Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καταδικάζει τήν αὐτοκτονία ὡς πράξη ἀπελπισίας καί ἔλλειψης ἐμπιστοσύνης στόν Θεό (ἀπιστίας), ἀλλά καί ὡς φόνο χωρίς δυνατότητα μετάνοιας.
Ὅμως, ἡ ἀπελπισία εἶναι μιά δαιμονική κατάσταση, καί ἀποτελεῖ ὄργανο, μέ τό ὁποῖο ὁ διάβολος αἰχμαλωτίζει τόν ἄνθρωπο, ὥστε, φεύγοντας ἀπό τόν κόσμο, νά μήν ἔχει δυνατότητα σωτηρίας. Ἀντίθετα, ὁ Θεός πού πιστεύουμε, εἶναι «Θεός τῆς ἐλπίδος» (Ρωμ. 15,13) καί «ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς» (ἐκκλησιαστική εὐχή), ἐνῶ ἀληθινοί Χριστιανοί εἶναι οἱ «τῇ ἐλπίδι χαίροντες» (Ρωμ. 12,12) καί οἱ ἔχοντες τή βεβαιότητα ὅτι «ἡ ἐλπίς οὐ καταισχύνει» (Ρωμ. 5,35).
Πηγή τῆς ἀπελπισίας εἶναι συνήθως ὁ ἀνθρώπινος ἐγωϊσμός, δηλ. ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μας, πού προηγεῖται τῆς ἀπελπισίας. Ὅταν ἡ ἐμπιστοσύνη αὐτή καταρρέει ὑπό τό βάρος τῶν περιστάσεων, ὁ ἄνθρωπος δέν ἀνέχεται τήν ταπείνωση καί γίνεται φονευτής τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ὅμως, ἡ πράξη αὐτή ἀποτελεῖ ἁμαρτία μεγαλύτερη ἀπό τόν συνήθη φόνο καί ἀσυγχώρητη. Στίς ἄλλες περιπτώσεις μπορεῖ κάποιος νά μετανοήσει, νά συγχωρηθεῖ καί νά σωθεῖ. Στήν αὐτοκτονία, ἀντίθετα, δέν ὑπάρχουν περιθώρια μετάνοιας καί τό ἁμάρτημα μένει ἀσυγχώρητο. Κάποιοι ἐπικαλοῦνται τό δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας, ὅτι δηλ., ἀφοῦ πρόκειται γιά τή δική μας ζωή, εἴμαστε ἐλεύθεροι νά τήν χειριζόμεθα, ὅπως θέλουμε. Ὅμως, κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία δέν εἶναι ἀπόλυτη, ὅπως αὐτή τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σχετική καί περιορισμένη. Περιορίζεται ἀπό τά ἴδια τά ὅρια τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, πού εἶναι ἡ γέννηση καί ὁ θάνατος.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διακρίνουν τά ἀνθρώπινα πράγματα στά «ἐφ’ ἡμῖν» (ὅσα ἀνήκουν στήν ἐξουσία μας καί εἶναι ἀντικείμενο τῶν ἐπιλογῶν μας) καί στά «οὐκ ἐφ’ ἡμῖν» (ὅσα δέν ἀνήκουν στή δικαιοδοσία μας καί δέν ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς). Ἡ ζωή καί ὁ θάνατος ἀνήκουν στά «οὐκ ἐφ’ ἡμῖν», ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου καί μόνο, ὅποιος παρέχει τή ζωή, ἔχει δικαίωμα νά τήν ἀφαιρεῖ ὅποτε θέλει.
Ὡστόσο, ὁ θάνατος δέν εἶναι κατάσταση πού θέλει ὁ Θεός, ἀλλά συνέπεια τῆς ἁμαρτίας. Σέ κάποιες αἱρέσεις συναντᾶμε τήν ἀντίληψη ὅτι ὁ θάνατος εἶναι κάτι καλό, πού ὁδηγεῖ σέ ἄλλους πλανῆτες καί σέ καλύτερους κόσμους, καί ὄχι τό ὕψιστο κακό, ὅπως πιστεύει ἡ Ἐκκλησία μας. Ἡ ἀντίληψη αὐτή καταργεῖ τόν πυρήνα τοῦ Εὐαγγελίου, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά καταργήσει τόν θάνατο («ἵνα διά τοῦ θανάτου καταργήσῃ τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τόν διάβολον», Ἑβρ. 2,14).
