Άγιον Όρος

Ο άρρωστος γέροντας και ο Άγγελος

Άγγελος

Κάποτε ἕνας Γέροντας ποὺ ἔμενε στὰ Κελλία μόνος, ἀρρώστησε. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανέναν νὰ τὸν ἐξυπηρετεῖ, σηκωνόταν καὶ ὅ,τι ἔβρισκε στὸ κελί του τὸ ἔτρωγε μὲ διάκριση.

Ἔμεινε ἄρρωστος πολλὲς μέρες καὶ κανεὶς δὲν ἦρθε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Ὅταν πέρασαν τριάντα μέρες καὶ κανεὶς δὲν εἶχε ἔρθει, ἔστειλε ὁ Θεὸς ἕναν ἄγγελο νὰ τὸν ὑπηρετεῖ.

Ἔμεινε ἐκεῖ ὁ ἄγγελος ἑπτὰ ἡμέρες καὶ τότε θυμήθηκαν οἱ Πατέρες τὸν Γέροντα καὶ εἶπαν μεταξύ τους:

«Μήπως πέθανε ὁ τάδε Γέροντας;»

Πῆγαν πράγματι καὶ μόλις χτύπησαν τὴν πόρτα, ἔφυγε ὁ ἄγγελος.

Ὁ Γέροντας φώναζε δυνατὰ ἀπὸ μέσα:

«Φύγετε, ἀδελφοί!».

Αυτοί όμως παραβίασαν τὴν πόρτα καὶ μπῆκαν καὶ τὸν ρώτησαν γιατὶ φώναζε.

Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:

«Τριάντα ἡμέρες ἤμουν ἄρρωστος καὶ κανεὶς δὲν ἦρθε νὰ μὲ δεῖ. Καὶ νά, ἐδῶ καὶ ἑπτὰ ἡμέρες ἔστειλε ὁ Θεὸς τὸν ἄγγελό του νὰ μὲ ὑπηρετεῖ. Καὶ μόλις ἤλθατε, ἔφυγε ἀπὸ κοντά μου».

Μετὰ τὸ λόγο αὐτό, ἐκοιμήθη. Καὶ οἱ ἀδελφοὶ θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ δὲν ἐγκαταλείπει αὐτοὺς ποὺ ἐλπίζουν σ᾿ Αὐτόν.

Γεροντικόν