Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλος Γ’, στο ιερό μήνυμά του επί τη εορτή της κατά σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αναγγέλλει το χαρμόσυνο γεγονός της σωτηρίας και λυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους, το οποίο επετέλεσε ο Υιός και Λόγος του Θεού διά της ενανθρωπήσεώς Του.
Η Εκκλησία βιώνει αυτό το μέγα μυστήριο με δοξολογία και ευχαριστία προς τον Τριαδικό Θεό, που εκ της φιλανθρωπίας Αυτού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, προκειμένου να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τη φθορά και τον θάνατο.
Εκ του Σπηλαίου της Βηθλεέμ, ο Πατριάρχης απευθύνει θερμή έκκληση υπέρ της καταπαύσεως του πολέμου στην Αγία Γη και στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Καλεί σε ειρήνη και συμφιλίωση, ευχόμενος ο Χριστός, ο Άρχων της Ειρήνης, να καταπαύσει κάθε εχθροπραξία και να φέρει παρηγορία στους δεινοπαθούντες. Ιδιαίτερη μέριμνα εκφράζει για τους δοκιμαζομένους κατοίκους της Γάζας και τους φιλοξενούμενους υπό τη σκέπη της Ιεράς Μονής του Αγίου Πορφυρίου.
Ο Πατριάρχης υπενθυμίζει ότι το χαρμόσυνο μήνυμα των Χριστουγέννων, το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», αποτελεί την απάντηση της Εκκλησίας στα δεινά του κόσμου. Μέσα από την ειρήνη και την αγάπη, ο Χριστός καλεί τον άνθρωπο σε μετάνοια και σε ένωση με τον Θεό, ο οποίος «εν Χριστώ καταλλάσσει τον κόσμον Εαυτώ».
Παρατίθεται το μήνυμα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων
Εν υψίστοις δόξα,
Θεώ τω εν Τριάδι,
Δι’ου εν ανθρώποις ευδοκία επεφάνη,
Τον Αδάμ εκλυτρούμενος,
Της αρχεγόνου αράς ως φιλάνθρωπος.
(Τροπάριον Έκτης Ώρας Παραμονής Χριστουγέννων).
Το χαροποιόν μήνυμα τούτο της λυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους, βιώνει κατά τας αγίας ημέρας του Δωδεκαημέρου, ιδία δε κατά την κατανυκτικήν νύκτα ταύτην, η μία Αγία Καθολική και Αποστολική του Χριστού Εκκλησία, κηρύττει εις τα τίμια μέλη της και διαλαλεί εις τον κόσμον όλον.
Αναπέμπει δόξαν, ευχαριστίαν και δοξολογίαν εις τον εν υψίστοις Τριαδικόν Θεόν, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα διά την ευεργεσίαν Αυτού προς το ανθρώπινον γένος. Διά την παρασχεθείσαν άφεσιν και λύτρωσιν εκ της αράς, δηλονότι της κατάρας, της επιδικασθείσης εις τον άνθρωπον εξ αιτίας της παραβάσεως και της πτώσεως του Προπάτορος. Διά της αμαρτίας του ενός ανθρώπου, σκότος, σύγχυσις, φθορά και θάνατος επεισήλθε και επεκράτησε εις πάντας ανθρώπους. Ο άνθρωπος ως εξόριστος του Παραδείσου κατέστη παίγνιον της εξουσίας του διαβόλου, συρόμενος υπ’ αυτού εις έργα διαφθοράς, μη δυνάμενος να ατενίση πλέον το πρόσωπον του Δημιουργού του.
Εκ της οδυνηράς πτωτικής καταστάσεως ταύτης ανήγειρε τον άνθρωπον η άπειρος φιλανθρωπία του Θεού. Ενεργών εξ αγάπης ο Θεός Πατήρ, «ων εν Χριστώ και κόσμον καταλλάσσων Εαυτώ (Β΄ Κορ. 5, 19), «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», απέστειλε εις τον κόσμον τον Υιόν Αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απόλάβωμεν», (Γαλ. 4, 5). Ο Υιός και Λόγος του Θεού, «Θεός ων κατ’ ουσίαν, μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβε». Προσέλαβε τον όλον άνθρωπον, ως ψάλλει η εκκλησία, «Όλον με ανείληφας όλος συναφεία ασυγχύτω». Ο Θεός επεδήμησεν εις τον κόσμον «προς τους αποδήμους της Αυτού χάριτος» και κατά τον άγιον Κύριλλον Αλεξανδρείας«συνεκράθη» μετ’ αυτών, «εσαρκώθη, ενηνθρώπησε». Ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν», (Ιω. 1, 14) και ως δογματικώς εθέσπισεν η Α’ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, της οποίας την χιλιοστήν επτακοσιοστήν επέτειον εορτάζει εφέτος η Εκκλησία, ομολογούσα εις το Σύμβολον της πίστεως, «τον δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα».
