«Καθημερινά χανόταν κόσμος, καθημερνά σωριάζονταν, καθώς περπατούσαν, νεκροί από την πείνα στους δρόμους της Αθήνας.
Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός είχε καθημερινή αγωνία. Με επιστολή του το 1941 ζήτησε από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας να αγοράσει σιτάρι για τους πεινασμένους Έλληνες και βαμβάκι για τους γυμνούς.
Με τι χρήματα όμως θα πλήρωνε όσα ζητούσε; Ο Δαμασκηνός δεν δίστασε:
Η Εκκλησία της Ελλάδος, εκφράζοντας την συμμετοχή της στην πρώτη γραμμή και με όλες τις δυνάμεις της στο μέγα έργο υπέρ των τέκνων της, διαθέτει όλη της την περιουσία όπως επίσης το σύνολο των κειμηλίων και των ιερών σκευών που βρίσκονται σε ναούς και μοναστήρια, κι ακόμη, όλα τα εγκόλπια και τους σταυρούς και τα πολύτιμα ιερά άμφια.
Το μόνο που ζητάει σε αντάλλαγμα είναι τρόφιμα για τον πεινασμένο λαό. Η Εκκλησία ένα μόνο θέλει: να σώσει τα παιδιά της από την πείνα!
Μιλώντας στον Γερμανό Πληρεξούσιο του Ράϊχ Άλτενμπουργκ του είπε σε έντονο ύφος:
“Αν δεν ημπορείτε να κάμετε τίποτε για την ολότητα του πληθυσμού, τουλάχιστον δώσατε μου λάδι για τα παιδιά του λαού! Δεν ημπορείτε να καταδικάσετε τα παιδιά! Και δεν υπάρχει βαθμός αγριότητος που να φθάνη ως εκεί: να καταδικάζη τα παιδιά εις θάνατον!”
Ο Άλντενμπουργκ επέτρεψε μόνο 300 τόννους, δηλαδή τίποτε μπροστά σε τόσα πεινασμένα στόματα. Τότε ο Δαμασκηνός ένιωσε βαθειά απόγνωση. Άρχισε να κλαίει. Ο Γερμανός σηκώθηκε και άρχισε να φωνάζει στον διερμηνέα:
“Πείτε του να μην κλαίει. Προς Θεού, να μην κλαίει!”
Ο Δαμασκηνός συγκρατήθηκε, και σηκώθηκε να φύγει. Για πρώτη φορά ο Γερμανός αξιωματικός έσκυψε να του φιλήσει το χέρι. Κι εκείνος, το τράβηξε απότομα, σαν να τον πλησίασε οχιά»
Χάρης Ανδρέου,“Στʼάρματα με το Σταυρο”