Ἡ Ἐκκλησία, γιά νά δείξει ἀκριβῶς τήν ἔκπτωση ἀπό τή σωτηρία καί νά ἀποτρέψει ἀπό παρόμοιες πράξεις, δέν κηδεύει τούς αὐτόχειρες. Ἡ πράξη αὐτή εἶναι στήν οὐσία φιλάνθρωπη, γιατί ἡ κοινωνική περιφρόνηση τοῦ νεκροῦ ἕλκει σιωπηλά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ἡ περίπτωση τῶν ψυχασθενῶν. Γι’ αὐτήν ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ ιδ’ κανόνας τοῦ ἁγ. Τιμόθεου Ἀλεξανδρείας, πού ἔχει ἐπικυρωθεῖ ἀπό τήν ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδο:
«Ὁ κληρικός ὀφείλει νά διακρίνει, ἄν ὁ αὐτόχειρας τό ἔχει κάνει αὐτό, ἐπειδή ἦταν πραγματικά ἐκτός τοῦ ἑαυτοῦ του. Γιατί πολλές φορές οἱ συγγενεῖς, θέλοντας νά ἐπιτύχουν τή Λειτουργία καί τήν εὐχή γι’ αὐτόν, ψεύδονται καί λένε ὅτι δέν εἶχε τά λογικά του. Σέ κάποιες περιπτώσεις αὐτό συνέβη ἐπειδή ἐπηρεάστηκε ἀπό ἀνθρώπους ἤ σέ ἄλλες ἐπειδή λιγοψύχησε καί, ἑπομένως, δέν πρέπει νά γίνεται Λειτουργία γι’ αὐτόν, γιατί εἶναι φονέας τοῦ ἑαυτοῦ του. Πρέπει, λοιπόν, ὁ κληρικός νά ἐξετάσει μέ ἀκρίβεια, γιά νά μήν κατακριθεῖ καί ὁ ἴδιος».
Ὁλοκληρώνουμε τήν ἀναφορά μας στό θέμα μέ τήν ἐλπιδοφόρο ἄποψη ἑνός σύγχρονου Γέροντος, τοῦ π. Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος εἶχε πεῖ: «Γι’ αὐτούς πού αὐτοκτονοῦν χωρίς νά εἶναι ψυχοπαθεῖς -καθώς καί γιά τούς αἱρετικούς-, δέν εὔχεται ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά τούς ἀφήνει στήν κρίση καί στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἱερέας δέν μνημονεύει τά ὀνόματά τους στήν Προσκομιδή οὔτε τούς βγάζει μερίδα, γιατί μέ τήν αὐτοκτονία ἀρνοῦνται, περιφρονοῦν τήν ζωή, πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι σάν νά τά πετοῦν ὅλα στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἐμεῖς πρέπει νά κάνουμε πολλή προσευχή γιά ὅσους αὐτοκτονοῦν, γιά νά κάνει κάτι ὁ καλός Θεός καί γι’ αὐτούς, γιατί δέν ξέρουμε πώς ἔγινε καί αὐτοκτόνησαν, οὔτε σέ τί κατάσταση βρέθηκαν τήν τελευταία στιγμή. Μπορεῖ, τήν ὥρα πού ξεψυχοῦσαν, νά μετάνοιωσαν, νά ζήτησαν συγχώρηση ἀπό τόν Θεό καί νά ἔγινε δεκτή ἡ μετάνοιά τους, ὁπότε τήν ψυχή τους νά τήν παρέλαβε Ἄγγελος Κυρίου»
«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 82, Ἰαν. – Μαρτ. 2013