμειναν στο Ζαγόρι.
Το χόρτο όλο δόθηκε στη κτήνη του στρατού.
Ο πληθυσμός για να τραφεί, σφάζει τα ζώα του, που αποτελούν γι’ αυτόν, το
παραγωγικό κεφάλαιο του.
– Ας μην μας μείνει τίποτε φωνάζουν.
– Θα δουλέψουμε. — Θα δουλέψουμε διπλά, φθάνει να μην χάσωμε τη λευτεριά μας.
Και τώρα που ο εχθρός απομακρύνθηκε και διώκεται στη θάλασσα, οι γυναίκες των χωριών της Ηπείρου λησμονώντας τις ανάγκες τους, στρώθηκαν στη δουλειά και πλέκουν κάλτσες για τους ελευθερωτές…

– Σας μετέφερα, ακατάστατα, ατακτοποίητα, αχτένιστα, όπως τα βρήκα, τα στοιχεία των εκθέσεων.
Τι χρειάζεται ο φραστικός διάκοσμος εκεί όπου μόνα τους βοούν πράγματα;
Βοούν, για να επιβεβαιώσουν τη μεγάλη αλήθεια, ότι η ύπαιθρος εθαυματούργησε.
Το λένε οι ξένοι, το λέμε εμείς που την είδαμε, το λένε οι επίσημες εκθέσεις».

Με πληροφορίες από apeirosgaia.wordpress.com και el.wikipedia.org