Εκκλησία της Ελλάδος νέα & ειδήσεις

Το ζήτημα του πρωτείου και ο κίνδυνος του εκκλησιαστικού κατακερματισμού

του Δημήτρη Κεραμιδά* 

Το ερώτημα του πρωτείου στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ένα από τα πλέον πολυσυζητημένα ζητήματα και σχετίζεται κυρίως (αν και όχι μόνο) με τη θέση του Οικουμενικού Πατριάρχη στην οικογένεια των Ορθόδοξων Εκκλησιών. Το θέμα επηρεάζει όχι μόνο τις σχέσεις μεταξύ των ορθοδόξων, αλλά και τον διάλογο με άλλες Εκκλησίες, κυρίως με την Καθολική.

Στη δημόσια συζήτηση, το πρωτείο συχνά παρουσιάζεται, μάλλον απλουστευτικά, ως μια αντιδικία μεταξύ των Εκκλησιών Κωνσταντινούπολης – Μόσχας για το ποιος θα ασκεί την ηγεσία της Ορθοδοξίας. Εντούτοις, η πραγματικότητα είναι πως το ζήτημα αφορά την αντίληψη που έχει η Ορθοδοξία για το πώς πραγματώνεται η εκκλησιαστική ενότητα.

Άλλες φορές πάλι, το πρωτείο συνδέεται με κάποιου είδους ορθόδοξο «παπισμό», αν και οι εκφραστές αυτής της άποψης συνήθως έχουν μια λαθεμένη αντίληψη για το πώς ασκείται το πρωτείο στην Καθολική Εκκλησία.

Θα εξετάσουμε εν τάχει το ζήτημα γνωρίζοντας πως η βιβλιογραφία, εγχώρια και ξένη, έχει αναδείξει θεολογικές, κανονικές, κοινωνιολογικές και ιδεολογικές πλευρές του θέματος. Το πρωτείο, ως γνωστόν, έχει απασχολήσει και τους οικουμενικούς διαλόγους, συμπεριλαμβανομένου και του διαλόγου ορθοδόξων – καθολικών. Αυτό που ενδιαφέρει είναι αν το πρωτείο είναι αναγκαίο στοιχείο της ενότητας της Εκκλησίας.

Γενικά, στην Ορθόδοξη Εκκλησία το πρωτείο δεν κατανοείται ως απόλυτη εξουσία ενός προκαθημένου επισκόπου πάνω στους άλλους επισκόπους, αλλά κυρίως ως πρωτείο «τιμής». Βέβαια, στην Εκκλησία τα πρεσβεία τιμής δεν θεωρούνται ένα διακοσμητικό αξίωμα δίχως εξουσίες, αλλά συνοδεύονται και από συγκεκριμένες αρμοδιότητες (προεδρίας, συντονισμού και δικαστικής κρίσης μέσω του εκκλήτου – έφεσης).

Σε κάθε περίπτωση, από θεολογικής πλευράς, το πρωτείο πηγάζει από την ευχαριστία, μέσα από την οποία (κι όχι χωρίς την οποία) αναδεικνύεται ο ρόλος του προεδρεύοντος της λειτουργικής σύναξης, ο οποίος δρα εν ονόματι της συναγμένης κοινότητας «αναφέροντας» τον άρτο και τον οίνο στο Θεό Πατέρα και προσεύχεται για την μεταβολή τους σε «Σώμα» και «Αίμα», σε μια θεανθρώπινη κοινωνία που λαμβάνει χώρα εντός του ζωντανού «σώματος» του Χριστού, την Εκκλησία, εκεί όπου άπαξ (δια του Βαπτίσματος) και διαρκώς (δια της Ευχαριστίας) σφραγίζεται και γίνεται απτή η νέα «διαθήκη» της συμπόρευσης μεταξύ Θεού και ανθρώπου, σχέση που προϋποθέτει την δια του αίματος σταυρική θυσία και ανάσταση του Κυρίου.

