Ο Μέγας Κανών με απόδοση στα νέα Ελληνικά, όπως θα ακουστεί στην Εκκλησία.
—ῼΔΗ Α΄.—
«Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν
τὰς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις;
ποιάν ἀπαρχὴν ἐπιθήσω, Χριστέ,
τῇ νῦν θρηνῳδία;
ἀλλ’ εὔσπλαγχνός μοι δὸς
παραπτωμάτων ἄφεσιν».
[Πούθε ν’ αρχίσω να θρηνώ
τις πράξεις τις άθλιας ζωής μου;
Ποια να βάλω, Χριστέ μου, πρώτη
σ’ αυτό του τον θρήνο;
Σπλαχνικός όμως καθώς είσαι,
δώσ’ μου την άφεση
των αμαρτημάτων μου.]
—ῼΔΗ Β΄.—
«Πρόσεχε, οὐρανέ, καὶ λαλήσω·
γῆ ἐνωτίζου φωνῆς
μετανοούσης Θεῷ
καὶ ἀνυμνούσης αὐτόν».
[Ουρανέ, δώσε προσοχή
τώρα που θα λαλήσω·
Γη, άκουσε φωνή ανθρώπου
που στο Θεό μετανοεί
και ανυμνεί τη δόξα Του.]
«Ἴδετε, ἴδετε,
ὅτι ἐγώ εἰμι Θεός·
ἐνωτίζου, ψυχή μου,
τοῦ Κυρίου βοῶντος
καὶ ἀποσπάσθητι
τῆς πρώτης ἁμαρτίας,
καὶ φοβοῦ ὡς δικαστὴν
καὶ ὡς κριτὴν καὶ Θεόν».
[Κοιτάξτε! Κοιτάξτε,
για να βεβαιωθείτε
ότι Εγώ είμαι ο Θεός!
Άκουσε με προσοχή, ψυχή μου,
τον Κύριο που φωνάζει δυνατά!
Ξεκόλλησε απ’ τη ζωή της αμαρτίας
που ζεις ως τώρα.
Φοβήσου Τον ως δικαστή
και ως κριτή και Θεό!]
—ῼΔΗ Γ΄.—
«Πῦρ παρὰ Κυρίου, ψυχή,
Κύριος ἐπιβρέξας,
τὴν γῆν Σοδόμων
πρὶν κατέφλεξεν».
[Φωτιά, ψυχή μου, παλαιότερα
έβρεξε ο Κύριος
και κατέκαψε την χώρα των Σοδόμων.]
«Πηγὴν ζωῆς κέκτημαι
σὲ τοῦ θανάτου τὸν καθαιρέτην
καὶ βοῶ σοι ἐκ καρδίας μου
πρὸ τοῦ τέλους· Ἥμαρτον,
ἱλάσθητι, σῶσόν με».
[Πηγή ζωής έχω
Εσένα, το νικητή του θανάτου,
και Σου φωνάζω δυνατά
μέσ’ απ’ τα βάθη της καρδιάς μου
πριν απ’ την ύστατη στιγμή·
Αμάρτησα!
Συγχώρεσέ με! Σώσε με!]
—ῼΔΗ Δ΄.—
«Τὰ ἔργα σου μὴ παρίδῃς,
τὸ πλάσμα σου μὴ παρόψῃ,
δικαιοκρίτα,
εἰ καὶ μόνος ἥμαρτον
ὡς ἄνθρωπος
ὑπὲρ πάντα ἄνθρωπον,
φιλάνθρωπε,
ἀλλ’ ἔχεις ὡς Κύριος
πάντων τὴν ἐξουσίαν
ἀφιέναι ἁμαρτήματα».
[Μην παραβλέψεις τα έργα Σου!
Το πλάσμα Σου, Κριτή δίκαιε,
μην παραθεωρήσεις!
Τ’ ομολογώ·
Αμάρτησα μόνος εγώ ως άνθρωπος,
Φιλάνθρωπε,
πιότερο από κάθε άλλον άνθρωπο!
Όμως Συ, ως Κύριος των όλων,
έχεις την εξουσία
να συγχωρείς αμαρτήματα.]
—ῼΔΗ Ε΄.—
«Ἐν νυκτὶ τὸν βίον μου
διῆλθον ἀεί,
σκότος γὰρ γέγονε
καὶ βαθεῖά μοι ἀχλὺς
ἡ νῦξ τῆς ἁμαρτίας,
ἀλλ’ ὡς ἡμέρας υἱόν,
Σωτήρ, ἀνάδειξόν με».
[Στη νύχτα μέσα πάντοτε
πέρασα τη ζωή μου.
Σκοτάδι μού ’φερε
και βαθιά θολούρα
η αμαρτία, που μοιάζει με τη νύχτα.
Αλλά γιο της ημέρας
Συ, Σωτήρα, ανέδειξέ με!]
