Την Τρίτη, 17 Σεπτεμβρίου 2024, εκοιμήθη ο Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως κυρός Παύλος.
Η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος την Τετάρτη, 18 Σεπτεμβρίου 2024, κατήλθε στον Πατριαρχικό Ναό και, παρουσία των μελών της Πατριαρχικής Αυλής, τέλεσε Τρισάγιο για την ανάπαυση της ψυχής του αειμνήστου Επισκόπου Χριστιανουπόλεως κυρού Παύλου, ο οποίος διετέλεσε επί σειρά ετών βοηθός επίσκοπος στην Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας.
Ὁ μακαριστός Ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως κυρός Παῦλος (κατά κόσμον Ἀπόστολος Λάϊος) γεννήθηκε στήν Ἄρτα στίς 30 Ἰουνίου τό 1938. Σπούδασε τήν ἱερά ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας στήν περιώνυμο Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης, ἀπό τήν ὁποία ἀποφοίτησε τό 1962.
Διηκόνησε ὡς Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος ἕως τό 1970 και, ἐν συνεχείᾳ, μετανάστευσε στήν πέμπτη ἤπειρο καί ἐνετάχθη στόν κλῆρο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, ὡς ἱερατικῶς προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Τριάδος Richmond Μελβούρνης.
Ἐκλεγείς ἐπίσκοπος τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Χριστιανουπόλεως, ὡς βοηθός Ἐπίσκοπος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ, χειροτονήθηκε τήν 11η Μαρτίου 1984, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στό Σύδνεϋ. Τό 1994 ἀποσχίσθηκε ἀπό τήν κανονική Ἐκκλησία καί γιά τόν λόγο αὐτό καθαιρέθηκε ἀπό τήν Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Τήν 12η Ἰουνίου 2019, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος, ὅπως ἀνακοίνωσε, «δεχθεῖσα τήν μετάνοιαν καί τήν ἐκζήτησιν συγγνώμης τοῦ ἐν Αὐστραλίᾳ πρώην Ἐπισκόπου Χριστιανουπόλεως Παύλου, ᾖρε τήν ἐν καιρῷ ἐπιβληθεῖσαν αὐτῷ καθαίρεσιν καί, συνηγοροῦντος καί τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Μακαρίου, ἐπανέφερεν αὐτόν εἰς τόν ἐπισκοπικόν βαθμόν καί τόν ἀποκατέστησε μέ τόν αὐτόν τίτλον».
Ἔκτοτε ὁ μακαριστός Χριστιανουπόλεως Παῦλος ζοῦσε ὡς ἐφησυχάζων ἀρχιερέας στήν Ἀδελαΐδα, ἔχοντας κανονική κοινωνία μέ τήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Αὐστραλίας. Μετά ἀπό ὁλιγόμηνη ἀσθένειά του, καί ἀφοῦ προηγουμένως κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἐξεδήμησε πρός Κύριον τήν 17ην Σεπτεμβρίου 2024”.