Κυριακή ΙΕ Λουκά Κήρυγμα. Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης:
Όταν ο Κύριος, αγαπητοί μου, εκήρυττε στα παράλια της Τιβεριάδος, στα χωριά και στις πόλεις της Παλαιστίνης, στο βουνό η στη συναγωγή, πλήθη άκουγαν. Πόσοι όμως τον άκουγαν και με τα αυτιά της ψυχής; Πόσοι δέχονταν το φως του στην καρδιά τους και δονούνταν ψυχικά; Πόσοι άλλαζαν;
Τι λέει το σημερινό ευαγγέλιο;
Ω, λίγοι ήταν οι θαυμασταί του κηρύγματος που δεν έμεναν απλώς στο θαυμασμό αλλά έκαναν πράξι και ζωή τα λόγια του. Γιατί οι περισσότεροι εφευγαν χωρίς μεταβολή, χωρίς ψυχικό συγκλονισμό; Την απάντηση στο τρομακτικό αυτό ερώτημα δίδει σήμερα το ευαγγέλιο. Τι λέει το σημερινό ευαγγέλιο; Το προσέξατε;
Περνούσε ο Χριστός μεσ’ από μια ωραία πόλι, την Ιεριχώ. Στο άκουσμα ότι έρχεται ο Ιησούς, για τον οποίο τόσα διαδίδονταν, οι κατοικοι άφησαν τα σπίτια τους και πετάχτηκαν έξω. Απ’ όλον αυτό το συρφετό ένιωσε άραγε κανείς το Χριστό; αισθάνθηκε στην καρδιά του το θεικό ρεύμα της αγάπης του, συγκλονίστηκε η ψυχή του, ήρθαν στο μυαλό του νέες σκέψεις; Ω, κλεισμένες οι καρδιές των κατοίκων της Ιεριχούς· μπετόν αρμέ! Δεν άνοιξαν μπροστά στο φως του Χριστού· τα πάθη δεν παραμέρισαν διόλου. Μία περιέργεια να δούν τους τράβηξε στο δρόμο, τίποτε περισσότερο. Λοιπον έτσι άκαρπη θα έμενε αυτή η οδοιπορία του Χριστού στην όμορφη αυτή πόλι; Όχι.
Μέσα στον κόσμο που κατέκλυσε τους δρόμους και μήλο να έριχνες δεν έπεφτε, κάποιος ένιωσε το Χριστό· μια καρδιά δέχθηκε το φως του, την διαπέρασε το ηλεκτρικό ρεύμα της αγάπης του. Αυτός μόνο κατάλαβε το Χριστό ‘κείνη τη μέρα. Ποιος ήταν;
Ο Ζακχαίος του σημερινού ευαγγελίου
Ήταν, αγαπητοί μου, ένας μεγάλος κλέφτης! Όχι απ’ τους κλέφτες που ζούν στα βουνά, αλλ’ απ’ αυτούς που ζούν στις πόλεις και κλέβουν και ληστεύουν με το γάντι. Τέτοιος κλέφτης ήταν ο Ζακχαίος του σημερινού ευαγγελίου. Ήταν «αρχιτελώνης» (Λουκ. 19,2), δηλαδή γενικός εισπράκτωρ των φόρων. Και σαν τέτοιος, διεφθάρη από το χρήμα. Έκλεψε, λήστεψε, άρπαξε οικονομίες φτωχών, πάτησε επί πτωμάτων, και έτσι πλούτισε.
Αλλά ήρθε η ώρα του ελέγχου της συνειδήσεως. Η φωνούλα αυτή, που έβαλε μέσα μας ο Θεός, ελέγχει τους ενόχους. Ελέγχει τον κλέφτη, το φονιά, το διεφθαρμένο. Αυτή η φωνη ήλεγξε τον Αδάμ και την Εύα, τον Κάιν, τον Ιούδα, τον Ανανία και τη Σαπφείρα. Αυτή τώρα ελέγχει και το Ζακχαίο. «Ζακχαίε,» του λέει, «είσαι ένας κλέφτης, ένας ληστής· έκανες να πεινάσουν ορφανά, να κλάψη η χήρα μάνα, να πονέση ο τίμιος εργάτης, να κλέψη ο μικρός βιοπαλαιστής για να ζήση. Ζακχαίε, είσαι ένοχος, είσαι αμαρτωλός». Η συνείδηση λοιπόν τον έκανε να ξυπνήση, να νιώση τη θέση του, να πεταχτή στο δρόμο, να ζητάη πάση θυσία να δη τον Ιησού· εκείνον που γαληνεύει τις συνειδήσεις, εκείνον που σώζει.
