Η Εκκλησία κατά την ορθόδοξο πίστι μας είναι προϋπόθεσις της σωτηρίας μας. Γι’ αυτό και στο Σύμβολο της Πίστεως, αφού ομολογήσουμε πίστι στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ομολογούμε ότι πιστεύουμε και εις «Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν».
Είναι γνωστός ο λόγος του αγίου Κυπριανού ότι· «εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία» ή ότι· «δεν δύναται να έχη τον Θεόν Πατέρα εκείνος όστις δεν έχει την Εκκλησία μητέρα».
Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, στο οποίο ο Χριστός διά των Αγίων Μυστηρίων μας συσσωματώνει και μας κάνει μέλη Του. Διά του Χριστού ενούμεθα και κοινωνούμε με την Αγία Τριάδα και μεταξύ μας. Έτσι τα πρώην διασκορπισμένα τέκνα του Θεού συνάγονται από τον Χριστό εις εν (Ιωάν. ια’ 52). Γινόμεθα και πάλι οικείοι του Θεού, λαός του Θεού, βασίλειον ιεράτευμα.
Η ένωσις του Θεού με τους ανθρώπους, που υπήρχε στον Παράδεισο και διασπάσθηκε λόγω της αποστασίας και αμαρτίας των πρωτοπλάστων, αποκαθίσταται τώρα διά του Χριστού στην Εκκλησία.
Ο εν Χριστώ άνθρωπος στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, αποκαταλλάσσεται (συμφιλιώνεται) με τον Θεό, δικαιώνεται, ζωοποιείται, φωτίζεται, αγιάζεται, σώζεται, γίνεται θεός κατά χάριν, εφ’ όσον βέβαια και ο ίδιος προσφέρει διά της ασκήσεως και της υπακοής στις εντολές του Θεού την ελευθερία του στον Θεό.
Στην Εκκλησία ο Χριστιανός κοινωνεί με τον Θεό αλλά και με τον Χριστιανό συνάνθρωπό του, ξεπερνά τον νοσηρό ατομικισμό, την φιλαυτία και αποκτά την αγία εν Χριστώ κοινωνικότητα και αδελφοσύνη.
Με τα εισαγωγικά Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος γίνεται η συσσωμάτωσις του ανθρώπου στο Σώμα του Χριστού και η χορηγία της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος.
Στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας η ένωσις με τον Χριστό και μεταξύ μας γίνεται συνεχής πραγματικότης. Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός «κοινωνία λέγεταί τε και έστιν αληθώς διά το κοινωνείν ημάς δι’ αυτής τω Χριστώ και μετέχειν αυτού της σαρκός τε και της θεότητος, κοινωνείν δε και ενούσθαι και αλλήλοις, δι’ αυτής· επεί γαρ εξ ενός άρτου μεταλαμβάνομεν, οι πάντες εν σώμα Χριστού και εν αίμα και αλλήλων μέλη γινόμεθα, σύσσωμοι Χριστού χρηματίζοντες» (Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, «Περί των αγίων και αχράντων του Κυρίου μυστηρίων», Δ’, κεφ. 86).
Έτσι για μας τους Ορθοδόξους η συμμετοχή στην θεία Ευχαριστία και Λειτουργία δεν είναι μία πράξις ατομικής ευλαβείας ή ατομικής σωτηρίας, αλλά φανέρωσις και ανανέωσις της εν Χριστώ κοινωνίας με τον Θεό και τους ανθρώπους.
Γι’ αυτό και οι ιεροί κανόνες επιβάλλουν την συμμετοχή κατά την θεία Λειτουργία στην Κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων, εκτός εννοείται εκείνων που ευρίσκονται υπό επιτίμια (Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, β’ Κανών της Αντιόχειας, η’ και θ’ Αποστολικοί).
Κάθε θεία Λειτουργία, ευχαριστιακή σύναξις, βεβαιώνει ότι δεν είμεθα «άτομα» χωρισμένα από τον Θεό και μεταξύ μας. Είμαστε και γινόμαστε «κοινωνία», αδελφότης, οικογένεια του Θεού, Σώμα Χριστού, θεανθρωπίνη ένωσις.
Ο εκκλησιασμός και η συμμετοχή μας στην θεία Λειτουργία δεν είναι απλώς ένα θρησκευτικό καθήκον, αλλά όρος για να είμεθα μέλη της Εκκλησίας. Υπενθυμίζω τον π’ Κανόνα της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου: «Ει τις Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος, ή των εν τω Κλήρω καταλεγομένων, ή λαϊκός, μηδεμίαν ανάγκην βαρυτέραν έχοι, ή πράγμα δυσχερές, ώστε επιπλείστον απολείπεσθαι της αυτού Εκκλησίας, αλλ’ εν πόλει διάγων, τρεις Κυριακάς ημέρας, εν τρισίν εβδομάσι μη συνέρχοιτο, ει μεν Κληρικός είη, καθαιρείσθω, ει δε λαϊκός, αποκινείσθω της κοινωνίας» (Πρβλ. και τον ια’ Κανόνα της Σαρδικής). Κατά τους ιερούς Κανόνας, που εκφράζουν το θέλημα του Θεού, το να «συνέρχεται» ο Χριστιανός ή να «συνάγεται» ή να «μετέχη» στις «συνάξεις» ή «συνελεύσεις» ή «συνόδους» της Εκκλησίας είναι όρος για να είναι μέλος της Εκκλησίας. Δεν εννοείται να είναι ο Χριστιανός «ασύνακτος» ή «χωρισμένος από την σύναξι» παρά μόνο σε περίπτωσι εκπτώσεως από την αληθινή πίστι (Τους σχετικούς Ιερούς κανόνας βλ. Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Η Ποιμαντική Διακονία κατά τους ιερούς κανόνας, εκδ. «Άθως», Πειραιεύς 1976, σελ. 39-40).
Η Εκκλησία δεν είναι κυρίως θεσμός, δεν είναι ίδρυμα, σωματείο, οργάνωσις, αλλά «κοινωνία προσώπων εν Χριστώ» (Η έννοια του «προσώπου», κατά τον μακαριστό Γέροντα, δεν έχει την περσοναλιστική χροιά που αναπτύσσεται στην θεολογία συγχρόνων θεολόγων). Όπως ελέχθη από Ορθόδοξο θεολόγο, «Εκκλησία είναι ο Λυτρωτής, η Μήτηρ του Λυτρωτού και οι φίλοι του Λυτρωτού» (Βλ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Το Σώμα του ζώντος Χριστού, εκδ. Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, Θεσ/νίκη 1972, σελ. 119). Όπως όμως κάθε σώμα έτσι και η Εκκλησία έχει οργανισμό που διασφαλίζει την λειτουργία της. Ο οργανισμός της δεν είναι οργάνωσις ανθρώπινης πρωτοβουλίας, αλλά έκφρασις του θεανθρωπίνου χαρακτήρος του Σώματός της και αποβλέπει στην διατήρησι της ενότητος των μελών του Σώματος.
(Εκ του άρθρου «Εκκλησία και Ενορία», εις τον συλλογικόν τόμον «ΕΝΟΡΙΑ», εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, Ν. Σμύρνη 1990, σελ. 14-16)
Πηγή: ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ
[the_ad id=”108846″]