Επειδή, λοιπόν, η οπτική της Ευχαριστίας είναι χριστοκεντρική, ο ιερουργός που τελεί το μυστήριο (ο επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος που δρα στο όνομα του επισκόπου) είναι ταυτόχρονα και εικόνα του Χριστού. Η όποια αυθεντία του επισκόπου είναι επομένως χριστοκεντρική κι όχι προσωποκεντρική: με άλλα λόγια, η προεδρία του επισκόπου σε μια τοπική Εκκλησία δεν πηγάζει από το γεγονός ότι αυτός διαθέτει κάποια προσωπικά χαρίσματα και θεολογική μόρφωση ή επειδή το κύρος του επιβάλλεται νομικά, αλλά διότι η «μία» Ευχαριστία έχει ανάγκη από «ένα» πρόσωπο να την προεδρεύσει (να έχει την «τιμή» της ευχαριστιακής προεδρίας) και να ενώσει την «όλη» κοινότητα στο όνομα του Χριστού.

Η κοινότητα των πιστών έχει μια ποικιλία, καθώς αποτελείται από πρόσωπα διαφορετικής εθνικής, φυλετικής, βιολογικής, ηλικιακής και κοινωνικής προέλευσης. Προκειμένου όμως η κοινότητα να είναι «μία», πέρα και πάνω από τις εξωτερικές αυτές διαφορετικότητες, και να εκφράζεται η ενότητά της εν Χριστώ (ενότητα που είναι «εικόνα» ή πρόγευση της αναμενόμενης εσχατολογικής ενότητας της ανθρωπότητας), πρέπει να υπάρχει μια αντιπροσώπευση της ενότητας που να μην αναπαράγει τους «κοσμικούς» διαχωρισμούς (άνδρες – γυναίκες ή όποιες άλλες εθνικές και κοινωνικές διακρίσεις), αλλά να τους υπερβαίνει όχι με τους τρόπους του «πεπτωκότος» κόσμου, αλλά μέσα από την ευχαριστιακή εν Χριστώ αγάπη.

Η Εκκλησία από νωρίς (ήδη από τον 2ο αιώνα) καθιέρωσε έναν τρόπο «αντιπροσώπευσης» των «πολλών» από τον «έναν» (επίσκοπο). Όπως δεν ήταν συλλογική η αντιπροσώπευση του εκκλησιάσματος (στην ευχαριστία δεν προέδρευαν όλοι, αλλά ένας), έτσι δεν θα ήταν σωστό να μιλήσει κανείς για επισκοπική «μοναρχία», αφού ο ένας δεν μπορεί να δράσει ποτέ δίχως τους πολλούς, καθώς ο επίσκοπος δεν μπορεί να τελέσει μόνος του την Ευχαριστία δίχως τους πρεσβύτερους ή τον λαό.

Όπως, λοιπόν, οι «πολλοί» έχουν ανάγκη τον «έναν», έτσι κι ο «ένας» έχει ανάγκη τους «πολλούς» για να είναι η λειτουργία όντως έργο του λαού. Άλλωστε, όπως η αυθεντία του ενός έχει αναφορά τον Χριστό, έτσι και η κοινωνία των πολλών έχει σημείο αναφοράς την κοινωνία που ενυπάρχει στον Τριαδικό Θεό (Ιω. 17,21: «Ώστε να είναι όλοι ένα, όπως εσύ, Πατέρα, είσαι ενωμένος μ’ εμένα κι εγώ μ’ εσένα. Να είναι κι αυτοί ενωμένοι μ’ εμάς»).

Η αρχή αυτή, που φαίνεται καθαρά στο επίπεδο της τοπικής Εκκλησίας (της επισκοπής), ενσωματώθηκε από νωρίς στους κανόνες της Εκκλησίας (βλ., μεταξύ άλλων, τον 8ο κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου). Η αρχή έγινε αποδεκτή από την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία δεν είχε ποτέ ενστάσεις ως προς την αξία της «μοναδικότητας» του επισκόπου σε έναν τόπο ή για μια κοινότητα.