Και τον είδε τον Ιησού. Μα πως τον είδε, αφού ήταν κοντός και τόσοι άνθρωποι είχαν κάνει τοίχο μπροστά του; Ω! όταν θέλης να πλησιάσης το Χριστό, τα εμπόδια υπερπηδούνται. Και ο Ζακχαίος υπερπήδησε τα εμπόδια του αναστήματος. Ανέβηκε σ’ ένα δεντρο, σε μια συκομορέα, κι από ‘κεί αντίκρυσε το μεγαλείο της Θεότητος του Ιησού. Για να δης ένα πανόραμα, τη θάλασσα λ.χ. με τις ακτες της, τα χωριουδάκια με τα κάτασπρα σπιτάκια η τις πολιτείες με τις καμινάδες των εργοστασίων, πρέπει ν ‘ ανεβής κάπου ψηλά, στο βουνό· και για να δης το μεγαλείο του Χριστού, να αισθανθής τη θεική του δύναμι, πρέπει να υψωθής πάνω απ’ το χώμα, πάνω απ’ την ύλη, πάνω απ’ τον κόσμο της φθοράς, η σκέψι σου να πετάξη ψηλότερα, ν᾽ αγγίξη τα άστρα, να κατοπτεύση την αιωνιότητα. Τότε θα νιώσης εντός σου το μεγαλείο της Θεότητος. Ο Ζακχαίος, λοιπόν, στη συκομορέα, μετέωρος μεταξύ ουρανού και γης. Και η συκομορέα είνε ένας τύπος, για να καταλάβουμε, ότι εκείνη τη στιγμή η σκέψι του ανέβηκε υψηλότερα.
Αντίκρυσε το μεγαλείο του Χριστού, είδε το ύψος Του. Ήταν ο προστάτης των ορφανών και των χηρών, εκείνος που διήρχετο «ευεργετων και ιώμενος» τους ανθρώπους (Πραξ. 10,38), που δεν είχε μια δραχμή στην τσέπη, που δεν είχε «που την κεφαλήν κλίνη» (Ματθ. 8,20. Λουκ. 9,58), και αυτή η ιδανική ζωή του τον ηλέκτρισε. Απο το άλλο μέρος είδε τη δική του αθλιότητα. Ήταν ενας κλέφτης των ορφανών και των χηρών, που καθημερινώς αδικούσε δεκάδες ανθρώπους. Τα χρήματά του άφθονα, η κατοικία του καλλιμάρμαρο μέγαρο. Αυτή η τρομακτική αντίθεσι της ζωής του προς την ζωή του Χριστού τον συγκλόνισε. Η ζωή του Χριστού άρωμα, η δική του ζωή δυσωδία.
Από ‘δω και πέρα αρχίζει η μεταβολή. Αν όλοι οι άλλοι που βγήκαν να δούν το Χριστό επέστρεψαν στα σπίτια τους χωρίς ωφέλεια, αυτό οφείλεται στο ότι αντίκρυσαν μόνο το μεγαλείο του Χριστού, χωρίς να δούν και τη δική τους αθλιότητα. Ο Ζακχαίος ωφελήθηκε, μετεβλήθη ψυχικά, γιατί έρριξε το βλέμμα του προς τα πάνω αλλά και προς τα κάτω. Γι’ αυτό μετεβλήθη. Κ’ είνε αληθινή η μεταβολή του. Δεν ακούτε; Προηγουμένως, το χέρι να του έκοβες, δεν έπαιρνες δραχμή· τώρα λέει· «Τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, διδωμι τοις πτωχοίς, και ει τινός τι εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν» (Λουκ. 19,8)· τα μισά απ’ τα υπάρχοντά μου δίνω στους φτωχούς, και σ’ όποιον έγινε φτωχός εξ αιτίας μου, επειδή τον αδίκησα εγώ, σ’ αυτόν θα επιστρέψω τετραπλάσια. Τι μεταβολή αλήθεια! Ο κλέφτης, ο ληστής, ο άσπλαχνος, τώρα ελεήμων, δίκαιος, σπλαχνικός. Τον ελκύει το μεγαλείο του Χριστού. Ω Χριστέ αστείρευτη, ανεξάντλητη η δύναμί σου να μεταβάλλης τις καρδιές των ανθρώπων, να εκθρονίζης τα πάθη και να εγκαθιστάς την αρετή, την αγάπη, τη δικαιοσύνη.
