Άγιον Όρος

Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δοχειαρίου: «Οι γενιές που θρέφουν αγίους»

Μακαριστός γέροντας Δοχειαρίου Γρηγόριος: "Οι Διαολοστέλλοντες και οι Διαολοσταλμένοι"

Χρόνια κλώθω στη σκέψη μου, σαν τη νοικοκυρά που γνέθει το μαλλί στην ηλακάτη, αυτό που διάβασα κάποτε σ’ ένα βιβλίο, γραμμένο από ένα κρυστάλλινο μυαλό, που δεν ήταν θεολόγος, αλλ’ άνθρωπος που αγαπούσε του τόπου μας τις ομορφιές.

Κάθε Μονή είναι το μεγάλο Μοναστήρι, όπου όλα είναι απόλυτα, όλα γίνονται με ακρίβεια, χωρίς οικονομίες και παρεκκλίσεις. Είναι ο παράδεισος, που καλλιεργεί τις αρετές ως τη μοναδική του επιδίωξη. Είναι το ιερό βήμα του τόπου που στέκεται. Είναι η κατάπαυση των ανθρώπων. Εκεί κανείς σαββατίζει από τα του κόσμου βάσανα και προσμένει την ογδόη ήμερα.

Το σπίτι, η οικογένεια, είναι το μικρό μοναστήρι, που με μία ελάχιστη διαφορά προσπαθεί να βιώνει τη ζωή του μεγάλου Μοναστηριού. Νηστεύει, προσεύχεται, λειτουργείται, εργάζεται όπως το μεγάλο Μοναστήρι.

Στην καθημερινή του ζωή αυτό έχει πρότυπο και προσπαθεί να του μοιάσει. Εκεί καθρεπτίζεται, οσάκις θέλει να καμαρώσει την ομορφιά του.

Ό πατέρας είναι ο Γέροντας του σπιτιού, που όλοι τον υπακούν, και η μάνα οικονόμησα του σπιτιού, που όλοι τη σέβονται και την αγαπάνε.

Δε χάνεται η πατρότητα κι η αρρενωπή αγάπη του πατέρα μέσα στα χάδια, τις τρυφερότητες και συμπάθειες της μάνας.

Ο πατέρας δεν καταντάει κουβαλητής μόνο του σπιτιού, γιατί η οικογένεια δε στοιχίζεται στου γείτονα τα ξενικά φερσίματα αλλά στην αγία παράδοση του Μοναστηριού, σε δοκιμασμένο τρόπο ζωής.

Κι έλεγε κείνο το κρυστάλλινο μυαλό: Όλες οι προσπάθειες των πνευματικών ανθρώπων πρέπει να αποβλέπουν στη συντόμευση της απόστασης μεταξύ Μονής και Οικογένειας, στη γεφύρωση του χάσματος,

ώστε οι λαϊκοί και οι μοναχοί να ζουν πολύ κοντά και μάλιστα χωρίς να προσπαθούν να κάνουν οπαδούς, ούτε οι μοναχοί, ούτε οι πνευματικοί ταγοί, αλλά συμπόρευση στη βασιλεία των ουρανών.

Αυτό το γεφύρωμα, την παράλληλη πορεία, την έζησα πέρα για πέρα στα παιδικά μου χρόνια. Γι’ αυτό και όταν εισήλθα στο Μοναστήρι, δε δυσκολεύτηκα καθόλου, ούτε να υπακούω, ούτε να αγρυπνώ, ούτε να νηστεύω, ούτε να διακονώ.

Είδα το Μοναστήρι ως φυσική απόληξη των παιδικών μου χρόνων. Μου φάνηκαν από την αρχή όλα όμορφα και πανεύκολα.

Ήταν ασέβεια να παρακούσω τον πατέρα, όπως οι μοναχοί τον Γέροντα στο Μοναστήρι. Και ήταν αγνωμοσύνη μεγάλη να μη σεβαστώ τη μάνα που θυσιαζόταν για όλους.

«Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας», Γέροντα Γρηγορίου