Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι μία πράξη ατομικής ευσέβειας. Δεν κοινωνούμε απλώς για να γίνουμε καλύτεροι, για να πάρω εγώ τον Χριστό μέσα μου, ο καθένας ξεχωριστά.
Ο σκοπός της κοινωνίας, ο σκοπός που όρισε ο Χριστός να κοινωνούμε, δεν είναι μόνον αυτός: ο σκοπός είναι να πραγματώσουμε την Εκκλησία, να κτίσουμε την Εκκλησία, στις φλέβες του καθενός από εμάς να ρέει το ίδιο αίμα, το αίμα του Χριστού, που είναι το αίμα της κεφαλής της Εκκλησίας, κάνοντάς μας έτσι ένα σώμα, το σώμα του Χριστού.
Η Θεία Ευχαριστία λοιπόν, η Λειτουργία με την οποία τελείται η Θεία Ευχαριστία, είναι η εν τόπω και εν χρόνω έκφραση και πραγμάτωση του μυστηρίου της Εκκλησίας και είναι ο τρόπος διά του οποίου σημαίνεται η Εκκλησία και σώζεται ο άνθρωπος· και εφ᾽ όσον η Εκκλησία οικοδομείται από τους μετέχοντες στη Θεία Ευχαριστία, αυτοί γίνονται «λίθοι ζώντες» (Α´ Πετρ. β´ 5), με τους οποίους οικοδομείται αυτό το πνευματικό οικοδόμημα, η θεία οικοδομή («Θεού γεώργιον, Θεού οικοδομή εστε», Α´ Κορ. γ´ 9). Μία οικοδομή, της οποίας θεμέλιο είναι οι Απόστολοι, που τους έθεσε ο Χριστός ως θεμέλιο, και γι᾽ αυτό ονομάζουμε αποστολική την Εκκλησία.
Το κυριότερο συμπέρασμα εκ των λεχθέντων μπορεί να συνοψισθεί στην προαναφερθείσα φράση του αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ότι «η Εκκλησία σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις». Και το βασικότερο μυστήριο, το ένα μυστήριο της Εκκλησίας, είναι η Θεία Ευχαριστία. Η Εκκλησία δομείται με την Θεία Ευχαριστία και η Θεία Ευχαριστία «σημαίνει» την Εκκλησία. Πηγαίνουμε στην Εκκλησία όχι για να «παρακολουθήσουμε εν κατανύξει», αλλά για να κοινωνήσουμε.
Η Θεία Κοινωνία είναι το επιστέγασμα όλης της Λειτουργίας, αλλά και όλης της εβδομάδας που πέρασε και όλης της ζωής μας που πέρασε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όλα αυτά κορυφώνονται στη στιγμή που κοινωνεί ο λαός και γίνεται λαός του Θεού. Γι᾽ αυτό και ο ιερέας αμέσως μετά την Θεία Κοινωνία λέει: «Σώσον, ο Θεός, τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου». Αυτό είναι το επιστέγασμα, το τέλος, αλλά και η αρχή της καινής εν Χριστώ ζωής, και συγχρόνως η δομική πράξη, με την οποία κτίζεται η Εκκλησία. Δεν αρκεί να παρακολουθούμε, έστω εν κατανύξει, αν δεν μετέχουμε εν κατανύξει στην Θεία Ευχαριστία.
Τέλος, διά της βρώσεως της Θείας Ευχαριστίας αίρονται οι συνέπειες της βρώσεως που έβγαλε τους Πρωτοπλάστους από τον παράδεισο. Διά της μετοχής στο Δείπνο της Θείας Ευχαριστίας γινόμαστε μέτοχοι κάποιου άλλου δείπνου, του εσχατολογικού δείπνου, στο οποίο μας εκάλεσε ο Θεός (πρβλ. παραβολή Μεγάλου Δείπνου).
Μας καλεί να μετάσχουμε στο δείπνο εκείνο: «ένθα ο των εορταζόντων ήχος ο ακατάπαυστος και η απέραντος ηδονή των καθορώντων του σού προσώπου το κάλλος το άρρητον. Συ γαρ ει το όντως εφετόν, και η ανέκφραστος ευφροσύνη των αγαπώντων σε, Χριστέ ο Θεός ημών… ».
Αυτό το κάλλος το άρρητο του προσώπου του Θεού θα δούν όσοι θα βρίσκονται στα δεξιά Του, κατά την παραβολή της μελλούσης κρίσεως, αυτή την θέα του αρρήτου κάλλους του Θεού θα αξιωθούν οι φίλοι του να απολαύσουν.
Απόσπασμα μελετήματος
του Γεωργίου Γ. Γαλίτη
Ἡ Ἐκκλησία ὡς χορηγός τῆς σωτηρίας
στὸν τόμο «Ἀποκάλυψη καὶ Ἐκκλησία» ἔκδ. Ἱ. Μητροπόλεως Ἠλείας, Πύργος 2006, σελ. 56 ἑπ.