Οι όποιες διαφορές μεταξύ των ορθοδόξων υπάρχουν ως προς την παρουσία των «πολλών» στις συνοδικές διαδικασίες: πράγματι, ορισμένες Ορθόδοξες Εκκλησίες (π.χ. στη Ρωσία, την Βουλγαρία κ.α.) έχουν θεσμοθετήσει τη συμμετοχή των λαϊκών στην εκλογή των επισκόπων ή την παρουσία των λαϊκών στις Συνόδους.

Ειδικά για την αντιπροσώπευση των λαϊκών και των μοναχών στις Συνόδους όχι από τον επίσκοπο αλλά από άλλους λαϊκούς και μοναχούς (κατά το κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα), υπάρχει μια συζήτηση για το αν κάτι τέτοιο εισάγει κοσμικά κι όχι θεολογικά κριτήρια στη συνοδική λειτουργία. Η κουβέντα αυτή όμως υπερβαίνει τα όρια του παρόντος σημειώματος.

Αυτό που ενδιαφέρει εδώ να τονιστεί είναι πως η οργάνωση της Εκκλησίας σε περιφερειακό ή επαρχιακό επίπεδο, ήδη από την αρχαία Εκκλησία, έγινε με βάση το προαναφερθέν μοντέλο «ένας – πολλοί». Κατά τον τρόπο αυτό, διαμορφώθηκαν κάποια «πρωτεία» Εκκλησιών έναντι άλλων Εκκλησιών. Τα πρωτεία αυτά, που στην αρχή υπήρχαν σε κάθε επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (οι Μητροπόλεις), αργότερα, από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (5ος αιώνας), συγκεκριμενοποιήθηκαν σε πέντε μεγάλες εκκλησιαστικές έδρες: Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα.

Κι αν στη Δύση είχε καθιερωθεί ένα «θείο» κριτήριο για το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης (επί τη βάσει της διαδοχής του αποστόλου Πέτρου, που ο ίδιος ο Ιησούς επέλεξε ως «πρώτο» μεταξύ των Αποστόλων, από τους επισκόπους Ρώμης), στην Ανατολή τα πρωτεία των Πατριαρχείων της Ανατολής είχαν ένα πραγματιστικό κριτήριο, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως θεωρήθηκε πως είχε τα πρωτεία τιμής μετά τον επίσκοπο Ρώμης, λόγω του γεγονότος πως η Εκκλησία του ήταν η πρωτεύουσα του Κράτους, η έδρα του Αυτοκράτορα και της Γερουσίας.

Το στοιχείο αυτό το βλέπουμε στις κανόνες Οικουμενικών Συνόδων (βλ. τη σχετική τεκμηρίωση στον 3ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου όπου διαβάζουμε «ο επίσκοπος Κωνσταντινούπολης βέβαια να έχει τα πρεσβεία τιμής μετά τον επίσκοπο της Ρώμης, επειδή η Κωνσταντινούπολη είναι η νέα Ρώμη» και τον 28ο της Δ΄ Οικουμενικής Σύνοδος όπου αναφέρεται πως «[Οι Πατέρες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου] απένειμαν τα ίσα πρεσβεία στον αγιότατο θρόνο της Νέας Ρώμης, κρίνοντας δικαιολογημένα, ώστε η πόλη που τιμήθηκε με βασιλεία και σύγκλητο, απολαμβάνοντας και τα ίσα πρεσβεία με την πρεσβύτερη βασιλική πόλη Ρώμη, να μεγαλύνεται όπως εκείνη και στα εκκλησιαστικά πράγματα, καθώς είναι δεύτερη [στην τάξη] ύστερα από εκείνη») και μπορεί να φαίνεται κοσμικός ως προς το εξωτερικό κριτήριο της επιλογής του «πρώτου» ή της διαμόρφωσης της «τάξης» των πρωτείων (πλην της Κωνσταντινουπόλεως, τόσο η Αλεξάνδρεια όσο και η Αντιόχεια ήταν σημαντικά πολιτικά κέντρα της αρχαιότητας).