—ῼΔΗ ΣΤ΄.—
«Τὰ δάκρυα, Σωτήρ,
τῶν ὀμμάτων μου
καὶ τοὺς ἐκ βάθους στεναγμοὺς
καθαρῶς προσφέρω
βοώσης τῆς καρδίας·
Ὁ Θεός, ἡμάρτηκά σοι,
ἱλάσθητί μοι».
[Σωτήρα μου,
Σου προσφέρω με ειλικρίνεια
τα δάκρυα των ματιών μου
και τους στεναγμούς
απ’ τα βάθη της ψυχής,
φωνάζοντας δυνατά
μέσ’ απ’ την καρδιά μου·
Αμάρτησα σε Σένα!
Συγχώρεσέ με!]
—ῼΔΗ Ζ΄.—
«Ἡμάρτηκα, ἐπλημμέλησα
καὶ ἠθέτησα τὴν ἐντολήν σου,
ὅτι ἐν ἁμαρτίαις προήχθην
καὶ προσέθηκα
τοῖς μώλωψι τραύμα ἐμοί.
Ἀλλ’ αὐτός με ἐλέησον
ὡς εὔσπλαγχνος,
ὁ τῶν πατέρων Θεός».
[Αμάρτησα! Έσφαλα
και αθέτησα την εντολή Σου!
Στη ζωή πορεύθηκα
από τη μια στην άλλη αμαρτία
και στις πληγές μου πρόσθεσα
κι άλλα τραύματα.
Αλλά Συ,
ο Θεός των Πατέρων μου,
σαν Σπλαχνικός ελέησέ με!]
—ῼΔΗ Η΄.—
«Ἡμάρτηκα, Σωτήρ, ἐλέησον,
διέγειρόν μου τὸν νοῦν
πρὸς ἐπιστροφήν,
δέξαι μετανοούντα,
οἰκτείρησον βοῶντα·
Ἥμαρτόν σοι μόνῳ,
ἠνόμησα, ἐλέησόν με».
[Εμένα που αμάρτησα,
Σωτήρα μου, ελέησε!
Το νου μου παρακίνησε
να θελήσει
να επιστρέψω κοντά Σου.
Δέξε με τώρα που μετανοώ.
Δείξε ευσπλαχνία σε μένα
που Σου φωνάζω δυνατά·
Αμάρτησα σε Σένα μόνο!
Παρέβηκα το Νόμο!
Ελέησέ με!]
—ῼΔΗ Θ΄.—
«Ὁ νοῦς τετραυμάτισται,
τὸ σῶμα μεμαλάκισται,
νοσεῖ τὸ πνεῦμα,
ὁ λόγος ἠσθένησεν,
ὁ βίος νενέκρωται,
τὸ τέλος ἐπὶ θύραις·
διό μοι, τάλαινα ψυχή,
τί ποιήσεις, ὅταν ἔλθῃ
ὁ Κριτὴς ἀνερευνῆσαι τὰ σά;».
[Ο νους μου τραυματισμένος,
το σώμα εξασθενημένο,
το πνεύμα μου νοσεί.
Η φωνή μου ατόνησε,
η ζωή μου νεκρώθηκε,
έρχετ’ ο θάνατος.
Γι’ αυτό, ταλαίπωρη ψυχή,
τι θα κάνεις, όταν θα έρθει
ο Κριτής να εξετάσει τα έργα σου;]
«Ἀσπόρου συλλήψεως
ὁ τόκος ἀνερμήνευτος,
μητρὸς ἀνάνδρου
ἄφθορος ἡ κύησις,
Θεοῦ γὰρ ἡ γέννησις
καινοποιεῖ τὰς φύσεις·
διό σε πᾶσαι αἱ γενεαί,
ὡς θεόνυμφον μητέρα,
ὀρθοδόξως μεγαλύνωμεν».
[Της χωρίς σπέρμα σύλληψης
είναι και η γέννα ανερμήνευτη.
Της Μητέρας που δε γνώρισε άνδρα
είναι και η κυοφορία άφθορη.
Ο Θεός που γεννήθηκε
δημιουργεί
νέους όρους στις φύσεις.
Γι’ αυτό,
όλες οι γενεές των ανθρώπων
σε δοξάζουν ορθόδοξα
ως θεόνυμφη Μητέρα.]
«Ψυχή μου, ψυχή μου,
ἀνάστα, τί καθεύδεις;
τὸ τέλος ἐγγίζει
καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι·
ἀνάνηψον οὖν,
ἵνα φείσηταί σου
Χριστὸς ὁ Θεός,
ὁ πανταχοῦ παρὼν
καὶ τὰ πάντα πληρῶν».
[Ψυχή μου! Ψυχή μου!
Σήκω επάνω! Γιατί κοιμάσαι;
Το τέλος της ζωής σου φτάνει
και σ’ αναμένει ταραχή!
Ξύπνα, λοιπόν!
Για να σε λυπηθεί
ο Χριστός και Θεός.
Εκείνος που βρίσκεται παντού
και τα πάντα γεμίζει
με την παρουσία Του.]
orthodoxia.online