Μέγα θαύμα συντελέσθηκε στην Ιεριχώ, η μετάνοια του φιλαργύρου Ζακχαίου. Να λοιπον που δεν πήγε χαμένη η οδοιπορία του Χριστού· κέρδισε ένα μεγάλο αμαρτωλό.
Και σήμερα, αγαπητοί μου, περιοδεύει ο Χριστός
Και σήμερα, αγαπητοί μου, περιοδεύει ο Χριστός. Μια Ιεριχώ είνε και η κοινωνία μας. Πολλοί έχουν την περιέργεια να τον δούν. Οι περισσότεροι όμως Χριστιανοί τον πλησιάζουν τυπικά, από μια συνήθεια.
Ακούνε τα λόγια του Θεού, αλλά μένουν μόνο εκεί, χωρίς καμμιά ωφέλεια, χωρίς αλλαγή.
Στη ζωή μας οι περισσότεροι μοιάζουμε ασφαλώς με το Ζακχαίο. Μήπως έλειψαν σήμερα εκείνοι που τρώνε και κλέβουν το ψωμί της χήρας και του ορφανού; εκείνοι που κατακρατούν το μισθό του εργαζομένου, του υπαλλήλου; Μήπως οι σημερινοί πλούσιοι πλούτισαν με τον τίμιο ιδρώτα τους; Με κλεψιές, ατιμίες και αρπαγές έκαναν τα μέγαρά τους. Ζακχαίοι και σήμερα πολλοί. Γιατί όμως δεν βλέπουμε κανένα να πλησιάζη τον Ιησού, να υψώνεται πάνω από την ύλη, να σκαρφαλώνη στη συκομορέα, να συγκλονίζεται από το μεγαλείο του Χριστού, να βλέπη τη δική του αθλιότητα και να παίρνη απόφασι αλλαγής;
Ζακχαίοι της εποχής μας, ξυπνήστε!
Ζακχαίοι της εποχής μας, ξυπνήστε! Κάνατε το χρήμα θεό και αμαρτήσατε διπλά· όχι μόνο κλέψατε, αλλά και με τα κλεμμένα ασωτεύσατε· αρπάξατε, και μετά ξωδέψατε τα κλεμμένα στο γλέντι· κάνατε θύματά σας πρωτα όσους ληστέψατε και μετά όσους αποπλανήσατε και διαφθείρατε με τα κλεμμένα.
Ελάτε στο Χριστό να σωθήτε. Ακολουθήστε το παράδειγμα του ομοίου σας, του Ζακχαίου. Δώστε κ’ εσείς «τα ημίση των υπαρχόντων» σας, για να σταματήσουν μερικά κλάματα, να σκορπίση η χαρά σε κάποια φτωχόσπιτα. Υπάρχει κανείς Ζακχαίος ανάμεσά μας, που αισθάνεται την αμαρτία να τον πιέζη; Έλα, Ζακχαίε μου, στο Χριστό, ν’ ακούσης κ’ εσύ «Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο» (ε.α. 19,9).
Χριστιανέ Ζακχαίε μου, μείνε στη συκομορέα! Αν είσαι σταθερός, χίλια τσεκούρια να χτυπούν, θα σπάσουν. Αν όμως είσαι ασταθης και πηγαίνης πότε με το Χριστό – πότε με τον κόσμο, με το ‘να χέρι κρατάς το σταυρό και με τ’ άλλο κλέβης, τότε με τις πρώτες τσεκουριές θα πέσης σαν σάπιο δέντρο, θα σε παρη πάλι ο κόσμος. Μείνε, Ζακχαίε μου, στη συκομορέα· ψηλά απ’ το χώμα, πάνω απ’ τη σαπίλα, για ν’ ακούσης μια μέρα το «Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» (Ματθ. 25,21,23).
(†) επίσκοπος Αυγουστίνος
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, η οποία έγινε στον ι. ναό Ζωοδ. Πηγής του χωρίου Άγιος Αθανάσιος – Θεσσαλονίκης την 26-1-1958.