Ως προς την ουσία, όμως, του πρωτείου καθαυτού ή, όπως έλεγε ο μακαριστός Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, ως προς την εκκλησιολογική ανάγκη του πρωτείου στο επίπεδο των σχέσεων μεταξύ των Εκκλησιών, η Εκκλησία δεν είχε ποτέ αμφιβολίες. Αυτό μπορεί να μεταφραστεί κι ως εξής: όπως σε κάθε τοπική Εκκλησία ο «πρώτος» ενώνει τους πολλούς στην ευχαριστιακή σύναξη, έτσι και σε περιφερειακό επίπεδο πρέπει να υπάρχει ένας «πρώτος» που να ενώνει τις πολλές επισκοπές σε μια σύνοδο της οποίας προεδρεύει.

Και αυτό το στοιχείο είναι αποδεκτό από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, καθώς τα κατά τόπους Πατριαρχεία, Αυτοκέφαλες και Αυτόνομες Εκκλησίες έχουν ακριβώς αυτόν τον τρόπο οργάνωσης, με «πρώτους» (Πατριάρχες, Αρχιεπισκόπους ή Μητροπολίτες) να προΐστανται Συνόδων.

Η κρίσιμη ερώτηση συνεπώς είναι η εξής: πώς μπορεί η σχέση «ενός – πολλών» που υπάρχει τοπικά και περιφερειακά να υπάρξει και σε παγκόσμιο επίπεδο; Ειπώθηκε πως για την Καθολική Εκκλησία το παγκόσμιο πρωτείο, υπό την έννοια της ευθύνης για την ενότητα της ανά τον κόσμο ή «παγκόσμιας» Εκκλησίας, έχει ισχυρή θεολογική θεμελίωση.

Για την Ορθοδοξία, το ζήτημα είναι πιο σύνθετο: αφενός χρειάζεται να απαντηθεί το ερώτημα εάν οι ορθόδοξοι θέλουν όντως ένα πρωτείο για την όλη Εκκλησία. Η λογική λέει πως το «τοπικό» και «περιφερειακό» πρωτείο πρέπει να υπάρχει και στο «παγκόσμιο» επίπεδο.

Κι αυτό διότι αν επιλεχθεί να υπάρχουν «πολλοί» δίχως «έναν» στην ανά τον κόσμο Εκκλησία, τούτο σημαίνει πως η Εκκλησία κινδυνεύει να γίνει μια ομοσπονδία Εκκλησιών, όπου η κάθε μία θα έχει λίγο ή πολύ κάποιο αίσθημα αυτάρκειας – με τα οδυνηρά αποτελέσματα που διαπιστώνουμε σήμερα, όπου η απροθυμία κάποιων ορθοδόξων να δεχτούν ένα πανορθόδοξο πρωτείο έχει δημιουργήσει το πρόβλημα όπου η κάθε Εκκλησία έχει το δικό της εθνικό και ιδεολογικό αφήγημα, με τα γνωστά γεγονότα της δικαιολόγησης ενός επιθετικού πολέμου, της δαιμονοποίησης της Δύσης ή της προβολής της μοναδικότητας του ενός ή άλλου «ορθόδοξου» έθνους.

Μια άλλη παράμετρος προκύπτει από το γεγονός πως το πρωτείο στην ορθόδοξη παράδοση το πρωτείο, σε αντίθεση με τον Καθολικισμό, δεν έχει θεολογική θεμελίωση. Αυτό δεν σημαίνει όμως, όπως είδαμε, πως απουσιάζει μια θεολογία του πρωτείου ή η κανονική του τεκμηρίωση.

Πράγματι, κατά την α΄ χιλιετία τα πρωτεία των Εκκλησιών δόθηκαν όχι από την κοσμική εξουσία, αλλά μέσα από την εκκλησιαστική νομοθεσία και ειδικά μέσα από τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, δηλαδή από συνάξεις του συνόλου των Εκκλησιών.

