† Καθηγούμενος Ι.Μ Δοχειαρίου Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος
Ρωτᾶς γιὰ πολέμους, ρωτᾶς, Ἕλληνα, γιὰ χαλασμούς. Καλά, δὲν βλέπεις αὐτοὺς ποὺ κάθε μέρα κατεβαίνουν ἀπὸ τοὺς κόρφους;
Δὲν εἶναι πιὰ οἱ κόρφοι ἐκεῖ ποὺ ἑνώνεται ἡ γῆ μὲ τὸν οὐρανό, ἀλλὰ ἡ βουλὴ τῶν Ἑλλήνων.
Ἔχει κανένα εὐεργέτημα γιὰ τὸν λαό, τὸν ὀρθόδοξο λαό; Ἔχει κανένα εὐεργέτημα γιὰ τὴν μάννα τὴν πολύτεκνη καὶ γιὰ τὸν γέρο ποὺ φυλάει τὸ ἐρημωμένο χωριό; Ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀνεργία, ἡ ἀποστροφὴ τῆς ὑπαίθρου μάζεψε τὴν νεολαία στὶς μεγαλοπόλεις, καὶ τὰ ὄμορφα χωριά μας κατήντησαν θέρετρα, καὶ ὄχι τόποι παραγωγικοί, τόποι ποὺ βοηθοῦν τὴν οἰκονομία τοῦ κράτους.
Στὸν ὁρίζοντα, Ἕλληνα, θὲς νὰ δῆς ὅτι πωλοῦνται τὰ πάντα, καὶ τὸ ἀεροδρόμιο καὶ τὸ λιμάνι καὶ ἡ ΔΕΗ καί, τὸ πιὸ φοβερὸ ἀπ᾽ ὅλα, τὸ νεράκι τοῦ Θεοῦ; Τὶς πηγὲς τοῦ τόπου μας, ποὺ πραγματικὰ ἁγιάσματα εἶναι, ἁγιάσματα ἀναβλύζουν, ἁγιασμένα νερὰ μᾶς δίνουν, θὰ τὶς κουμαντάρουνε οἱ ξένοι ἐπιχειρηματίες. Φοβᾶμαι ὅτι καὶ τὰ δάση μας θά ᾽χουν τὴν ἴδια τύχη. Κι ἀπ᾽ τοὺς καθάριους βυθοὺς τῆς θαλάσσης, θὰ ἀφαιρέσουν τὰ βότσαλα καὶ τὴν ὀμορφιά τους. Σημεῖα τῶν καιρῶν ζητᾶς;
Ὅλοι οἱ μεγάλοι κοσμοκράτορες ἔχουν τὸ χέρι τους στὴν σκανδάλη καὶ τοὺς λένε: «Πολλοὶ εἴμαστε στὴν γῆ· πρέπει νὰ θάψουμε, γιὰ νὰ λιγοστέψουμε». Μήπως ἐσεῖς ἀκούσατε κανένα λόγο παρηγοριᾶς; Μήπως σᾶς κόψανε κανένα φόρο; Μήπως σᾶς αὐξήσανε κάποιο μισθὸ ποὺ σᾶς εἶχαν περικόψει; Μήπως ἑτοιμάζονται οἱ πηγάδες τοῦ Μελιγαλᾶ καὶ τὰ φαράγγια, γιὰ νὰ τὰ βοθρίσουνε μὲ πτώματα, μὲ σώματα μαρτύρων καὶ ἁγίων; Γυναίκα, φόρεσε μαῦρο μαντήλι, κι ἂν σὲ ρωτήσουνε, πὲς ὅτι πενθεῖς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Ἔθνος. Μαυροπένθησε ἡ Ἐκκλησία. Τί τὰ θὲς τὰ ἄσπρα καὶ τὰ λευκά, ἀφοῦ ἀνάσταση δὲν βλέπεις; Ζῆς μέσα σὲ μιὰ ἀτέλειωτη Μεγάλη Παρασκευή. Ὅταν ἀκούω ὅτι ἀρχιερεῖς ζητοῦνε συνδρομὲς ἀπὸ τὶς ἐνορίες, γιὰ νὰ κάνουν πλούσια τραπέζια σ᾽ ὅλους αὐτοὺς ποὺ θεωροῦνται μεγάλοι, νερουλιάζει τὸ αἷμα μου καὶ θὰ ἤθελα νὰ πάω νὰ βάλω στὸ καζάνι τους κατασταλαγή. Ποιός δεσπότης λέει σήμερα: «Θὰ σὲ φιλέψουμε μὲ τὸ βρισκούμενο»; Ποιός κρατᾶ ταπεινὴ τράπεζα στὶς ἐπισκέψεις τῶν ἀλλοτρίων τῆς πίστεως, τῶν πολεμίων τῆς Ἐκκλησίας; Ποιός δεσπότης κάλεσε τὶς μαννάδες σὲ τραπέζι καὶ τοὺς φτωχοπατεράδες τοὺς χειρώνακτες σὲ συνεστίαση; Ποιός ἔβρασε σιτάρι, γιὰ νὰ παραθέση τράπεζα;
Δεῖξτε μου τὰ καλὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, γιατὶ μ᾽ ἔφαγε ἡ ἀγωνία, ὁ τρόμος τῆς ἄλλης ἡμέρας, τὸ ἀβέβαιο τὶ θὰ ξημερώση αὔριο. Θὰ χτυπήση καμπάνα; Θὰ γίνη λειτουργία; Θὰ κυματίση ἡ σημαία; Θὰ φανῆ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὶς ράχες καὶ στὰ βουνά;
Βοσκέ, κόψε ἕνα ξύλο καὶ κάνε ἕνα σταυρὸ καὶ στῆσε τον στὴν ραχούλα ποὺ βόσκεις τὰ κοπάδια σου. Κι ἐσένα θὰ φυλάξη καὶ τὴν ποίμνη σου. Μάννα, στῆσε ἕνα σταυρὸ στὴν αὐλή σου καὶ σύ, ἀγρότη, στὶς καλλιέργειές σου. Φυγάδεψε τὰ δαιμόνια καὶ κοίτα τοὺς κόρφους τὶ σημεῖα καὶ τέρατα μᾶς φέρνουν κάθε μέρα. Εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος ὁ χῶρος σου, μπορεῖς νὰ βλέπης καὶ νὰ γίνεσαι προφήτης, διδάσκαλος, εὐαγγελιστής, ξορκιστὴς τῶν κακῶν. Ἀμήν.
Από Αρχ.Γρηγόριος: «Ρωτάς για πολέμους, ρωτάς, Έλληνα, για χαλασμούς…»
†Γρηγόριος ο Αρχιπελαγίτης