Το υπερφυές μυστήριον τούτο απεκαλύφθη ορατώς εις τους ανθρώπους εις Βηθλέμ, «την μηδαμώς ελαχίστην ούσαν εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα» και εις το απέριττον και ευλογημένον Σπήλαιον τούτο, επί Καίσαρος Οκταβιανού Αυγούστου, ότε κατά τον Ευαγγελιστήν Λουκάν η Θεοτόκος «έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον και ανέκλινεν εν τη φάτνη» (Λουκ. Α’, 7). Διά τον νηπιάσαντα σαρκί, εν σπηλαίω γεννηθέντα και εν φάτνη ανακλιθέντα Υιόν Αυτού, τον άγγελον της μεγάλης βουλής Αυτού και άρχοντα της ειρήνης, ο Θεός εκάλεσε δι’ αστέρος τους μάγους, «ως απαρχήν της εξ εθνών εκκλησίας», οι οποίοι προσελθόντες προσήνεγκαν δώρα και πεσόντες προσεκύνησαν, «είδον γαρ εν τω σπηλαίω βρέφος κείμενον τον άναρχον». Ωσαύτως εκάλεσε και «ποιμένας αγραυλούντας» «διά στρατιάς αγγέλων απ’ ουρανού, ψαλλόντων το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», (Λουκ. Β’,13-14).
Τούτο το έργον της επί γης ειρήνης ως ευδοκίας του Πατρός εξεπλήρωσε ο Ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός ημών Κύριος Ιησούς Χριστός καθ’ όλον τον καιρόν της ενσάρκου επί γης οικονομίας Αυτού. Εκήρυξε μετάνοιαν, εθεράπευσε ανιάτους, ανέστησε νεκρούς, εκάλεσε μαθητάς τους δώδεκα και διά του εκχυνομένου αίματος του Σταυρού Αυτού παρέσχε άφεσιν αμαρτιών. Διά της εκ νεκρών Αναστάσεως Αυτού συνανέστησε τον άνθρωπον, διά της Αναλήψεως Αυτού, ανήγαγε το «πρόσλημμα», ήτοι τον άνθρωπον, την προσληφθείσαν ανθρωπότητα όλην και εκάθισεν εις τα δεξιά του Πατρός και «εθέωσε» αυτήν, καθότι κατά Γρηγόριον τον Θεολόγον, «του Θεού Ενανθρωπήσαντος, ο άνθρωπος εθεώθη» (PG. 37,180A) και απέστειλε παρά του Πατρός Πνεύμα Παράκλητον εις τους μαθητάς Αυτού και εδραίωσε δι’αυτών εν τω κόσμω την Εκκλησίαν, ην εκτήσατο τω τιμίω Αυτού αίματι.
Αφ’ ημερών της Αγίας Πεντηκοστής η Εκκλησία διαιωνίζει ανά τα πέρατα του κόσμου το αγιαστικόν και λυτρωτικόν έργον του Ιδρυτού αυτής. Κηρύττει, βαπτίζει και αγιάζει διά των μυστηρίων τα μέλη αυτής. Εξασκεί έργον φιλανθρωπικόν προς πάντα ενδεή. Εφαρμόζει εις την πράξιν την αγάπην ακόμη και προς τους πολεμούντας αυτήν.
Η Εκκλησία δε των Ιεροσολύμων, η Εκκλησία των Αγίων Τόπων, η Μήτηρ των Εκκλησιών, από του πανσέπτου και θεοδέγμονος Σπηλαίου, από της φάτνης και από της Κωνσταντινείου Βασιλικής της Γεννήσεως, ποιείται έκκλησιν διά παύσιν του πολέμου εις την Αγίαν Γην και την ευρυτέραν περιοχήν της Μέσης Ανατολής και προσεύχεται υπέρ προστασίας όλων των κατοίκων της Αγίας Γης, των μελών του ποιμνίου αυτής, υπέρ των δεινοπαθούντων εν Γάζη και δη υπέρ των προστατευομένων εις το άσυλον της Μονής του αγίου Πορφυρίου και υπέρ των ευσεβών προσκυνητών της εορτής των Χριστουγέννων.
Εν τη Αγία Πόλει Πόλει Βηθλεέμ, Χριστούγεννα 2024.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γ’
Πατριάρχης Ιεροσολύμων
Πηγή: Πατριαρχείο Ιεροσολύμων