Συνεπώς, ακόμα κι αν κάποιος θεωρεί πως το πρωτείο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αντανακλά ιστορικές συνάφειες που δεν ισχύουν πλέον ή πως έχει εκπέσει λόγω της αλλαγής των εξωτερικών συνθηκών (το Βυζάντιο ως πολιτειακό μόρφωμα είναι μια μακρινή ανάμνηση), θα πρέπει να απαντήσει σε ένα διπλό ερώτημα: αφενός, ποιο αρμόδιο όργανο, πλην της Οικουμενικής Συνόδου, μπορεί να επανακαθορίσει την «τάξη» των πρωτείων;

Αφετέρου, μπορεί η κάθε Εκκλησία να διεκδικεί για τον εαυτό της ένα πρωτείο με βάση την κοσμική της ισχύ ή την αριθμητική της υπεροχή; Πολύ δε περισσότερο, υπάρχει σήμερα ένα πολιτειακό μόρφωμα ανάλογο του Βυζαντίου που να ενώνει τις κατά τόπους Εκκλησίες ή μήπως τα εθνικά κράτη αντιπροσωπεύουν όψεις ενός κατακερματισμένου χριστιανικού κόσμου;

Όλα αυτά είναι ερωτήματα που ασφαλώς δεν μπορούν να απαντηθούν στις λίγες γραμμές αυτού του κείμενου. Θα μπορούσε, όμως, να δοθεί εδώ ένα στίγμα του ύφους με το οποίο ασκείται το πρωτείο ή η προεδρία στην Εκκλησία: ο «πρώτος» θα πρέπει να έχει μια συνείδηση ενότητας, ένα αίσθημα διακονίας και αυτοπροσφοράς, μια νοοτροπία συνεννόησης και συνεργασίας με τους «πολλούς», έναν τρόπο δράσης που να μην αναπαράγει μια «μερική» ταυτότητα (όπως είναι αυτές των εθνικών Ορθοδόξων Εκκλησιών), αλλά που να τις υπερβαίνει ή που να καλεί τις Εκκλησίες να τις υπερβούν ώστε να εκφραστεί η παγκοσμιότητα του Χριστιανισμού και η καθολικότητα του εκκλησιαστικού γεγονότος, η πανανθρώπινη πίστη στον έναν και αυτό Χριστό.

Συνεπώς, η «οριζόντια» αλληλοκατανόηση και συνεργασία μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών οφείλει να συνυπάρχει με την ύπαρξη ενός «κάθετου» πρωτείου που ασκείται εξάπαντος συνοδικά, δίχως να καταργεί την οντολογική ισοτιμία των Εκκλησιών, αλλά μάλλον φέρνοντάς τες σε μια συνάφεια ενότητας και κοινής μαρτυρίας του Ευαγγελίου.

Σε δομικό επίπεδο, αυτό θα μπορούσε να γίνει μέσω μια μόνιμης «Ενδημούσας» Συνόδου, στην έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με τη συμμετοχή αντιπροσώπων των υπολοίπων Ορθοδόξων Εκκλησιών (και από τη διασπορά), με τη διορθόδοξη συνάντηση στις μέλλουσες χορηγίες αυτοκεφάλων, με μια συνεργασία σε ζητήματα λειτουργικής ανανέωσης, διαχριστιανικών σχέσεων κτλ. Κι αν η «πρώτη» Εκκλησία έχει, συμφώνως με την κανονική παράδοση, συγκεκριμένα προνόμια (συντονισμού, προεδρίας, εκκλήτου, κτλ.) που εξάπαντος δεν μπορούν να ασκούνται παρά σε συνεννόηση με τους «πολλούς», η μόνιμη «ενδημούσα» παρουσία των ορθοδόξων στον ίδιο τόπο και χώρο (όπως έδειξε και ο θεσμός των Συνάξεων των Ορθοδόξων Προκαθημένων) θα μπορούσε να είναι ένας δείκτης για τα όρια των εθνικοεκκλησιαστικών αφηγημάτων, μοχλός εξομάλυνσης των διαφορών και προώθησης του παγκοσμίου χαρακτήρα της Ορθοδοξίας, κι όχι απλώς τοπικών κοσμοθεωριών.

*Ο κ. Δημήτριος Κεραμιδάς είναι Δρ. Θεολογίας, Διδάσκων στο Πανεπιστήμιο St Thomas Aquinas «Angelicum» της Ρώμης